Αρχείο για Δεκέμβριος, 2010

Μάγος μάς... χρειάζεται το 2011!

Επειδή είναι ζηλευτός «μαραθωνοδρόμος» -από την αρχή της σεζόν σκηνοθέτησε τρεις παραστάσεις και έκανε γυρίσματα σε μία ταινία και στο δεύτερο μισό της θα ανέβει στη σκηνή και θα κάνει γυρίσματα για τηλεοπτική σειρά!-, του ζητήσαμε να μας κάνει… ποδαρικό στο πρώτο αυτό τεύχος της χρονιάς. Και το έκανε με μεγάλη χαρά δηλώνοντας «απόλυτα γουρλής». Από τους καλύτερους κωμικούς της γενιάς του, ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι ένας ηθοποιός που πάλεψε με όπλο το ταλέντο του για να κερδίσει το γόνιμο έδαφος που έχει στον χώρο. Από τα χαρισματικά παιδιά της σχολής του Θεάτρου Τέχνης, κατάφερε να ξεχωρίσει σε όλα τα είδη -από το αρχαίο δράμα ως την επιθεώρηση-, να χειροκροτηθεί θερμά από τα «εμπορικά» θέατρα μέχρι το Ηρώδειο και την Επίδαυρο και να αγαπηθεί πολύ από το κοινό.

Μάγος μάς... χρειάζεται το 2011!
  • «Εχω πολύ καλό… πόδι, μη με φοβάστε»

Σκηνοθέτησε τη «Μαύρη κωμωδία» για το «Μουσούρη» και τα «Φωνάζει ο κλέφτης» και «Ψέμα στο ψέμα» για το «Ηβη» -και τα τρία έργα αποτέλεσαν μεγάλες προσωπικές επιτυχίες του!-, έκανε γυρίσματα για την ταινία «Μια φορά κι ένα μωρό» και ο… μαραθώνιός του δεν σταματά. Κάνει πρόβες εντατικές για το «Χάρολντ και Μοντ», που θα ανεβεί στα τέλη του μήνα στο «Μουσούρη», και σε λίγες μέρες ξεκινά γυρίσματα για τον δεύτερο κύκλο της αγαπημένης σειράς «50-50». Καλλιτεχνικά -και όχι μόνο!- ανήσυχος, δεν σταματά να δοκιμάζει αλλά και να δοκιμάζεται και να ανεβάζει τον πήχη ολοένα και πιο ψηλά…

Ελπίζω να κάνεις καλό ποδαρικό, μια και είσαι ο πρώτος που φιλοξενούμε στο «Εθνος Αουτ» του «Εθνους της Κυριακής» την καινούργια χρονιά…

Εχω πολύ καλό… πόδι, μη με φοβάστε. Το καλύτερο ποδαρικό κάνω και για αυτό με επιλέξατε, νομίζω.

Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, δεν γκρινιάζω και ψάχνω πάντα ακόμα και στο απόλυτο σκοτάδι μια αχτίδα δυνατού φωτός…

Οταν λοιπόν έχεις καλή διάθεση, κάνεις καλό ποδαρικό και σε ξαναφωνάζουνε. Μην το ξεχάσετε αυτό! Θυμηθείτε το!

Πόσο καλό ποδαρικό μάς χρειάζεται έτσι δύσκολα που είναι πλέον τα πράγματα – πόσο δε που θα δυσκολέψουν και άλλο;

Τι να κάνει ένα καλό ποδαρικό έτσι που έγινε το «σκηνικό»;

Μάγος χρειάζεται και… μαγικά, γιατί αλλιώς δεν μας βλέπω να τη βγάζουμε καθαρή. Είναι όντως πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα και, από ό,τι λένε αυτοί που ξέρουν καλά, θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες. Ελπίζω να βγούμε σώοι, τι να πω;

Οι Ελληνες άντεξαν και σε χειρότερες καταστάσεις, σε ακόμα πιο άγριες περιόδους. Βρήκαν δύναμη να αντισταθούν και να ορθώσουν το ανάστημά τους – να αντέξουν όσα κακά ήρθαν.

Το θέμα είναι να μην παραιτηθείς, να μην παραδώσεις τα όπλα και να μην αφήσεις τις καταστάσεις να σε πάρουν από κάτω. Υπάρχει μεγάλη απογοήτευση. Ενώ δεν έκλεβες, καλείσαι να πληρώσεις για αυτούς που το έκαναν. Πληρώνεις τη νύφη κι ας ήσουν τύπος και υπογραμμός. Και αυτό δεν μπορεί παρά να σε καταβάλλει.

Βλέπεις αυτούς που τα άρπαξαν προκλητικά και μας οδήγησαν εδώ που είμαστε σήμερα να έχουν ασυλία, να μην τιμωρούνται. Και λες: γιατί, ρε γαμώτο;

Το θέμα είναι να μην το αφήσεις να σε πάρει από κάτω και να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή μέσα από τις εκλογές και την ψήφο σου να δώσεις το δικό σου μήνυμα – να τιμωρήσεις με τον τρόπο σου όλους αυτούς που τα άρπαξαν και που, τώρα που φτάσαμε σε αυτό το σημείο, δεν έχουνε την τσίπα να τα δώσουν πίσω.

Πιστεύουν πολλοί ότι «ταξιδεύουμε» με τον «Τιτανικό» κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσουμε σε ένα τεράστιο παγόβουνο και θα βουλιάξουμε. Ανήκεις σε αυτούς ή είσαι αισιόδοξος;

Τα σενάρια που κυκλοφορούν λένε ότι πάμε ολοταχώς για πτώχευση και ότι το ‘11 θα είναι μία πολύ επικίνδυνη χρονιά, στην οποία θα δοκιμαστούμε σκληρά. Πρέπει να αφεθούμε σ’ αυτό και να μην προσπαθήσουμε να γυρίσουμε το πηδάλιο;

Το βλέπεις το… παγόβουνο μπροστά σου, αλλά η μαγκιά είναι να βρεις δύναμη – συνενόχους – τρόπο να στρίψεις το τιμόνι, κι ας είναι δύσκολο…

Να δώσεις δύναμη με την ψήφο σου σε κάποιους που μπορούν να αλλάξουν την πορεία του «Τιτανικού». Γιατί άμα δίνεις το τιμόνι σε αυτούς που ξέρεις ότι σε πάνε κατευθείαν στο παγόβουνο, έχεις το φταίξιμό σου.

Αυτό εύχομαι για το ‘11. Να μετρήσουμε σωστότερα πλέον τα πράγματα, να μη γινόμαστε συνένοχοι στο «έγκλημα», να μη σιωπούμε και να μην αφηνόμαστε στην τρομερή μοιρολατρία που ‘χουν αφεθεί πολλοί. Να την παλέψουμε με όλο μας το είναι.

Μου φαίνεσαι από αυτούς που την… παλεύουν με δύναμη.

Την… παλεύω, πράγματι. Ακόμα και αν ξέρω ότι μας απειλεί… τσουνάμι, εγώ θα συνεχίσω να κολυμπάω με σθένος-πείσμα!

Κάνοντας κωμωδία δίνεις κουράγιο σε πολλούς να έρθουν να «κολυμπήσουν» μαζί σου. Εφτιαξες τρεις κωμωδίες φέτος…

Το έκανα από θέση κι άποψη. Ο κόσμος έχει ανάγκη λίγο να αποδράσει, να ξεσκάσει, να γελάσει, να πάψει έστω και λίγο να προβληματίζεται τόσο.

Ανέβασα λοιπόν στο «Ηβη» το «Ψέμα στο ψέμα» και το «Φωνάζει ο κλέφτης» με δυνατούς θιάσους και με ισχυρό θίασο ανέβασα και τη «Μαύρη κωμωδία» στο «Μουσούρη». Δεν είναι τυχαίο ότι πηγαίνουν τόσο καλά αυτές οι καλοφτιαγμένες κωμωδίες – θέλει να ξεκαρδιστεί ο κόσμος.

Για παλιοκλεφταραίους μιλάει το «Φωνάζει ο κλέφτης», που μοιάζει να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ με τόσες κλεψιές, έτσι;

Ετσι ακριβώς. Οταν φωνάζει ο λογιστάκος που παίζει έξοχα ο Γιώργος Καπουτζίδης για τους κλέφτες που τα άρπαξαν, το κοινό δεν σταματά να χειροκροτεί, δίνοντας το μήνυμά του!

Ο Γιώργος κάνει και το «Just the two of us», που κάποια στιγμή είχε στοιχεία ριάλιτι με τις έντονες κόντρες που υπήρξαν. Τι του είπες όταν σου ανακοίνωσε ότι θα παρουσιάσει αυτό το τάλεντ σόου;

Μπράβο, τι να του πω; Το κάνει εξαιρετικά και, όποτε πήγε να ξεφύγει προς το ριάλιτι το σόου, το επανέφερε έξυπνα.

Θα παρουσίαζες ένα τάλεντ σόου αν σου το ζητούσαν;

Ποτέ δεν λέω ποτέ. Μια γρήγορα απάντηση που θα σου ‘δινα είναι ότι δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα κάτι τέτοιο, αλλά ποτέ μη λες ποτέ! Υπήρξαν φορές που είπα ότι δεν πρόκειται να κάνω κάτι και μετά το έκανα. Για αυτό δεν λέω πλέον ποτέ!

Ξέρω ότι αγαπάς πολύ τη μαγειρική. Θα παρουσίαζες τέτοια εκπομπή τώρα που έχουν γίνει και η απόλυτη μόδα ή όχι;

Θα προτιμούσα να ανήκω στην κριτική επιτροπή – να ξέρω να μαγειρεύω τόσο καλά που να ανήκα σε μια τέτοια επιτροπή…

Θα έτρεμαν δηλαδή ο Σκαρμούτσος και οι άλλοι του «Master Chef». Αλήθεια, πώς σου φαίνονται οι «συνάδελφοί» σου;

Εξαιρετικοί. Είναι ένας κι ένας και αποτελούν μεγάλο «ατού» της εκπομπής, που πέτυχε αληθινά. Τους έβλεπα τις προάλλες στην «Ανατροπή» και μου θύμισαν τους τρεις του «50-50» μας. Τρομεροί τύποι και με απίστευτο χιούμορ. Αληθινά απίστευτο!

Δεν μου είπες πώς σου φαίνεται η Ευγενία Μανωλίδου, Πέτρο.

Αυτό που κάνει το κάνει πολύ καλά. Με μέτρο, χωρίς τρέλες, χωρίς εξαλλοσύνες που δεν χώραγαν σε μια τέτοια εκπομπή!

Πολλοί έχουν ζηλέψει το «Νησί». Ανήκεις σε αυτούς ή όχι;

Θα ήθελα πολύ να παίξω σε μια τέτοια καλοφτιαγμένη σειρά, σε μία τόσο ακριβή παραγωγή που υπογράφεται από άξιους συντελεστές. Είναι σημαντικό να γίνονται τέτοιες δουλειές!

Για την ώρα κάνεις το «50-50», ενώ είσαι σε εντατικές πρόβες για το «Χάρολντ και Μοντ» που θα δούμε στο «Μουσούρη» απ’ τα τέλη του μήνα, σε εναλλασσόμενο με τη «Μαύρη Κωμωδία».

Είναι ένα σπουδαίο έργο του Χίγκινς και είμαι πανευτυχής που παίζω σ’ αυτό με την εξαίρετη Αννα Παναγιωτοπούλου και με σκηνοθέτη τον ικανότατο Πέτρο Ζούλια…

Μπορεί οι ήρωες να είναι πέρα από τις ηλικίες μας -εκείνος είναι στα 19 και εκείνη στα 80- αλλά το μήνυμα του έργου είναι ότι η αγάπη και ένας άλλος άνθρωπος μπορούν να σου δώσουν τη δύναμη που χρειάζεσαι να ξεπεράσεις τα αδιέξοδά σου…

Είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, με χιούμορ και συγκίνηση!

  • Ξεκινάμε… «50-50»

Τι έγινε με το… θρίλερ «50-50» και με τον δεύτερο κύκλο του;

Δεν υπήρξε κανένα θρίλερ. Γράφτηκαν και ακούστηκαν πάρα πολλά και τα πιο πολλά ήταν απίστευτες φήμες. Μα πώς γίνεται το τόσο να το κάνουν τόοοοοσο; Είναι τρομερό!

