Δημήτρης Δημητριάδης: Γεννιέμαι σαν συγγραφέας

Posted: 28 Μαρτίου, 2009 in Δημητριάδης Δημήτρης
  • Πανευτυχής για το μεγάλο αφιέρωμα στο θεατρικό του έργο, που ετοιμάζει το παρισινό «Οντεόν» για το 2010, δηλώνει: «Το ελληνικό θέατρο δεν είναι ακόμα ευρωπαϊκό». Ιδιαίτερα δημοφιλές στο γαλλικό κοινό (το 2003 ανέβηκε από τον Γιάννη Κόκκο στο Theatre du Rond-Point με τον Ερίκ Ραφ και τον Νίκο Κουρή), το «Πεθαίνω σαν χώρα» παρουσιάζεται ώς τις 7 Απριλίου στο MC93 στο Μπομπινί σε σκηνοθεσία της ελληνικής καταγωγής Αν Δημητριάδη.

«Η θεατρική γλώσσα πρέπει να επανακτήσει τη χαμένη ποιητική της διάσταση», πιστεύει ο Δ. Δημητριάδης

  • Η Αν Δημητριάδη επέλεξε μια μονολογική εκδοχή με την εξαιρετική Αν Αλβαρό (φωτογραφία) και ένα χώρο γυμνό, κάνοντας μικρές σκηνικές παρεμβάσεις: στους τοίχους διαβάζουμε στα ελληνικά ονόματα σκοτωμένων, ένα ραδιόφωνο μεταδίδει διαγγέλματα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, τέσσερις ηλικιωμένοι κύριοι με μαύρα κοστούμια εμφανίζονται κάποιες στιγμές, σαν σκιές, στο βάθος της σκηνής. «Το κείμενο είναι πολύ προσωπικό και μιλά φυσικά για την Ελλάδα», σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης. «Ωστόσο θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η παγκόσμια διάσταση είναι αυτή που με ενδιαφέρει περισσότερο και ο λόγος του Δημήτρη Δημητριάδη υπερβαίνει σαφώς τα σύνορα της χώρας του».
  • Ενα μεγάλο αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη ετοιμάζει για την επόμενη χρονιά ο Ολιβιέ Πι, διευθυντής του «Οντεόν», στο Παρίσι, με δύο νέες παραγωγές. Η πρώτη, αρχές του 2010, θα είναι η «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή», σε σκηνοθεσία της Κατερίνα Γκότζι, ενώ η δεύτερη, την ερχόμενη άνοιξη, θα είναι ο «Κυβισμός του τετραγώνου», σε σκηνοθεσία του Τζιόρτζιο Μπαρμπέριο Κορσέτι, που επιλέχθηκε από ένα σύνολο έξι ανέκδοτων κειμένων τα οποία μεταφράζονται αυτό τον καιρό («Η αρχή της ζωής», «Insenso», «Χρύσιππος», «Στροχάιμ» και «Φαέθων»). Το φιλόδοξο εγχείρημα έχει αναλάβει μια ελληνο-γαλλική ομάδα μεταφραστών και συγγραφέων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον Μισέλ Βόλκοβιτς, τη Μαρία Ευσταθιάδη και τη Δήμητρα Κονδυλάκη.
  • Το αφιέρωμα θα συμπληρώσουν παράλληλες αναγνώσεις, συναντήσεις με το κοινό, ενώ προοίμιο θα αποτελέσει το «Πεθαίνω σαν χώρα» στη σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού (Δεκέμβριος, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Φθινοπώρου). Συναντήσαμε τον Δημήτρη Δημητριάδη σε ένα από τα ταξίδια του στο Παρίσι για μια πρώτη κουβέντα σχετικά με το αφιέρωμα του «Οντεόν».

Τι σημαίνει για σας αυτό το αφιέρωμα;

  • «Είναι μια πραγματική γέννηση, δεν θα την έλεγα καν ανα-γέννηση. Είναι η πρώτη φορά που η θεατρική μου δουλειά βρίσκει ένα χώρο και μια υποστήριξη. Θα παρουσιαστεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις σε ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης. Είναι η πραγματοποίηση ενός… δεν θα έλεγα ονείρου, δεν ονειρεύομαι τέτοια πράγματα, αλλά μιας βαθιάς επιθυμίας που έχει κάθε συγγραφέας να γίνουν δεκτά τα έργα του, να υποστηριχθούν και, κυρίως, να αγαπηθούν».

Πώς σας ανακάλυψε ο Ολιβιέ Πι;

  • «Ενας συνεργάτης τού πρότεινε να διαβάσει τη «Ζάλη» όταν ήταν ακόμα διευθυντής στο θέατρο της Ορλεάνης. Οπως μου είπε αργότερα, βρέθηκε μπροστά σε ένα κείμενο που τον άγγιξε βαθιά. Δεν το ξέχασε και μόλις έγινε διευθυντής του «Οντεόν» και είχε την ιδέα των αφιερωμάτων σε Ευρωπαίους συγγραφείς, αποφάσισε να με εντάξει σ’ αυτά».

Πόσο σημαντική είναι για εσάς η πρόσβαση σε ένα ευρωπαϊκό κοινό τη στιγμή που στην Ελλάδα η πρόσληψη του έργου σας παραμένει προβληματική;

  • «Δεν κάνω διαχωρισμούς στο κοινό. Στην Ελλάδα η πρόσληψη είναι προβληματική, όχι από την πλευρά του κοινού, αλλά από την πλευρά των ανθρώπων του θεάτρου. Ο Γιάννης Χουβαρδάς είχε το θάρρος και ανέβασε τρία έργα μου. Ωστόσο, στην «Αρχή της ζωής» η υποδοχή ήταν καταστροφική. Γράφτηκαν κείμενα που διέσυραν σκηνοθέτη και συγγραφέα. Οι σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν το έργο μου με μια επιφύλαξη, που φτάνει μέχρι τη φοβία. Ισως γιατί η γραφή μου αποτελεί κάτι άλλο από αυτό που επικρατεί και γίνεται αρεστό στο ελληνικό θέατρο. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν θέλω να ενταχθώ στον ελληνικό κανόνα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί».

Ποιος είναι ο ελληνικός «κανόνας»;

  • «Το θέατρο στην Ελλάδα κινείται σε έναν ιδιωτικό χώρο ιδιωτικών προβλημάτων. Δεν υπάρχει αναζήτηση στη φόρμα, ούτε στη θεματολογία. Το ελληνικό θέατρο δεν είναι ακόμα ευρωπαϊκό. Είναι εσωστρεφές και σχεδόν αγγίζει τα όρια του επαρχιωτισμού. Τη ρήξη την προκαλεί τώρα το Φεστιβάλ Αθηνών και ο Γιώργος Λούκος. Δεν ξέρω, όμως, αν θα περάσει στη νοοτροπία των ανθρώπων του θεάτρου. Η ανάγνωση που έγινε πριν από λίγο καιρό στο «Οντεόν» του έργου του Γιάννη Μαυριτσάκη «Τυφλό σημείο» ήταν, όπως καταλαβαίνετε, ένα γεγονός. Πόσω μάλλον από τη στιγμή που φέρει μια άλλη γραφή, η οποία δεν έχει να κάνει με την καταγραφή της καθημερινότητας και με μια γλώσσα τηλεοπτική, άμεσα αναγνωρίσιμη. Είναι, νομίζω, η στιγμή να γίνουν δεκτά και να υποστηριχθούν τέτοια έργα. Οσον αφορά το δικό μου έργο, στην Ελλάδα δεν ξέρουν τι γράφω και τι έχω γράψει. Αλλοι με γνωρίζουν ως ποιητή, άλλοι ως μεταφραστή, κάποιοι ως πεζογράφο. Συχνότερα με ρωτούν τι μεταφράζεις παρά τι γράφεις. Δεν έχουν ακόμα μια συνολική εικόνα μου, δεν ξέρουν ποιος είμαι. Υπάρχει ένα κενό επικοινωνίας, με αποτέλεσμα το έργο μου να παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος του άγνωστο και ασχολίαστο».

Το αφιέρωμα στο «Οντεόν» θα μας επιτρέψει, επομένως, να έρθουμε σε επαφή με την ποικιλία της θεατρικής σας γραφής…

  • «Ο Ολιβιέ Πι πιστεύει ότι θα ανακαλύψουν ένα συγγραφέα. Οταν πριν από δύο χρόνια τού έφερα μια λίστα με είκοσι πέντε έργα μου, είπε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια νέα… ήπειρο. Δεν είναι το ίδιο όπως με τον Χάουαρντ Μπάρκερ, ο οποίος έχει ήδη μια διαδρομή – εγώ όχι. Ο Πι κάνει συχνά λόγο για επιστροφή στη δραματική ποίηση. Συμφωνώ απόλυτα. Δεν πρόκειται για μια επιστροφή στο θέατρο λόγου, αλλά για μια επαναφορά της θεατρικής γλώσσας στην ποιητική της μορφή, την ανάκτηση με άλλα λόγια μιας χαμένης της διάστασης. Μετά τον Μάη του ’68 βιώσαμε μια υποστολή της γλώσσας στο θέατρο. Στις παραστάσεις του Μπομπ Ουίλσον ήρθαμε σε επαφή με ένα θέατρο της σιωπής, που έφτασε ωστόσο στο σημείο να προκαλέσει μια έλλειψη στη θεατρική πράξη. Με την επαναφορά της ποίησης ερχόμαστε στη ρίζα του θεάτρου. Μέσα από την ποιητική μορφή αυτό που αναζητείται βέβαια είναι μια νέα δραματική τέχνη. Γιατί το θέατρο, ας μην το ξεχνάμε, είναι η τέχνη τού σήμερα. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να μιλήσουμε γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα». *

Σχολιάστε