Είχε δοθεί πράσινο φως για τον δεύτερο κύκλο και υπήρξαν πολλά «κολλήματα» οικονομικά, και όχι μόνο όπως γράφηκε;

Ηταν να μπούμε για γυρίσματα στις αρχές Δεκέμβρη και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις που είχαμε τα καθυστέρησαν λίγο. Αντί για αρχές Δεκέμβρη ξεκινάμε αρχές Γενάρη – στις 3 με 4 του μήνα! Δημιουργήθηκε μια φιλολογία χωρίς κανέναν λόγο.

Είχατε απαράδεκτα συμβόλαια λένε, στα οποία είχαν πολλές απαιτήσεις από σας και εσείς είχατε ελάχιστα δικαιώματα…

Είχαμε κλείσει τα χρήματα και υπήρξαν κάποιες -ελάχιστες- διαφωνίες στα συμβόλαιά μας, αλλά αυτά δεν καταλαβαίνω γιατί αφορούν τον κόσμο.

Συζητήσαμε, προτείνανε και τελικά τα βρήκαμε και μπαίνουμε για γύρισμα. Αυτό μετράει μόνο.

Θα επιμείνω: είπατε, λένε, ότι αν δεν βγει φέτος η σειρά, δεν θα μπορέσετε να μην κάνετε κάτι άλλο την καινούργια χρονιά.

Συζητήσαμε – δεν είπαμε ούτε επιμείναμε! Εμείς μπαίνουμε για γύρισμα και θα θέλαμε να βγει άμεσα η σειρά για να κάνουμε κάτι καινούργιο στον… επόμενο τόνο. Αυτό θέλουμε. Αν όμως το κανάλι την κρατήσει να τη βγάλει του χρόνου ή σε δύο χρόνια, θα μείνουμε άνεργοι;

Οχι βέβαια – και μάλιστα σε τέτοιους καιρούς. Εμείς δεν μπορούμε να επιβάλουμε πράγματα και ούτε να τα απαιτήσουμε – αυτά είναι βλακείες. Ας βγει όποτε θέλει η σειρά. Σημασία έχει ότι βρισκόμαστε πάλι όλοι μαζί.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗΣ, ΕΘΝΟΣ, 31/12/2010

  • Σαλιέρι στο «Αμαντέους» του Σάφερ, Βέρθερος στο ομώνυμο έργο του Γκαίτε: ο ηθοποιός και σκηνοθέτης υποδέχεται το 2011 με κριτική ματιά και… διπλή δουλειά

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Η πρεμιέρα του «Βέρθερου» θα τον βρει στις τελικές πρόβες για το «Αμαντέους»: ο Δημήτρης Λιγνάδης μπαίνει δυναμικά στη νέα χρονιά με δύο ρόλους σε δύο παραστάσεις- εκ των οποίων σκηνοθετεί τη μία. Ο ρομαντικός και αυτοκαταστροφικός ήρωας του Γκαίτε θα δώσει τη σκυτάλη στον Σαλιέρι, τον συνθέτη και «αντίπαλο» του Μότσαρτ, στο έργο του Πίτερ Σάφερ «Αμαντέους». Δύο έργα που προετοιμάζονται για να ανεβούν σχεδόν ταυτόχρονα στην Αθήνα του 2011: «Το “Αμαντέους”  γίνεται με καθαρά δική μου πρωτοβουλία καθώς είναι ένα από τα έργα που είχα στο συρτάρι του μυαλού μου και γι΄ αυτό το σκηνοθετώ- αφού βέβαια βρέθηκε ο παραγωγός να το αγκαλιάσει. Για τον “Βέρθερο” ήρθε η πρόταση από τον σκηνοθέτη, που είναι και εικαστικός, ενώ έπαιξε ρόλο και ο καινούργιος χώρος που θα μας φιλοξενήσει» . Και επειδή, όπως ομολογεί, «οι επιθυμίες μου είναι πάντα λίγο ή πολύ μεγαλύτερες από τους φόβους μου», ετοιμάζεται γι΄ αυτή τη διπλή αναμέτρηση.

– Κύριε Λιγνάδη, πώς μαθαίνονται δύο ρόλοι ταυτόχρονα;

«Είναι πολύ δύσκολο. Εγώ όμως βλέπω το θέατρο σαν μια ρομαντική περιπέτεια μέσα στην οποία υπάρχει και η ματαιοδοξία μου. Θεωρώ ότι έχω άκρατη ματαιοδοξία αλλά σε παιδικά επίπεδα. Σαν το παιδί που θέλει όλα τα παιχνίδια αλλά δεν θα τα πάρει- μπορεί να μην πάρει και τίποτε. Θεωρώ τη ματαιοδοξία καύσιμη ύλη. Με καλύπτει και οικονομικά πολλές φορές γιατί το θέατρο είναι η δουλειά μου».

– Πόσο κοντά σε αυτή τη «ρομαντική περιπέτεια» βρίσκεται ο «Βέρθερος»;

«Οταν πρωτοδιάβασα αυτό το κείμενο, σε προεφηβική ηλικία, μου έκανε εντύπωση. Μετά, στην επαναστατική μου ηλικία, αυτά τα θεωρούσα μπούρδες. Μεγαλώνοντας τα βλέπω από άλλη σκοπιά. Βλέπω αυτό το ρομαντικό κείμενο με κριτική ματιά. Ο Βέρθερος είναι σαν το παλιό παιχνίδι. Αλλωστε ο βερθερισμός έγινε ολόκληρο κίνημα. Αν διαβάσεις κάτω από τις γραμμές, βγαίνει όλο αυτό του νέου που “δεν μπορεί” και “θα σκοτωθεί”, “θα κάνει ακρότητες”. Δεν διαφέρει από αυτά που λένε οι νέοι σε κάθε εποχή, ότι “θα καταστρέψω και θα αυτοκαταστραφώ”, “θα πάρω ναρκωτικά” ή “θα σπάσω βιτρίνες”. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο οι σημερινοί νέοι είναι ρομαντικοί. Προσωπικά όλη μου η ζωή έχει να κάνει με τα νιάτα. Συναναστρέφομαι νέους, διδάσκω νέους, διδάσκομαι από νέους, τους αγαπώ πολύ. Απλά το “νέος” δεν είναι αυταπόδεικτο. Εγώ λέω στους μαθητές μου: “Είστε νέοι; Απόδειξη”. Πού είναι η ορμή για το άγνωστο; Πού είναι η αψήφηση του κινδύνου; Πού είναι η περιέργεια για τη γνώση; Αν κάψω τη σημαία και για μένα αυτή δεν σημαίνει τίποτε, τότε… σιγά το δύσκολο!».

– Αρα για ποια επανάσταση μιλούν σήμερα;

«Επαναστατώ σημαίνει θυσιάζω κάτι, ρισκάρω για κάτι. Δεν έχω αντίρρηση με το σπάσιμο των βιτρινών. Ας σπάσω όμως πρώτα την τζαμαρία του δικού μου σπιτιού, δηλαδή του εαυτού μου, και ύστερα να σπάσω και του άλλου. Κάτι πρέπει να χάσω. Πρέπει να πονέσω, να ρισκάρω, να φοβηθώ για να κάνω επανάσταση. Πρέπει να ξεκινά από μέσα μας η επανάσταση. Δεν αγιοποιώ τη γενιά μου, δεν λέω ότι εμείς τα κάναμε καλύτερα».

– Είναι διαφορετικοί οι νέοι σήμερα;

«Κοιτάξτε, και η δική μου γενιά ήταν προβληματική. Ηταν η γενιά που από το κεφάλι και πάνω ήταν αριστερή και από τον λαιμό και κάτω όσο πιο καπιταλιστική γίνεται. Μέσω των μαθητών μου (σ.σ.: διδάσκει θέατρο) βλέπω ότι η καινούργια γενιά είναι πιο απενοχοποιημένη, με πολύ πιο λίγες αγκυλώσεις, πολύ λιγότερα βαρίδια από το παρελθόν, πιο ελεύθερη να εκφραστεί. Αλλά ενώ έχει την ευρύτητα της πληροφόρησης, δεν έχει τη βαθύτητα της γνώσης. Αλλο γνώση, άλλο πληροφορία».

– Ο Σαλιέρι βρίσκεται στον αντίποδα του Βέρθερου;

«Δεν θέλω να τους συγκρίνω. Νομίζω ότι ο Σαλιέρι είναι αρκούντως ρομαντικός. Είναι ένας άνθρωπος που λέει “εγώ σπούδαζα, έγραφα, τα έκανα όλα για τη μουσική” και έρχεται ο Μότσαρτ, δηλαδή ο Θεός, και δίνει το ταλέντο αλλού. Είναι πιο γειωμένος από τον Βέρθερο, αλλά και πάλι…».

– Είναι αδικημένος ο Σαλιέρι;

«Εκανε κακά πράγματα, αλλά στα μεγάλα έργα- και εδώ μιλάμε για μυθοπλασία- οι κακοί έχουν δικαιολογίες. Αλλωστε ο Σαλιέρι δεν κατέστρεψε τον Μότσαρτ, του δυσκόλεψε τη ζωή. Καταλήγει όμως λέγοντας ότι ο Μότσαρτ θα παραμείνει στους αιώνες και εγώ θα είμαι ο προστάτης των μετρίων».

– Τι είναι τελικά το ταλέντο; Η επιβεβαίωση ότι υπάρχει Θεός;

«Αυτό είναι και το θέμα του έργου. Δεν έχω όμως απάντηση. Οσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερο καταλαβαίνω τι είναι ταλέντο. Είναι ένα σύνθετο πράγμα, ένα θεϊκό χάρισμα, βακχικό ή απολλώνειο, είτε βγαίνει από μέσα μας είτε έρχεται σαν έμπνευση. Είναι ένα αβγό που εν δυνάμει θα γίνει κότα και γι΄ αυτό χρειάζεται δουλειά, τύχη… Πιο εύκολα μπορώ να ορίσω τι είναι το ταλέντο να πείθεις ότι έχεις ταλέντο». Ποιος ήταν ο Σαλιέρι

Ο βενετσιάνος συνθέτης, μαέστρος και δάσκαλος μουσικής Αντόνιο Σαλιέρι (1750-1825) ήταν ένας από τους κινητήριους μοχλούς της όπερας του 18ου αιώνα. Δημιουργός κοσμοπολίτης, συνέθεσε όπερες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες και βοήθησε στην ανάπτυξη του είδους επηρεάζοντας δεκάδες ομοτέχνους του. Ενόσω ζούσε τα δραματικά έργα του παίζονταν στα θέατρα ολόκληρης της Ευρώπης, ενώ μαθητές του στη Βιέννη υπήρξαν ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ και ο Λιστ. Το ενδιαφέρον για τη μουσική του Σαλιέρι αναπτερώθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα χάρη στην πολυβραβευμένη ταινία του Μίλος Φόρμαν «Αμαντέους» (1984)- βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό του Πίτερ Σάφερ από το 1979, διασκευή του επίσης θεατρικού έργου του Αλεξάντρ Πούσκιν «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (1831)- με θεματικό άξονα την καλλιτεχνική αντιπαλότητα του φθασμένου ιταλού μουσικοσυνθέτη με τον νεαρό αυστριακό ομότεχνό του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

  • «Η ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
– Η τέχνη παραμένει μια λύση;

«Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται,να αισθάνεται,να ξεφεύγει, να προβληματίζεται,ακόμη και αν αφορά ιδεατούς κόσμους, δεν είναι απλώς απαραίτητο, είναι το ψωμί και το νερό του. Η τέχνη είναι φυσική ανάγκη. Σε δύσκολες εποχές είναι το μεγάλο καταφύγιο. Γι΄ αυτό και θεωρώ ότι η κρίση είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουμε στην Ελλάδα… Διότι στην επόμενη ευκαιρία ίσως να μην είμαστε Ελλάδα πια».

– Δεν είναι οικονομική, δηλαδή, η κρίση;

«Τα οικονομικά θα λυθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τώρα περνάμε κρίση παιδείας. Θυμάμαι την Πατουλίδου που είχε πει το “Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο”. Εγώ από αυτή τη φράση κρατάω το “ρε γαμώτο”. Αν ξαναέρθει η ευμάρεια σε μια Ελλάδα που λέει “good morning”, εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να λυθεί η οικονομική κρίση. Οταν το οποιοδήποτε σύστημα προσπαθεί να κόψει το πιο ζωντανό όργανο του ανθρώπινου σώματος, που είναι η μνήμη, τι άλλο να πω εγώ; Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη και ας πούμε τις αλήθειες μας. Ο Ολι Ρεν θα λύσει το σύμπτωμα, όχι τη ρίζα του προβλήματος».
  • ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

«Βέρθερος» του Γκαίτε από την ομάδα Βijoux de Κant, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, με τον Δημήτρη Λιγνάδη. Παρα-στάσεις από 14 ως 30 Ιανουαρίου 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

«Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, με τον ίδιο στον ρόλο του Σαλιέρι και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη ως Μότσαρτ.

Παραστάσεις στο θέατρο Βρετάνια από τα μέσα Φεβρουαρίου 2011.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=375728&dt=31/12/2010#ixzz19gvmRTfV

  • Η νέα, θεατρική, πολυσυζητημένη παράσταση σε ένα μπαρ που εξυμνεί τον έρωτα, η μοναξιά της, οι ιστορίες αγάπης που ονειρεύεται αλλά φοβάται πως δεν θα έρθουν (;)

Κάθεται απέναντι μου με ένα stretch κορμάκι, χρυσές ψηλοτάκουνες γόβες και τα πόδια της είναι ακάλυπτα, αλλά σχεδόν εφηβικά. Είναι το διάλειμμα της παράστασης «50 χρόνια Ερωτας» και ο χρόνος της είναι περιορισμένος. Μιλάει γρήγορα, ακατάπαυστα. Με μια ανάσα σχεδόν μπορεί να ξεδιπλώσει τη μισή της ζωή. Κλισέ ή όχι, η Βάνα είναι η μοναδική περίπτωση στην ελληνική showbiz, γιατί δεν την ένοιαξε ποτέ να αποδείξει ότι ήταν καλή ηθοποιός, σέξι γυναίκα, καλή μαμά. Ο αυτοσαρκασμός της γυναίκας που ήθελε απλώς να κάνει το κέφι της ήταν πάντα σημείο αναφοράς στα media, που είχαν συνηθίσει πιο συμβατικές γυναικείες περσόνες. Και η Βάνα ήξερε να κάνει τη διαφορά.

«Ποτέ δεν έφυγε άντρας από μένα»

Φέτος κάνεις μια παράσταση που μιλάει για τον έρωτα από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Τελικά, ποια είναι η πιο ερωτική εποχή για σένα;

Λατρεύω τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Εκείνες οι εποχές είχαν άλλες αξίες. Βέβαια, κάνοντας αυτή την παράσταση κατάλαβα ότι τα ίδια πράγματα κάνουμε και τότε και τώρα. Απλώς τότε ήταν όλα πιο κρυφά.

«Ποτέ δεν έφυγε άντρας από μένα»

Αν σε άκουγε κανείς να μιλάς έτσι θα έλεγε ότι είσαι παραδοσιακή γυναίκα…

Ο,τι δεν έχουμε, αυτό εκτιμάμε περισσότερο. Eίμαι παιδί της ελληνικής επαρχίας, μεγάλωσα σε αλάνες σε γειτονιές. Δεν μπορώ λοιπόν να σου πω ότι η εποχή που βιώνω είναι η καλύτερη, δεν την αγαπάω. Αν είχα επιλογή, θα ήθελα να ζούσα τότε.

Γιατί έκανες μια θεατρική παράσταση σε ένα μπαρ και όχι σε μια κλασική θεατρική σκηνή;

Είναι δύσκολη εποχή κι εγώ δοκιμάζω κάτι διαφορετικό, κάτι που το έχω δει πρώτη φορά στην Αμερική. Ηταν μια παράσταση σε ένα γκαράζ και λέω, κοίταξε τελικά, μπορείς να κάνεις θέατρο οπουδήποτε, ακόμα και στην αυλή του σπιτιού σου. Αυτά τα κλισέ εγώ θέλω να τα ανατρέπω. Η παράσταση που κάνω φέτος έχει έναν interactive χαρακτήρα, ο άλλος θα κάνει λίγο χαβαλέ, θα πει την άποψή του, αλλά θα πάρει και τα μηνύματά του.

Αν δηλαδή γύριζες τον χρόνο πίσω θα άλλαζες τη ζωή σου; Θα έμπαινες σε ένα συμβατό σχήμα;

Μια κλασική οικογένεια; Δεν ξέρω πια ποιο πρότυπο γυναίκας είναι πιο ευτυχισμένο. Το πρότυπο το δικό μου, της απόλυτης ελευθερίας που φτάνει έως την ασυδοσία καμιά φορά, ή της γυναίκας που μέσα από την πειθαρχία και τα πολλά «μη» μπορεί να βρει τις αξίες της; Τελικά, αυτή μας η υπερβολή που μας κάνει ελεύθερους τι μας αφήνει; Μια απέραντη μοναξιά.

Νιώθεις κι εσύ μόνη;

Ναι. Παρόλο που έχω το παιδί μου, σε ερωτικό επίπεδο νιώθω μόνη.

Μπορείς να ερωτευτείς και πάλι;

Είναι έως και αδύνατον πλέον. Εχουν φύγει τα χρόνια της χαμένης αθωότητας για μένα. Περιμένω έναν σύντροφο, μια αγκαλιά, μια αγάπη. Αλλά πιστεύω ότι η ιστορία μου με τους έρωτες έχει τελειώσει. Γιατί υπάρχει γνώση πια για μένα. Κι αυτή η γνώση έχει μια απομυθοποίηση. Εντάξει, ψάχνω κι εγώ το 3% των αντρών. Αλλά από την άλλη, είναι η θέση μου δύσκολη πια. Με βλέπουν κι εμένα οι άντρες διαφορετικά. Εχω μια ιστορία πίσω μου, είμαι μια γυναίκα επικίνδυνη και το φαντάζονται ή το ξέρουν. Φοβούνται να με διεκδικήσουν και πληρώνω αυτό το κόστος της μοναξιάς.

Πιστεύεις στον εαυτό σου;

Εννοείται. Ο καλύτερος φίλος της ζωής μου είναι ο εαυτός μου.

Δεν έχεις φίλους;

Οχι. Εχω πάψει να πιστεύω στους ανθρώπους πια. Μπορεί σαν άνθρωποι να έχουμε το καλό και το κακό μέσα μας, αλλά είμαστε ανθρωποφαγικοί.

Μα δεν μπορεί, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης δίπλα σου;

Σε κανέναν δεν έχω εμπιστοσύνη. Εχω βιώσει πολλά κι έχω ένα δηλητήριο μέσα μου, πάντα περιμένω ποιος θα με προδώσει. Είναι χιλιάδες οι φορές που με έχουν προδώσει, είναι τρομερό το παρασκήνιο που έχω ζήσει. Εχω δει ότι οι άνθρωποι όταν έχουν να πάρουν κάτι από εσένα όταν είσαι δυνατός, σε αγκαλιάζουν. Στην αδυναμία και στην πτώση σου, δεν είναι κανείς. Προσπάθησαν να μου δώσουν μια να πάω ακόμα παρακάτω.

Τότε εσύ πώς επιβίωσες όλα αυτά τα χρόνια;

Γιατί δεν πιστεύω σε κανέναν. Γιατί δεν περιμένω από κανέναν να μου δώσει την ευκαιρία. Τις δημιουργώ μόνη μου και αν ακολουθήσει το κοινό, καλώς.

Υπάρχουν πράγματα για τα οποία έχεις μετανιώσει;

Ναι, όταν πήγα με το Μεντιτεράνεο στα Οσκαρ και υπήρχε η προοπτική να μείνω στην Αμερική να δουλέψω και αντί γι’ αυτό επέστρεψα στην Ελλάδα. Αυτό το έχω μετανιώσει. Ηρθα σε μια χώρα που με πολέμησαν. Μόνο κάποιοι φίλοι μου gay με στηρίξανε. Πάντα οι γυναίκες που είχαν ομορφιά έπρεπε να αποδείξουν ότι έχουν και ταλέντο. Η ομορφιά είναι ταλέντο. Η Ρίτα Χέιγουορθ, η Μέριλιν, τι υποκριτική είχαν;

Πιστεύεις δηλαδή ότι σε πολέμησαν γιατί ήσουν όμορφη;

Ηταν δύσκολο να με καταπιούν. Τώρα που γέρασα με συμπαθήσανε λίγο. Μεγάλωσα, είμαι 44 ετών.

Τον χρόνο τον φοβάσαι;

Από τη μια τον αγαπάω γιατί μου άνοιξε τα μάτια. Από την άλλη τον φοβάμαι. Θα ήθελα σαν τον Φάουστ να κάνω μια συμφωνία με τον διάβολο και να γεράσω με αξιοπρέπεια, να μη με πονέσει πολύ.

Πολλοί είπαν ότι η Μαρία Κορινθίου είναι η νέα Βάνα Μπάρμπα. Εσύ αντί να ενοχληθείς, της έκανες πρόταση να είστε μαζί στην παράσταση. Κίνηση πολιτικής ή απενοχοποίησης;

Μην ξεχνάς ότι έβγαλα πολλά κορίτσια, όπως τη Ζέτα Δούκα στο Αιδοίων Μονόλογοι, την Τζένη Μπότση στο Σημάδι του Ερωτα… Είναι όμορφα κορίτσια που δεν τους δίνεται η ευκαιρία γιατί είναι όμορφες. Επειδή εγώ έχω καεί από αυτό στο παρελθόν, μου αρέσει πάντα να διαλέγω όμορφες και ταλαντούχες γυναίκες.

Δεν φοβάσαι τη σύγκριση;

Τι να φοβηθώ; Είμαι χορτάτη από θαυμασμό. Εχω γεμίσει από αγάπη και έρωτα. Καμιά φορά με πονάνε όταν μου λένε «σας είδαμε στο βιντεοκλίπ του Πάριου, το Τόσα Γράμματα. Τι όμορφη που ήσασταν τότε». Μου έρχεται ένα μαχαίρι στην καρδιά, αλλά χαμογελάω και λέω «έχεις δίκιο ρε φίλε, ήμουν όμορφη». Είναι αλήθεια όμως. Πώς να συγκρίνεις το τότε με το τώρα;

Στην κόρη σου τι συμβουλές δίνεις;

Δεν τολμάω να δώσω συμβουλές. Τώρα κινδυνεύω να την κακομάθω από την υπερβολή μου να της δίνω πολλή αγάπη. Παλεύω να έχω ένα μέτρο στο μεγάλωμά μου όμως καταλαβαίνω ότι ουσιαστικά είναι μια μεγάλη αρετή. Δεν είναι μαγκιά η υπερβολή, το μέτρο είναι.

Αν σου έλεγε να ασχοληθεί με τη δουλειά σου τι θα της έλεγες;

Θα είχα πεθάνει από τη στενοχώρια μου. Δεν θέλω να δω το παιδί μου να περάσει ό,τι πέρασα εγώ. Εμείς σήμερα έχουμε να φάμε κι αύριο όχι.

Δεν είναι λίγο υπερβολικό να το λες εσύ αυτό;

Σε πληροφορώ ότι είμαι στην πρώτη γραμμή και πολλές φορές δεν είχα να φάω. Εχω ξεμείνει από χρήματα ?πρόσφατα έμεινα με 20 ευρώ στην τσέπη. Εγώ είμαι ο άντρας της ζωής μου, που πρέπει να κοιτάξω την καριέρα μου, το σπίτι μου, το παιδί μου, τις δασκάλες του. Δεν έχω ένα αρσενικό να με συντηρήσει.

Με αυτήν λοιπόν τη λογική δεν σου έχει λείψει η συντροφικότητα;

Οχι, ρε φίλε, δεν τη θέλω, όταν αυτή η συντροφικότητα εξαργυρώνεται με το ότι ανήκω σε κάποιον. Δεν ανήκω σε κανέναν, ανήκω μόνο στον εαυτό μου. Αν κάποιος με δεχτεί με την τρέλα μου, την υπερβολή μου, τον αυθορμητισμό μου, τότε θα του ανήκω γιατί θα αγαπήσει τα λάθη μου.

Στις ερωτικές σου σχέσεις ποιος έφευγε συνήθως;

Εσύ ή οι άλλοι; Δεν υπάρχει άντρας που να έφυγε από εμένα. Ποτέ!

Το ότι έχεις ένα παιδί δεν σε κάνει να συμβιβάζεσαι πιο εύκολα;

Συμβιβάζομαι, αλλά κάνω και το κέφι μου, η δουλειά μου είναι το κέφι ζωής. Αν ήταν να συμβιβαστώ, θα είχα κάνει έναν πλούσιο γάμο.

Μπήκες ποτέ στον πειρασμό;

Ναι! Μπήκα κάποια στιγμή στον πειρασμό να παντρευτώ για να με συντηρεί κάποιος. Δεν άντεχα άλλο να είμαι σαν τους τσιγγάνους.

Επειτα από τόσα χρόνια δουλειάς δεν έχεις βάλει κάποια χρήματα στην άκρη;

Ο,τι έβγαζα το κατέστρεφα. Μια εποχή που δούλευα έβγαζα καλά χρήματα. Τώρα, που παίρνουμε 5- 6 χιλιάρικα τον μήνα, πώς θα συντηρηθούμε; Τι νομίζουν όλοι, ότι τρέχουν τα λεφτά με ουρά; Τα λεφτά είναι και σε εμάς ένας μικρός θάνατος, αλλά θεωρώ ότι τελικά την ώρα που θα ξεπουληθώ για να πάρω μεγάλα ποσά θα έχω τελειώσει κιόλας.

Δεν κάνεις όνειρα;

Δεν μπορώ να κάνω όνειρα πια. Τώρα έχω μόνο στόχους. Κι αυτό είναι διαφορετικό.

Data Bank

  • Γεννήθηκε στα Γιάννενα και από νεαρή ηλικία τη ζήτησαν σε γάμο. Εκείνη όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ήταν και ένας λόγος για να εγκαταλείψει την πόλη της και να πάει στην Αθήνα.
  • Το όνομά της είναι Βασιλική.
  • Η καριέρα της ξεκίνησε όταν βγήκε Μις Ελλάς στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
  • Το 1991 συμμετείχε στην ιταλική ταινία Mediterraneo, που κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Εχει μια κόρη, τη Φαίδρα, που είναι οκτώμισι ετών και μένουν στη Γλυφάδα.
  • Η καριερα της απογειώθηκε τη δεκαετία του ’90 όταν από ανώνυμο κορίτσι των βιντεοκασετών της εποχής μεταλλάχθηκε σε απόλυτο sex symbol.
  • ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ της -από τον Λάκη Ραπτάκη μέχρι και τον Χρήστο Κυριαζή- υπήρξαν έντονες και αγαπημένες των Μέσων.

Βένια Καραγιάννη, ΕΘΝΟΣ, 24/12/2010
Εικονογράφηση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΑΖΑΝΤΕ

  • Τον γνωρίσαμε ως Αγαμο Θύτη. Ο 50χρονος ηθοποιός σκηνοθετεί την πρώτη ταινία του, ένα ριμέικ του «Ζητείται ψεύτης», και μιλάει για τη δραματική επικαιρότητα των όσων έγραψε ο Δημήτρης Ψαθάς

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και η Ζέτα Μακρυπούλια, το πρωταγωνιστικό δίδυμο στη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του «Ζητείται ψεύτης» του Δημήτρη Ψαθά. Η πρώτη γυρίστηκε το 1960, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη

«Ετσι όπως έχουμε γίνει, όλες οι μέρες είναι δύσκολες» λέει αναστενάζοντας ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Ο ηθοποιός και θεατράνθρωπος που από την περασμένη Πέμπτη είναι και τύποις κινηματογραφικός σκηνοθέτης- με την ταινία «Ζητείται ψεύτης»- ακούγεται προβληματισμένος στην τηλεφωνική επικοινωνία μας. «Η ανεργία στον κλάδο μας ήταν ως πέρυσι στο 70% και εφέτος πλησιάζει στο 90%.Μιλώ με συναδέλφους που βρίσκονται στα όρια της απελπισίας.Οι εννιά στους δέκα ηθοποιούς αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης.Και μιλώ για το θέμα της οικονομικής κρίσης,γιατί όλα τα υπόλοιπα είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα.Αυτό βέβαια αφορά ολόκληρη τη χώρα».

Ο ίδιος ο Μιχαηλίδης στα 50 του ανήκει στους τυχερούς τού 10%. Αμεσο πρόβλημα δουλειάς δεν αντιμετωπίζει επειδή βρίσκεται σε θέση να εφευρίσκει δουλειές- αφού δεν ασχολείται μόνο με ένα κομμάτι ψυχαγωγίας. «Αν ύστερα από 15 χρόνια δωρεάν εργασίας,όπως συνέβη με μένα,τα πας καλά,τότε έχεις την πολυτέλεια να ζεις από τη δουλειά σου». Ακόμη καλύτερα, όταν κάνεις πράγματα που αγαπάς, κάτι στο οποίο ο Μιχαηλίδης επίσης νιώθει ότι έχει υπάρξει τυχερός: «Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι εννιά στις δέκα δουλειές που έχω κάνει ήταν δουλειές που ήθελα να κάνω».

Στην περίπτωση του «Ζητείται ψεύτης», ταινίας βασισμένης στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά αλλά και στην κινηματογραφική ταινία που γύρισε το 1960 ο Γιάννης Δαλιανίδης, το άγχος του Μιχαηλίδη ήταν διπλό καθώς δεν εμφανίζεται μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτης. «Είναι το γνωστό κλισέ του αισθήματος ευθύνης» λέει. «Ωστόσο διέβλεπα ότι αυτή η ιδέα- που δεν ήταν δική μουαλλά μια παραγγελία της εταιρείας Οdeon- είχε ψωμί». Ψωμί για τον ίδιο σημαίνει ότι «η ιδέα ιντριγκάρει, σου δημιουργεί κλίμα ευφορίας, σε κάνει να πιστέψεις ότι κάτι μπορείς να πεις».

Πιστεύει ότι το θεατρικό του Ψαθά και η ταινία του Δαλιανίδη ήταν απλώς η αφορμή για τη νέα ταινία. Το πρώτο επίπεδο του έργου, η έννοια του πολιτικού ψεύδους, έμεινε άθικτο. «Η κακοδαιμονία όλου του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα,που είναι αυτή η πελατειακή σχέση των πολιτικών με τους πολίτες,είναι μια πολύ παλιά πληγή και δεν αλλάζει. Οι αλλαγές που έγιναν στη νέα ταινία αφορούν τις καινούργιες εκδοχές του πολιτικού ψεύδους με τη συμβολή των ΜΜΕ,των image makers,των επικοινωνιολόγων, στοιχείων δηλαδή της τελευταίας εικοσαετίας που βεβαίως δεν υπήρχαν στο έργο του Ψαθά».

Για τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη «το ψεύδος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής.Το τι είναι όμως ψέμα στον πολιτικό χώρο εί ναι μια μεγάλη φιλοσοφική κουβέντα στην οποία δεν ανοιχτήκαμε, όπως δεν ανοίχτηκε και ο Ψαθάς στο θεατρικό του. Τα θεμέλια των Ελλήνων είναι οι ψευδαισθήσεις.Ως έθνοςβαυκαλιζόμαστε,είναι δύσκολο να αυτοπαρατηρηθούμε,ιδίως τα τελευταία χρόνια. Γιατί παλιότερα οι Ελληνες, αν και λιγότερο μορφωμένοι, ήταν πιστεύω περισσότερο σκεπτόμενοι.Η γενιά των παππούδων μας ήταν αγράμματη αλλά διανοούμενοι.Σκέφτονταν τη ζωή.Τα τελευταία χρόνιαμε την ευμάρειανομίζω ότι σταματήσαμε να σκεπτόμαστε».

Ηδη από τότε που σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (αποφοίτησε το 1982) ο Μιχαηλίδης είχε πάρει πολύ στα σοβαρά την κωμωδία. «Από τη φύση μου κωμικός δεν είμαι.Λόγω όμως της μεγάλης αγάπης που έχω για την κωμωδία αλλά και της ιδιαιτερότητάς τηςαπό πολύ νωρίς με απασχόλησε ο χώρος του καμπαρέ και του αμφιθεάτρου». Δούλεψε σε αυτούς τους χώρους παράλληλα με το θέατρο. «Η κωμωδία κρύβει μια μεγάλη παγίδα:αν δεν ορίσεις ένα ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθείςεύκολα μπορεί να πέσεις στη χυδαιότητα.Ο λόγος για τον οποίο με τους Αγαμους Θύτες δεν παίζουμε τακτικά είναι αυτός ο φόβος». Οσο για τον φόβο της επανάληψης, «έχει να κάνει με το πόσο συνομιλείς με τον ίδιο τον εαυτό σου.Αν το πρώτο κριτήριό σου είναι να επιβεβαιωθείς,να αρέσεις ή να γεμίσεις την αίθουσα, τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται επικίνδυνα.Πρέπει να μπορείς να αντιστέκεσαι στις επιταγές της αγοράς.Ενας από τους τρόπους είναι να μην παίζεις συχνάώστε να έχεις χρόνο για περισυλλογή αλλά και μεράκι για να το ξανακάνεις».

«Δουλειά της σάτιρας είναι να θέτει ερωτήματα, όχι απαντήσεις» λέει. «Δεν είμαστε καθοδηγητές του έθνους ούτε πολιτικοί αγκιτάτορες.Απλώςμέσα από μερικά ερωτήματαπροσπαθείς να διατυπώσεις την ατμόσφαιρα που βλέπεις γύρω σου. Το κάνεις βέβαια μέσα στο πλαίσιο της ψυχαγωγίας και του χιούμορ,πάντα όμως η καλής ποιότητας κωμωδία έχει και μια πίκρα από κάτω, μια απογοήτευση. Είτε αφορά την ύπαρξή μας είτε τον κοινωνικό μας περίγυρο και την καθημερινότητά μας.Ετσι κι αλλιώς υπάρχουν αιώνια ερωτήματα που ποτέ δεν απαντώνται. Γι΄ αυτό κάνουμε τέχνη.Για να παρηγορηθούμε.Είναι πιο αποτελεσματικό αλλά και πιο θεραπευτικό να σκεφτόμαστε γελώντας».

Η ταινία του Ιεροκλή Μιχαηλίδη «Ζητείται ψεύτης»,με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τους Ζέτα Μακρυπούλια και Οδυσσέα Παπασπηλιώπουλο,προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη σε διανομή Οdeon.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=374630&dt=24/12/2010#ixzz198fsyuVN

  • Ματζάνας Σ., Η ΑΥΓΗ: 26/12/2010

Δεν μπορούμε να μη χαιρετίσουμε με ενθουσιασμό την κυκλοφορία (διόλου συμπτωματικά από την ανεξάρτητη και προσηλωμένη στην ουσία και όχι στις πωλήσεις δισκογραφική εταιρεία Puzzlemusik) μιας αληθινά εξαιρετικής δουλειάς, μιας θεατρικής διασκευής του εμβληματικού έργου του Λιούις Κάρολ «Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων», όπου συνυπάρχουν ο λόγος -αφηγηματικός μα και διαλογικός-, το τραγούδι και η μουσική. Συζητήσαμε την Αγγελική Δαρλάση (επίσης καθόλου συμπτωματικά πολύ γνωστή συγγραφέα παιδικών βιβλίων, με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό της) η οποία είχε την ιδέα και έγραψε τα κείμενα και τους στίχους των τραγουδιών, για τις δυσκολίες, τις προκλήσεις αλλά και τους στόχους του εγχειρήματος, ενώ σε κάποια σημεία που αφορούσαν το μουσικό μέρος του έργου παρενέβη και ο συνθέτης Χρήστος Αλεξόπουλος που το υπογράφει.

* Πάντα είχα την περιέργεια να ρωτήσω συγγραφείς παιδικών βιβλίων, γονείς και οι ίδιοι, παιδιών σε μικρή ηλικία, όπως εσύ, αν αρχίζοντας να γράφεις κάτι έχεις στο μυαλό σου – ή έστω υποσυνείδητα – ότι πρέπει πριν απ’ όλα αυτό να είναι καλό μα και ενδιαφέρον για τα ίδια τα παιδιά σου.

Α.Δ. Ξεκίνησα να γράφω και για παιδιά πριν αποκτήσω δικά μου, επειδή με ενδιαφέρει η παιδική ηλικία, αγαπώ τα παιδιά, τα πιστεύω και θεωρώ ότι το παιδικό βιβλίο είναι ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό είδος, είσαι μόνιμα στην «κόψη». Δυστυχώς, το ταυτίζουμε πολλές φορές με το απλοϊκό ή το πρόχειρο – διαφωνώ κάθετα με αυτό. Ως ενήλικοι μπορεί π.χ. να φάμε πρόχειρο φαγητό, για τα παιδιά όμως μέλημά μας είναι να τρώνε καλομαγειρεμένα, θρεπτικά, νόστιμα, ζεστά φαγητά, τα οποία φυσικά τρώμε κι εμείς ευχάριστα. Τα ίδια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει και η πνευματική τροφή κάθε παιδιού.

 

* Δεν φοβήθηκες να αναμετρηθείς με ένα τόσο κλασικό κείμενο, όπως αυτό του Λιούις Κάρολ; Κάποιος κακόβουλος θα μπορούσε ίσως να μιλήσει ακόμα και για «δημιουργική αυθάδεια»…

Α.Δ. Μα για ποια αναμέτρηση μιλάμε; Και γιατί; Και ειδικά στην μετά και από την μεταμοντέρνα εποχή όπου σκηνοθέτες έχουν «διαλύσει» κλασικά κείμενα! Λατρεύω το συγκεκριμένο βιβλίο, με εμπνέει, και γι’ αυτό θέλησα να ασχοληθώ μαζί του… Από αγάπη και θαυμασμό. Αν δεν πίστευα ότι είναι τόσο καλό, γιατί να ασχοληθώ καν; Θα έγραφα κάτι δικό μου. Εδώ πρόκειται για τη μεταγραφή, τη μεταφορά σε ένα άλλο είδος κι ένα άλλο μέσο, με όλες τις δραματουργικές και τεχνικές ιδιαιτερότητες που αυτό συνεπάγεται.

* Ποιες δυσκολίες, τόσο από πλευράς μορφής όσο και περιεχομένου, παρουσιάζει η διασκευή, προσαρμογή, ή όπως αλλιώς προτιμάς να το ονομάσεις, ενός τέτοιου κειμένου από τα αγγλικά στα ελληνικά, και πώς τις αντιμετώπισες;

Α.Δ. Το κείμενο είναι γεμάτο από ιδιωματισμούς, νεολογισμούς ή και αναφορές σε θέματα της εποχής του που έχουν το …«αμετάφραστο». Από τη στιγμή όμως που δεν έκανα μετάφραση του βιβλίου, δεν στάθηκα εκεί, εφόσον δεν χρειαζόταν. Για εμένα η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν πώς σελίδες διαλόγων θα χωρέσουν σε λίγες γραμμές ή και να γίνουν στίχοι τραγουδιού (όποτε αυτό ήταν δραματουργικά σωστό). Έπρεπε λοιπόν να βρω το «ζουμί» ας πούμε, το πνεύμα του κάθε επεισοδίου. Όμως, έτσι κι αλλιώς, ο θεατρικός λόγος είναι πυκνός κι ευτυχώς το ίδιο ισχύει και για το ύφος μου. Χρειάστηκε παρ’ όλα’ αυτά να αφαιρέσω αρκετά επεισόδια, δεδομένου ότι απευθυνόμαστε σε ακροατές πια και όχι αναγνώστες. Οι συνθήκες πρόσληψης είναι εξ’ ορισμού διαφορετικές και όφειλα να τις λάβω υπ’ όψιν μου. Κατά τα άλλα, προσπάθησα να μείνω όσο πιο πιστή μπορούσα στο αρχικό κείμενο.

* Προέρχεσαι από τον χώρο του θεάτρου και η συγκεκριμένη δουλειά σαφέστατα δεν είναι απλά ένα CD με παιδικά τραγούδια, αλλά έχει την δομή μια παράστασης, θα έλεγα μάλιστα ενός μιούζικαλ. Είναι εύλογο λοιπόν να ρωτήσει κανείς αν είναι μόνο οικονομικοί λόγοι που την έκαναν να καταλήξει να γίνει δίσκος και όχι στη σκηνή.

Α.Δ. Ποιος σου είπε ότι στοίχισε λίγο, συγκριτικά μιλώντας; Ηθοποιοί, μουσικοί, στούντιο… Δεν μιλάμε για μία ακόμη φτηνή ή άρπα κόλα παραγωγή! Ο λόγος που προσωπικά ήθελα να το κάνω, σε αυτή τη μορφή, ήταν επειδή μεγάλωσα ακούγοντας ανάλογες διασκευές στο κρατικό ραδιόφωνο («Ιστορίες θαυμαστών ηρώων») σε κείμενα του Κώστα Δαρλάση και μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Θεωρώ ότι είναι ωραίος τρόπος να φέρεις σ’ επαφή παιδιά μικρότερης ηλικίας με μεγάλα κείμενα. Δεν γίνεται πια κάτι ανάλογο για παιδιά, και μάλιστα στο ραδιόφωνο, καθώς το συγκεκριμένο μέσον αγνοεί επιδεικτικότατα την ύπαρξή των παιδιών. Γιατί λοιπόν όχι ανάλογες διασκευές σε CD;

* Πώς ήταν η μεταξύ σας συνεργασία; Αγγελική, είχες κάποια συγκεκριμένη άποψη ή έστω έδωσες κατευθύνσεις, κυρίως για τη μουσική των τραγουδιών αλλά και συνολικά για την ηχητική επένδυση; Και αντίστοιχα, Χρήστο, πόσο δύσκολο ήταν ή έστω συνιστούσε δημιουργική πρόκληση το να γράψεις τραγούδια επάνω σε στίχους κάποιου άλλου -έστω και αν αυτή ήταν η σύζυγος σου- και όχι δικούς σου, όπως συνέβαινε στις μέχρι τώρα δουλειές σου;

Α.Δ. Τον Χρήστο τον εκτιμώ ιδιαίτερα ως συνεργάτη από την πρώτη δουλειά που κάναμε μαζί, πριν καν γίνουμε ζευγάρι. Και έχω το «θράσος» να πω ότι τον θαυμάζω και λατρεύω τη μουσική του. Δεν του δίνω κατευθύνσεις, απλά είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, αλληλοσυμπληρωνόμαστε και αλληλοεκτιμούμαστε. Τα πράγματα, μετά από τόσες συνεργασίες, κυλούν και προκύπτουν σχεδόν από μόνα τους, μέσα από δημιουργικές συζητήσεις και προβληματισμούς.

Χ.Α. Τα τρία πρώτα albums μου είχαν και τραγούδια σε στίχους άλλων εκτός από τους δικούς μου. Έχω άρα ξανασυνεργαστεί με στιχουργούς και με την Αγγελική, συγκεκριμένα στο «Και Μετά;» του 2003. Επίσης στο πρώτο άλμπουμ είχα μελοποιήσει Σουρή, στο δεύτερο Μουντέ. Είμαι εξοικειωμένος με τη διαδικασία αυτή και είναι ευχάριστη. Σου διευρύνει τους ορίζοντες, σου δίνει ιδέες. Απλά για πρώτη φορά έγινε σε επίπεδο ολόκληρου album.

* Περιγράψτε την δημιουργική διαδικασία που υπήρχε ανάμεσα σας, ιδιαίτερα κατά το γράψιμο των τραγουδιών.

Α.Δ. Διαβάσαμε στα παιδιά το κείμενο και τα βάζαμε να ακούσουν το demo για να δούμε αν λειτουργεί όπως υποθέταμε. Ειδικά μας ενδιέφερε η αντίδρασή τους στα τραγούδια.

X.Α. Ήταν πολύ δημιουργική. Υπήρξε πάρε δώσε και ανατροπές. Η ιδέα ο Ποντικός να τραγουδάει hip-hop ήταν της Αγγελικής. Σε μία περίπτωση, καταλήξαμε να γράψουμε τη μουσική μαζί («Οι Τάρτες») και σε μία άλλη καταλήξαμε να γράψουμε τους στίχους μαζί («Σε Πείσμα Των Καιρών»).

* Ήταν εύκολο να βρεις ηθοποιούς -και ιδιαίτερα φυσικά για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αλίκης- και ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες ως προς τη σκηνοθεσία/διδασκαλία τους; Δεν αισθάνθηκες αλήθεια σε εκείνο το σημείο να σε δεσμεύει το γεγονός ότι δεν είχες στην διάθεση σου την μία από τις δύο διαστάσεις της ερμηνείας ενός ηθοποιού, δηλαδή την οπτική;

X.A. Μα είναι «θέατρο για το ραδιόφωνο» και είναι με τέτοιο τρόπο γραμμένο. Αν το έγραφα για θέατρο θα ήταν σίγουρα διαφορετική η διασκευή. Για το ρόλο της Αλίκης έψαχνα μια νεανική φωνή, κι όταν άκουσα το demo της ενθουσιάστηκα. Δεν με παίδεψε καθόλου η Σάρα Ψάλτη∙ αν και είναι τριτοετής ακόμα σπουδάστρια υποκριτικής σχολής εκτός από ταλαντούχα είναι και πολύ εργατική. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για όλους τους άλλους. Καμία δυσκολία, ίσα ίσα ήταν απολαυστικότατη εμπειρία. Έχει άλλη γοητεία το θέατρο στο ραδιόφωνο και για τους ίδιους τους ηθοποιούς. Άλλωστε μιλάμε για πολύ καλούς κι έμπειρους ηθοποιούς, σωστούς επαγγελματίες, με ήθος και συνέπεια. Ίσως η μόνη δυσκολία ήταν ότι είχαν τόσες καλές ιδέες που ήταν δύσκολο να επιλέξω (ο Άρης Τσαμπαλίκας ως Καπελάς, για παράδειγμα, είχε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές εκδοχές να προτείνει και ήταν και οι τρεις ενδιαφέρουσες!).

* Τέλος, υπάρχουν κάποια μηνύματα, πέραν βέβαια από αυτά που ήδη υπάρχουν στο αυθεντικό κείμενο, τα οποία προσπαθείς να δώσεις στα παιδιά μέσα από αυτή την δουλειά; Και εκτός από την εμπορική της απήχηση που είναι άλλο θέμα, ποιες αντιδράσεις από τα παιδιά, μα ίσως και τους γονείς, θα σε ικανοποιήσουν ως τη βασική δημιουργό της;

Α.Δ. «Παιδί είμαι, δεν είμαι ανόητη! Και τα παιδιά έχουν μυαλό και μπορούν μια χαρά να το χρησιμοποιούν…», που λέει κι η Αλίκη (του Κάρολ μα και η δική μου)! Η μεγαλύτερη ικανοποίηση θα ήταν για εμένα να τους δημιουργηθεί η επιθυμία να διαβάσουν το πρωτότυπο κείμενο. Και φυσικά να μου ζητήσουν να φτιάξω κι άλλο CD!

Σκηνή από το «Γλυκό πουλί της νιότης», που παρουσιάζεται από τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
  • Της Μαρίας Αδαμοπούλου, Η ΑΥΓΗ: 26/12/2010

Όταν η Έφη Θεοδώρου αποφάσισε να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία ήταν ακόμη νεαρή φοιτήτρια. Τότε ένιωσε ότι το θέατρο είναι φως και έτσι μόνο ήθελε να συνδιαλεχθεί μαζί του.

Από τότε πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια. Και η Έφη Θεοδώρου, καλλιτεχνική σύμβουλος στο Εθνικό Θέατρο σήμερα, με αρκετές σκηνοθεσίες στο ενεργητικό της, επιμένει να αναζητά αυτό το φως, μέσα σε έργα και χαρακτήρες, σε παραστάσεις που την συγκινούν γιατί έχουν αναφορές στη καθημερινότητά μας.

Έτσι, ένα χρόνο μετά το ανέβασμα του περίφημου έργου του Πέτερ Βάις Μαρά/Σαντ στη Νέα Σκηνή του Εθνικού, η Έφη Θεοδώρου προτείνει στο κοινό το Γλυκό πουλί της νιότης του Τενεσί Ουίλιαμς, που ανεβαίνει από σήμερα στη Νέα Σκηνή.

Γραμμένο το 1959, το Γλυκό πουλί της νιότης, από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο.

Ο νεαρός και φιλόδοξος Τσανς Γουέιν επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε μαζί με την άλλοτε διάσημη ηθοποιό Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο – σε μια πόλη μεταλλαγμένη, υποταγμένη στους σκληρούς νόμους μιας πραγματικότητας όπου βασιλεύει η βία, το δίκαιο του ισχυροτέρου και ο ρατσισμός. Οι δυο τους, κυριευμένοι από τρόμο μπροστά στον χρόνο που κυλάει αδυσώπητα, βρίσκουν καταφύγιο μέσα από τεχνητούς παραδείσους σε μια απατηλή ζωή που προσδοκούν ότι θα τους χαρίσει η τέχνη και η δόξα. Όμως αυτή η απόδραση τους αφήνει με άδεια χέρια.

Το έργο αναφέρεται στην ελεύθερη πτώση δύο ανθρώπων από το όνειρο στην ωμή πραγματικότητα και η παράσταση υπόσχεται να φωτίσει με ξεχωριστό τρόπο αυτό το κλασικό πια αριστούργημα.

  • Ανακαλύπτοντας τον Τενεσί Ουίλιαμς

Ο Τενεσί Ουίλιαμς δεν ανήκε στους αγαπημένους συγγραφείς της Έφης Θεοδώρου. «Έβλεπα με καχυποψία τα αυτοκαταστροφικά πάθη του», λέει. Η εικόνα της για τον πολυγραφότατο Αμερικανό συγγραφέα άλλαξε όταν είδε τη δουλειά δύο μεγάλων ξένων σκηνοθετών -του Όστερμαγιερ και του Βαλικόφσκι- πάνω στον Ουίλιαμς. «Ένιωσα ότι ήταν ένας Τσέχωφ της Δύσης. Θέλησα να ξαναδιαβάσω το σύνολο του έργου του. Σταμάτησα στο Γλυκό πουλί της νιότης. Πρόκειται για τραγικό θέατρο, για μια σύγχρονη αλληγορία. Οι ήρωές του θέλουν να φτιάξουν μια άλλη ζωή, απατηλή. Κατασκευάζουν έναν ονειρικό κόσμο κι αναμετριούνται με τον χρόνο. Πίσω από αυτή τη θεματική υπάρχει η μεταφυσική αγωνία του θανάτου. Πίστεψα ότι είναι ένα πολύ σύγχρονο έργο».

Στην Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο αναγνώρισε μια γυναίκα αποσυρμένη από την τέχνη της που ασφυκτιά από την έλλειψή της, μια γυναίκα που αναμετριέται με την εικόνα της και τη φθορά του χρόνου. Στον Τσανς Γουέιν, έναν νεαρό άντρα που σπατάλησε τα νιάτα του και την ομορφιά του, που ονειρεύεται τη δόξα αλλά δεν κάνει τίποτα για να την αποκτήσει. «Είναι και οι δύο», λέει η Έφη Θεοδώρου, «απελπισμένοι, προσπαθούν να διασωθούν αλλά δεν τα καταφέρνουν. Γύρω τους η πραγματική ζωή όχι μόνο δεν τους αφορά αλλά δεν τους προσφέρει και τίποτα. Ο Τενεσί Ουίλιαμς εδώ αγγίζει και το θέμα της μοναξιάς. Διαβάζοντας το Γλυκό πουλί της νιότης, θυμήθηκα τον Κολτές που σημείωνε στον Ρομπέρτο Τσούκο: Πεθαίνουμε και γεννιόμαστε μόνοι».

Στο έργο τα πρόσωπα αλληλοσπαράζονται, ασκούν βία ο ένας στον άλλο. Το θέμα της πάλης των δύο φύλων είναι προσφιλές στον Ουίλιαμς. «Όταν το ένα τέρας συναντά το άλλο», σημειώνει η ίδια, «κάποιο από τα δύο πρέπει να υποχωρήσει. Η Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο δηλώνει ότι είναι πιο δυνατή από τη φύση της και ως εκ τούτου ο Τσανς Γουέιν μένει να υποστεί. Τα δύο πρόσωπα αλληλοχρησιμοποιούνται μέχρι να επιβιώσουν. Βέβαια, ο συγγραφέας πιστεύει σε μια ηθική δικαίωση των έργων του, εφόσον η βία εξαγνίζεται στη σκηνή».

Ποιες φράσεις θα χαρακτήριζαν το έργο; «Το Γλυκό πουλί της νιότης χαρακτηρίζεται από την προσωπικότητα των δύο ηρώων του: Η φράση ‘Μήπως η ζωή δεν είναι ένα ξέφρενο όνειρο;’ αντιπροσωπεύει τον Τσανς Γουέιν. Η φράση ‘Δεν μπορείς να αποσυρθείς όταν η καρδιά του καλλιτέχνη σπαράζει μέσα στα νεύρα σου, μέσα στη καρδιά σου’, την Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο».

Τα τελευταία χρόνια την Έφη Θεοδώρου απασχολεί το πολιτικό θέατρο. Πέρσι η επιλογή της να σκηνοθετήσει το περίφημο έργο του Πέτερ Βάις Μαρά/Σαντ δεν ήταν τυχαία. Ο Μαρά είναι ο ηγέτης της Γαλλικής Επανάστασης, που δολοφονήθηκε στην μπανιέρα του από τη Σαρλότ Κορντέ. Και ο Σαντ, ο εξίσου γνωστός σαδιστής μαρκήσιος, στο συγκεκριμένο έργο αναλαμβάνει έναν διαφορετικό ρόλο: του διανοούμενου που συγκρούεται με τον στρατευμένο αριστερό, αμφισβητώντας τη χρησιμότητα της βίας.

Όπως και η ίδια. Άλλωστε ακριβώς κάτω από τα παράθυρα του γραφείου της στο Εθνικό Θέατρο, εκεί, στην Αγίου Κωνσταντίνου, δύο βήματα μόλις από την Ομόνοια κι άλλα τόσα από την πλατεία Κουμουνδούρου, καθημερινά διαδραματίζονται ιστορίες βίας και ρατσισμού, ιστορίες μιας αδιέξοδης πολιτικής για τους μετανάστες.

Η Έφη Θεοδώρου έχει τη δική της εμπειρία να καταθέσει. Και οι αγωνίες της γύρω από το ζήτημα αυτό περισσεύουν.

«Τον περασμένο Ιούνιο – Ιούλιο βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη: καθημερινά, από το πρωί ώς το βράδυ, οι χώροι γύρω από το Εθνικό Θέατρο έγιναν το κέντρο διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών. Φαινόμενο καθόλου άγνωστο, αλλά την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί ακριβώς δίπλα μας. Άνθρωποι χωρίς μοίρα και προοπτική, που έφτασαν στη χώρα μας αναζητώντας ‘καλύτερες μέρες’ εμπορεύονταν ‘τη ζωή και το όνειρο’. Πελάτες τους άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και φυλής, ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά, 16-17 ετών. Η εικόνα αυτής της απελπισμένης ομαδικής παράκρουσης που παρακολουθούσα καθημερινά, αμήχανη και παροπλισμένη, μου γεννούσε ανάμεικτα αισθήματα, θλίψης, ενοχής οργής, καθώς και πολλά ερωτηματικά γύρω από τον ρόλο και τη θέση της τέχνης όταν η ‘πραγματική ζωή’ γύρω ‘κραυγάζει’. Ίσως αυτό να με οδήγησε στην επιλογή αυτού του έργου».

«Πώς κάνεις λοιπόν θέατρο όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ζοφερή γύρω σου;» αναρωτιέται. «Πιθανόν η διέξοδος είναι η τέχνη, όταν αδυνατείς να παρέμβεις…»

  • ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ του Τενεσί Ουίλιαμς. Σκηνοθεσία: Έφη Θεοδώρου. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Ερμηνεύουν: Μαρία Σκουλά, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μάνος Βακούσης, Υβόννη Μαλτέζου, Θεοδώρα Τζήμου, Λένα Παπαληγούρα, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Κώστας Βασαρδάνης, Θέμης Πάνου, Μιχάλης Αφολαγιάν, Γιώργος Τζαβάρας, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Γιωργής Τσουρής. ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ (17/12-30/1).
  • Συζήτηση με τον βουλευτή του ΚΚΕ, ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Καζάκο
G.
«Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για ν’ αλλάξεις: οργή κι υπομονή. Γνώση κι αγανάκτηση. Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά… Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε» (Μπρεχτ).

Τα έργα του Μπρεχτ χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Το 1940-41 ο Μπρεχτ, αυτοεξόριστος στη Φινλανδία, γράφει το έργο «Ο Κύριος Πούντιλα κι ο δούλος του ο Μάττι», βασισμένο σε αφηγήσεις κι ένα σχέδιο για έργο της Φινλανδής ποιήτριας Ελλα Βουολιγιόκι. Ο μεγάλος κομμουνιστής δραματουργός, πάνω στα πρότυπα των επεισοδίων και των παλιών λαϊκών επών, στήνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα ποιητικού λαϊκού πανηγυριού, μια κωμωδία γεμάτη μουσική και χρώματα, προβάλλοντας τις ταξικές σχέσεις και διαφορές μιας κοινωνίας που ζει μέσα στο γαλήνιο τοπίο της φινλανδικής εξοχής.

To διαχρονικό αυτό έργο παρουσιάζεται από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου, ο οποίος ερμηνεύει και τον ρόλο του Πούντιλα.

  • Μπρεχτ και διαλεκτική

«Ο Μπρεχτ» – λέει ο Κώστας Καζάκος – «ήταν μεγάλος δραματουργός και μεγάλος ποιητής, αλλά και φιλόσοφος. Καθώς ήταν εξοπλισμένος με το μεγάλο του όπλο, το επιστημονικό υλικό του ιστορικού υλισμού, ως μεγάλος διαλεκτικός, αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να βρει μια μέθοδο και όπως λέει χαρακτηριστικά σε πολλά έργα του «με το ένα χέρι το γέλιο θα κρατάμε και με το άλλο χέρι με το τσεκούρι θα χτυπάμε». Καταφέρνει να μεταδίδει στο θεατή μεγάλες αλήθειες, με έναν ευθύβολο και καθαρό τρόπο. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα του θεάτρου όπως κάνανε και οι μεγάλοι κλασικοί. Δε φοβάται να αντιμετωπίσει το μελό, τον διδακτισμό, την μπροσούρα, άλλωστε αυτό το βλέπουμε και στους αρχαίους κλασικούς. Γιατί σημασία έχει ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί και ο λόγος για τον οποίο τα χρησιμοποιεί. Για να μπορέσει ο θεατής με όλα τα προβλήματά του, με όλες τις αντιλήψεις του, αγράμματος, κατεστραμμένος, όπου και να βρίσκεται, να κατανοήσει τις απλές αλήθειες, την καθημερινότητά του».

G.

Στο έργο αυτό ο Μπρεχτ, μιλάει για την ιστορία του γαιοκτήμονα Γιόχαν Πούντιλα, ενός «θηρίου προϊστορικού», που χρησιμοποιώντας την πονηριά και το μεθύσι του, κινείται με άνεση ανάμεσα στην αθωότητα και την ωμή χυδαιότητα. Ο Αφέντης Πούντιλα εξουσιάζει ανθρώπους, σχέσεις και καταστάσεις, αποκαλύπτοντας το μεγάλο χάσμα που χωρίζει την ιδιοκτησία από την εργατική τάξη. Αποφασισμένος να διατηρήσει τη δύναμή του, αλλά και να διαχειριστεί τη μοναξιά της ψυχής του, έρχεται αντιμέτωπος με την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που δουλεύουν για αυτόν, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

«Το αιώνιο θέμα του πλούσιου και του φτωχού» – σημειώνει ο Κώστας Καζάκος – «παραμένει πάντα επίκαιρο. Το θέμα του αφέντη και του δούλου. Της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Απ’ όταν φτιάξαμε αυτή την κοινωνία οι άνθρωποι. Και αυτή η κοινωνία στηρίζεται στην πατριαρχία και στην κεφαλαιοκρατία. Με την ατομική ιδιοκτησία και το κεφάλαιο έχουμε πάρει αυτό τον καταραμένο δρόμο. Αυτό είναι ένα θέμα παμπάλαιο όλοι το έχουν χρησιμοποιήσει, αλλά ο Μπρεχτ έχει ένα χαρακτηριστικό λόγω της διαλεκτικής του ικανότητας και του επιστημονικού του εργαλείου έρευνας. Δεν μένει στην κριτική της πραγματικότητας, όπως λέμε για τον κριτικό ρεαλισμό του 18ου και 19ου αιώνα, που έδωσε μεν μεγάλες μορφές και μεγάλα έργα, αλλά τα έργα αυτά δεν δίνουν προοπτική. Ενώ ο Μπρεχτ όντας διαλεκτικός δίνει προοπτική. Λέει ότι αυτά τα δύο φαινόμενα, ο πλούσιος και ο φτωχός δεν μπορεί να μονιάσουν ποτέ. Αφέντης και δούλος δεν γίνονται ποτέ ένα. Είναι δύο ταξικοί εχθροί».

  • Ο δρόμος της επανάστασης

Ο σοφέρ του ο Μάττι, ένας απόλυτα ελεγχόμενος χαρακτήρας είναι, θα έλεγε κανείς, ο ιδανικός υπηρέτης, πιστός και ειλικρινής, που όμως με τη τελική του αναχώρηση, δείχνει το δρόμο για την απελευθέρωση και την επανάσταση. Δίπλα σε αυτόν, εργάτες, υπηρέτριες, γυναίκες του μεροκάματου και της φτώχειας, προσπαθούν να κατανοήσουν άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με πίκρα τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και της θηριώδους εκμετάλλευσης. Ακόμα και η ίδια η κόρη του Πούντιλα, προικισμένη από όλα τα επηρμένα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης, προσπαθεί να εναντιωθεί στην ηγεμονία του πατέρα της, κάνοντας τη δική της μικρή επανάσταση μέσα από τον παράφορο ενθουσιασμό της νεότητάς της. Οι καλές προθέσεις της, όμως, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το ταξικό της σύνορο. Ιστορίες βασισμένες στα λαϊκά αναγνώσματα ενός λαού, που μέσα από το χιούμορ, τη συγκίνηση, τη σκληρότητα και το λυρισμό, αναδεικνύουν την καθολικότητά και τη διαχρονικότητά τους…

G.

«Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του Μπρεχτ» – συνεχίζει ο Κώστας Καζάκος. «Αποκαλύπτει αυτές τις μικρές καθημερινές αλήθειες που είναι γύρω μας, αλλά δεν μπορούμε να τις δούμε γιατί είμαστε πνιγμένοι, αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι. Αυτός τις αποκαλύπτει με έναν τρόπο πολύ άμεσο και λαϊκό και επιπλέον όλα αυτά που λέμε ντυμένα με ακριβή ποίηση. Κριτικάρει την άγνοια, την υποταγή, το φόβο όλο αυτό το πλέγμα που κάθεται πάνω στον άνθρωπο και τον κάνει να μην αντιδρά να συνηθίζει και να νομίζει ότι είναι από θεού, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, ενώ αν προσέξει θα καταλάβει ότι είναι και άχρηστο και περιττό και ότι μπορεί να ζήσει κάλλιστα χωρίς αφεντικό ενώ εκείνος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τους δούλους. Το ταξικό μίσος είναι στην οξύτερη μορφή του. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Πρέπει να αγανακτήσουν, να σιχαθούν πρώτα τον εαυτό τους με την ιδιότητα του δούλου και να γυρίσουν την πλάτη στον αφέντη τους. Οπως λέει και στο έργο «είναι η ώρα να πάρουμε τις στράτες και να τους γυρίσουμε την πλάτη»».

Η αντιφατική προβληματική της ζωηρής προσωπικότητας του γαιοκτήμονα Πούντιλα, που γίνεται ανθρώπινος μόνο όταν μεθάει, πλάθοντας έτσι το άλλοθι των συνειδητών του πράξεων που είναι σκληρές και απάνθρωπες, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το δούλο του Μάττι που παλεύει ανάμεσα στη λογική και το αίσθημα συμπάθειας για το αφεντικό του.

«Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί μεν τον δούλο και τον αφέντη» – επισημαίνει ο Κώστας Καζάκος – «παλιό θεατρικό εύρημα που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς δραματουργούς σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, δύο αλληλοσυντηρούμενοι χαρακτήρες δηλαδή, αλλά τους χρησιμοπιεί ανατρεπτικά. Δεν είναι αλληλοσυντηρούμενοι. Είναι δύο εχθροί που οι συνθήκες τους επιβάλουν να είναι μαζί, αλλά που οφείλουν να χωρίσουν τα τσανάκια τους. Τον βάζει όταν είναι μεθυσμένος να γίνεται ανθρώπινος που είναι επίσης παλιό εύρημα. Λέγεται, μάλιστα, ότι το πήρε – όταν ζούσε στην Αμερική και γνώρισε τον Τσάπλιν – από το έργο του Σαρλό «τα Φώρα της πόλης», που το αφεντικό πίνει και μεθάει και καλοδέχεται τον δούλο αλλά το πρωί ξεμέθυστος τον πετάει έξω με τις κλωτσιές. Ο Μπρεχτ βέβαια στο συγκεκριμένο έργο χρησιμοποιεί τον Πούντιλα με τρόπο που ακόμη κι όταν είναι μεθυσμένος να υπηρετεί τα συμφέροντά του. Μεθάει και γίνεται ανθρώπινος μόνο και μόνο για να ξεγελάει τα θύματα, για να μπορεί να εκτονώνει τις αντιδράσεις. Και το λένε οι γυναίκες, όταν τις κυνηγάει. «Είδες πώς την πατάμε, είμαστε πάντα τα θύματα, μας κοροϊδεύουν» λέει η μία. «Ναι» – λέει η άλλη «γιατί παίρνουν ανθρώπινη μορφή είναι σαν κι εμάς και την πατάμε. Αν είχαν την όψη του λύκου ή της οχιάς θα ξέραμε να αμυνθούμε». Πόσες φορές δεν ακούμε σήμερα βιομήχανους να λένε εγώ είμαι πιο κομμουνιστής, εγώ με τους εργάτες μου, είμαι καλός. Γιατί έτσι εκτονώνουν τις καταστάσεις. Ξέρει ότι μόνο με την όψη του λύκου δεν μπορεί να επιβιώσει και χρησιμοποιεί τις δύο όψεις για να επιβιώσει. Μπορεί στο πρόσωπο του Πούντιλα να αναγνωρίζουμε πολλά πολλά πρόσωπα, αλλά ουσιαστικά είναι το ίδιο το σύστημα. Αυτά που γίνονται σήμερα, αυτά τα δήθεν ανατρεπτικά του ΠΑΣΟΚ, υπουργείο προστασίας του πολίτη, οι κοινωνικοί εταίροι, ΓΣΕΕ και ΣΕΒ στο ίδιο τραπέζι, είναι το πρόσωπο το διχασμένο που λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και χάνει ο κόσμος τον μπούσουλα. Ο Μπρεχτ δείχνει τον τρόπο και χαίρομαι που βλέπω το κοινό να γεμίζει το θέατρο και να ενθουσιάζεται».

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ο Κώστας Καζάκος λέει: «Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αυτός ο μεγάλος διαλεκτικός του θεάτρου, ο ποιητής και φιλόσοφος, που μας ήρθε από τα Μαύρα Δάση, για να μας ταξιδέψει μέσα στους λαβύρινθους της καθημερινότητας και με τη φωτεινή του ματιά, να μας αποκαλύψει όλες τις μικρές και μεγάλες αλήθειες, που βρίσκονται παντού κρυμμένες γύρω μας, και που εμείς, πνιγμένοι σε μια κουταλιά νερό, δεν μπορούμε να τις δούμε. Με το ένα του χέρι σκορπάει απλόχερα το γέλιο και ξορκίζει τις αρρώστιες των «φτωχών και των ταπεινών», την άγνοια, την αδιαφορία, τον ατομικισμό, τη συνήθεια, την υποταγή και με το άλλο χέρι κρατάει κοφτερό τσεκούρι και αποκεφαλίζει χωρίς έλεος το ανθρωποφάγο θεριό της πλουτοκρατίας. Νομίζεις ότι ακούς τον παλιό εκείνο Διδάσκαλο, που έλεγε στη φτωχολογιά ότι είναι πιο εύκολο να περάσει η κάμηλος από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος από την πόρτα του παραδείσου. Μαζευτήκαμε λοιπόν πενήντα τόσοι νοματαίοι και αγωνιζόμαστε μέρες και νύχτες, σε πολύ σκληρές συνθήκες, προσπαθώντας να γαληνέψουμε στη σκηνή το σωτήριο λόγο του Μπρεχτ. Θέλουμε να δείξουμε και εμείς ότι γνοιαζόμαστε και δεν αδιαφορούμε. Θέλω να σας πω επίσης πως αυτό που έχουμε πετύχει στο ΚΘΒΕ οφείλεται στους εργαζόμενους εκεί. Είναι συγκινητικοί οι ηθοποιοί. Εχουν ενθουσιασμό, ευαισθησία, ικανότητες. Είναι εκπαιδευμένοι στη μουσική και στο χορό και με υποκριτική ικανότητα. Εξαιρετικό υλικό, εξαιρετικοί συνάδελφοι».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Παρασκευή 24 Δεκέμβρη 2010 – Κυριακή 26 Δεκέμβρη 2010
  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νίκος Καραθάνος σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή τού Εθνικού Θεάτρου το αριστούργημα του Εντμόν Ροστάν «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» κρατώντας ο ίδιος τον ομώνυμο σπουδαίο ρόλο. Η λέξη που επαναλαμβάνει διαρκώς και με έμφαση είναι μια μετοχή: «ρισκάροντας».

Είκοσι ένας... νοματαίοι στον «Σιρανό» κάνουν «όλα αυτά που δεν μπορούμε. Τα πάντα! Χορεύουμε, τραγουδάμε... Είμαστε ο εαυτός μας»,  λέει ο Ν. Καραθάνος

Είκοσι ένας… νοματαίοι στον «Σιρανό» κάνουν «όλα αυτά που δεν μπορούμε. Τα πάντα! Χορεύουμε, τραγουδάμε… Είμαστε ο εαυτός μας», λέει ο Ν. Καραθάνος «Εχω προβληματιστεί πολύ αν πρέπει η πολιτική σου θέση και αντίδραση να διοχετεύεται μες στις παραστάσεις», λέει. «Με το καλλιτεχνικό έργο σου αντιδράς σε ένα καταστημένο; Δεν το πιστεύω καθόλου. Ανεβάσαμε το «Σιρανό» εκθέτοντας εγώ και οι συνάδελφοί μου τον εαυτό μας δημόσια. Θέλοντας πρώτα απ’ όλα να δείξουμε ποιοι είμαστε εμείς. Δηλαδή, παίζουμε ένα κλασικό κείμενο όντας ο ίδιος ο εαυτός μας».

– Οταν λέτε ότι είστε ο εαυτός σας, πώς το εννοείτε;

«Να είσαι το τρυφερό σου βάθος και όχι το κακομαθημένο σου Εγώ, όπως λέει ο Ράμφος. Μια μικρή προσπάθεια γίνεται για να χτυπήσεις τον εγωισμό μέσα σου. Αυτό είναι από μόνο του κάτι πολιτικό. Ξεκινώ, δηλαδή, κάνοντας πρώτα κάτι για μένα, που μπορεί μετά να αφορά και τους άλλους. Οπότε θα δείτε τον Νίκο, εμένα, που κάνει τον Σιρανό, τη Λένα (Κιτσοπούλου) που κάνει τη Ρωξάνη, τον Αγγελο (Παπαδημητρίου) που κάνει τον Ντε Γκις. Είμαστε εμείς που διατρέχουμε μια ιστορία».

– Μια πασίγνωστη ιστορία αγάπης και ποίησης, που σήμερα όμως, με όσα συμβαίνουν γύρω μας, αναρωτιέμαι αν όντως μάς αφορά.

«Μας αφορά; Τι είναι αυτά τα γούστα; Με αφορά! Ηρεμήστε, παιδιά! Αφήστε τα έργα αυτά να είναι αυτά που είναι και κοιτάξτε εμάς. Κάτι που διασώζεται στο χρόνο και φτάνει χέρι με χέρι σε εμάς, σίγουρα κάτι έχει».

– Τι έχει ο «Σιρανό», λοιπόν;

«Είναι ένα σπουδαίο έργο. Ενα επικό έργο. Είναι η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής σε 15σύλλαβο. Ενα ποίημα γεμάτο δράση, έρωτα, θάνατο, τα πάντα. Ο,τι έχει και η ζωή μας. Γι’ αυτό αντέχει και αρέσει».

– Εχει και πολιτική.

«Αλίμονο! Εχει ένα μονόλογο ο Σιρανό, έναν φοβερό καταπέλτη για το πώς θέλει να ζήσει. Τα κλοτσάει όλα. Και λέει «να ανέβω μόνος», «να μη χρωστώ τίποτα σε κανένα». Το έργο εμπεριέχει την έννοια της αρετής του άνδρα και της γυναίκας, το πώς θέλουν να ζήσουν. Κάτι που έχουν τα παλιά έργα, εκεί οι ήρωες διάλεγαν. Ολη η ιστορία, όλος ο αγώνας ήτανε «πώς θέλω να ζήσω». Σήμερα είμαστε μικρότεροι απ’ αυτό. Δεν διαλέγουμε πλέον πώς θέλουμε να ζήσουμε. Μεγάλωσα με ιστορίες ανθρώπων που ήταν ένα βιβλίο, ένα έργο ολόκληρο. Μη ρωτάτε, επομένως, αν μας αφορά το έργο ή όχι σήμερα».

– Πώς συστήνετε τον ήρωα με το μεγάλο… ελάττωμα, ένα δεινό στιχοπλόκο και γενναίο ιππότη;

«Ως έναν υπέροχο άνθρωπο με μεγάλη καρδιά. Αν μπορούσε, θα την είχε έξω από το σώμα την καρδιά. Στην περίπτωσή του λες: «τι χαρακτήρας!». Βλέποντάς τον ολόγυμνο, πώς σκέφτεται, πώς μιλά, πώς χρησιμοποιεί το πνεύμα και την καρδιά του. Σπάνιο πράγμα. Και στέκεσαι «προσοχή» μπροστά στο καθαρό αυτό πνεύμα. Κάπου έχει θαφτεί στην καθημερινή ζωή μας αυτός ο άνθρωπος. Κάνουμε κι εμείς ό,τι κάνουμε, μπας και βλαστήσει κανένας!».

– Η παράστασή σας πού οδηγεί το έργο;

«Είμαστε 21 νοματαίοι στη σκηνή, έχοντας πάρει πολλά ρίσκα. Οι μισοί ηθοποιοί παίζουν μουσική και φτιάχνουν μια ορχήστρα. Δεν ήξεραν μουσική αλλά έμαθαν. Κάνουμε όλα αυτά που δεν μπορούμε. Χορεύουμε, τραγουδάμε. Κάνουμε τα πάντα. Πολύ απλά και ονειρικά και εντελώς δικά μας είναι όλα».

– Αισθάνεστε να προχωράτε στο θέμα της σκηνοθεσίας, με τον Ροστάν;

«Οχι. Αυτά είναι για αργότερα. Τώρα προχωράω στο θέμα συνεργασία. Είναι μεγάλο στοίχημα το να συνεννοηθείς με τόσους ανθρώπους. Ενα μεγάλο στοίχημα είναι και η ίδια η παράσταση. Εμπεριέχει μια τρομερή περιέργεια: πώς θα «ακουμπάει» στο κοινό ώστε να είναι κάτι ζωντανό. Δεν κάνουμε κάτι ούτε τόσο αυστηρά αισθητικό ούτε ελεγμένο επαγγελματικά, για να έχουμε εξασφαλισμένη επιτυχία. Ρισκάρουμε».

– Πώς βιώνετε την κρίση;

«Οπως όλοι. Σαν ένας απλός άνθρωπος. Και όπως κάθε συμπολίτης μου, την έχω αισθανθεί και στην τσέπη. Και από το στάδιο της οργής κατέληξα στο φόβο».

– Τι φοβάστε;

«Το ότι απλώς φοβάμαι και δεν ρίχνω κλοτσιά. Σαν κάποιος να μας έβαλε τις φωνές και καθόμαστε και τον ακούμε στη γωνίτσα φοβισμένοι. Ζηλεύεις τους Ιρλανδούς, που φωνάζουν «έξω». Ζηλεύεις τους νέους στην Αγγλία που θέλουν να τα αλλάξουν όλα. Να δώσουμε ξύλο! Υγεία είναι! Οπως και οι γονείς μας, που όταν ήμασταν μικροί τσακώνονταν κι έπεφτε και ξύλο. Κι όμως, αγαπιούνταν και θέλανε να ζούνε μαζί».

– Πιστεύετε ότι θα βγούμε σύντομα απ’ την κρίση;

«Οχι. Το τούνελ είμαστε εμείς. Είμαστε μια μικρή χώρα, όπου αυτοί που έκλεψαν είναι ανάμεσά μας. Είναι συγγενείς μας, που κάθονται και ζουν πάνω στα κλεμμένα. Ισως οι νεότεροι αλλάξουν τα πράγματα με έναν τρόπο που δεν φανταζόμαστε. Δεν πιστεύω στα προγράμματα και τα μνημόνια. Ζωή είναι. Με τρόικες και μνημόνια δεν υπάρχει περίπτωση να πας μπροστά ως χώρα». *

info: Μετάφραση Λουίζας Μητσάκου, μουσική Κορνήλιου Σελαμσή, σκηνικά- κοστούμια Ελλης Παπαγεωργακοπούλου. Παίζουν: Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Χρήστος Λούλης, Κοσμάς Φοντούκης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Τζίνα Θλιβέρη, Γιάννης Κότσιφας, Αγορίτσα Οικονόμου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη κ.ά.

«Πρέπει να αφήνουμε χώρο στους νεότερους» λέει χααρκτηριστικάς η καταξιωμένη ηθοποιός.
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΧΑΪΔΩ ΣΚΑΝΔΥΛΑ, Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Μία επιβλητική και συνάμα γοητευτική παρουσία τόσο επί σκηνής όσο και διά ζώσης, η Αλεξάνδρα Λαδικού έχει διαγράψει μία πορεία στο θέατρο και στον κινηματογράφο που πολλοί θα ζήλευαν. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε σε πολλές παραστάσεις -με πιο πρόσφατη αυτήν του ΚΘΒΕ πριν από τρία χρόνια. Επιστρέφει, λοιπόν, αυτές τις μέρες στην πόλη που θεωρεί δική της, όπως εκμυστηρεύτηκε στον «ΑτΚ», με μία παράσταση που έμελλε να είναι και η τελευταία σκηνοθετική δουλειά για το σπουδαίο θεατράνθρωπο Ανδρέα Βουτσινά. Ο λόγος για το έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν», το οποίο κάνει πρεμιέρα την ημέρα των Χριστουγέννων στο «Αριστοτέλειον». Η υπόθεση του έργου αφορά μία δυναμική γυναίκα, με μυστικά από το παρελθόν και με μία κόρη με την οποία έρχεται σε σύγκρουση. Η διακεκριμένη ηθοποιός μας μίλησε για τη διαχρονικότητα του έργου, την ανάγκη οι μεγαλύτεροι να κάνουν χώρο στη νέα γενιά, αλλά και το «γλυκό της Ανδρέα», όπως τον αποκαλεί.

Η ηλικία του έργου «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» ξεπερνά τον αιώνα, κι όμως συνεχίζει να παίζεται και να συγκινεί. Ποιο είναι το στοιχείο που εγγυάται τη διαχρονικότητα ενός έργου;

Το έργο έχει πολλές αναγνώσεις. Εχει γραφτεί το 1893 κι όμως διαπραγματεύεται ζητήματα τόσο σύγχρονα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τότε είχε λογοκριθεί και χρειάστηκαν να περάσουν 15 χρόνια προκειμένου να ανεβεί για πρώτη φορά στο «σανίδι». Πρόκειται για μία καταγγελία της ηθικής παρακμής και της διαφθοράς, που ο συγγραφέας του έβλεπε γύρω του εκείνη την εποχή, και φυσικά δε λείπει ούτε από την εποχή μας. Η κυρία Γουόρεν κρύβει από την κόρη της την αλήθεια για το πώς απέκτησε περιουσία και κατέληξε να γίνει μία πλούσια και ισχυρή γυναίκα. Η Βιβή, η κόρη της, την οποία υποδύεται η Βάσια Παναγοπούλου, συγκρούεται μαζί της, καθώς καταλαβαίνει ότι η επιχείρηση με τους οίκους ανοχής που είχε στήσει η μητέρα της συνεχίζει να υφίσταται. Η λατρεία του χρήματος αλλά και η κοινωνική υποκρισία στηλιτεύονται στην παράσταση.

Το χάσμα των γενεών είναι κάτι που θίγεται στο έργο;

Ναι, φυσικά. Ο χώρος και ο χρόνος είναι δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Μπορεί να φαίνονται άσχετες μεταξύ τους, αλλά δεν είναι. Κάθε εξέλιξη, ακόμη και η πιο απλή, τεχνολογική, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Αλίμονο αν δεν υπήρχε το χάσμα των γενεών. Γενικότερα, πιστεύω ότι όλοι μας οφείλουμε να κάνουμε χώρο στη νέα γενιά. Κι όμως, πολλοί από εμάς δεν το κάνουμε. Και αναφέρομαι σε όλα τα επαγγέλματα, όχι μόνο στους ηθοποιούς.

Πάντως, στην παράστασή σας υπάρχει… εκπροσώπηση από κάθε γενιά. Ετσι δεν είναι;

Ναι και πραγματικά περνάμε πολύ όμορφα. Συνεννοούμαστε μεταξύ μας και πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό. Δεν πρόκειται, φυσικά, για την πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε με τη Βάσια. Είχαμε συναντηθεί σε μία παράσταση του ΚΘΒΕ και από την πρώτη στιγμή εκτίμησε πολύ η μία την άλλη. Νομίζω ότι και οι δυο μας έχουμε αυτήν τη γενναιοδωρία του να αφήνουμε χώρο στον άλλον και να μην ανταγωνιζόμαστε τη συνάδελφο εις βάρος της συνολικής δουλειάς.

Μυστικά και ψέματα. Αυτά κατατρέχουν την κ. Γουόρεν. Πόσο αναπόφευκτα είναι στη ζωή μας;

Σε όλους μας συμβαίνουν άσχημα πράγματα στη ζωή. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό. Ομως το πώς χειριζόμαστε μία δυσάρεστη ή μία τραγική, ακόμη, κατάσταση αυτό είναι στο χέρι μας. Να μπορείς να δεις κατάματα την αλήθεια, αυτό είναι το ζητούμενο.

  • Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ

Κάθε βράδυ που έφευγε από το θέατρο, θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο μου έλεγε «Καληνύχτα, Αλεξάνδρα μου». Με μια λατρεία… Αυτό θυμάμαι τόσο έντονα τώρα, αυτήν τη λατρεία. Είναι αυτό που έχει «γράψει» πιο έντονα στην ψυχή μου από αυτήν την τελευταία περίοδο της ζωής του.

Εχουμε συνεργαστεί πάρα πολλές φορές με τον Βουτσινά. Από τη δεκαετία του ’80, που γνωριστήκαμε, έως και λίγο πριν φύγει. «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» είναι το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Μ’ αυτήν την έννοια, λοιπόν, πρόκειται για μία παράσταση αφιερωμένη στη μνήμη του.

Ηταν πολύ βαριά άρρωστος, όμως είχε τέτοια ψυχική δύναμη! Το τελευταίο χρονικό διάστημα της αρρώστιας του αφιέρωνε περισσότερο καιρό στη σύνθεση. Χρειαζόταν ο ίδιος πολύ περισσότερο χρόνο για να αισθανθεί ασφαλής με το αποτέλεσμα, εξαιτίας της έλλειψης δυνάμεων. Ομως ήταν τόσο ευσυνείδητος, που ήθελε να είναι βέβαιος για την παράσταση και σκεφτόταν πολύ τις διάφορες σκηνικές λύσεις που πρότεινε.

Σκορπίσαμε -ο γιος του, ο Μάριος, δηλαδή, απλώς ήμουν κι εγώ μαζί τους- τη στάχτη του πάνω από την Επίδαυρο, όπως ήταν και η τελευταία του επιθυμία. Ομως, πιστεύω ότι το έργο του και η μνήμη του συνεχίζουν να ζουν και να μεταδίδονται στις επόμενες γενιές μέσα από το γιο του, τις παραστάσεις που ανεβαίνουν στη θεατρική σκηνή που φέρει το όνομά του στην Αθήνα και τη Σχολή Θεάτρου «Ανδρέας Βουτσινάς» στη Θεσσαλονίκη.

Μαζί με τον Δ. Κατρανίδη παίζει η Χρύσα Παπά στο έργο του Ουίλιαμ Γκίμπσον.
  • συνέντευξη στη Χάιδω Σκανδύλα
  • Δευτέρα, 20 Δεκεμβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ|ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Μιλά με αργό, συγκροτημένο και σίγουρο τρόπο. Με αντίστοιχα συγκροτημένα και και σίγουρα βήματα χάραξε την πορεία του στο θέατρο. Κι αν έχει γοητεύσει μέσα από τον τηλεοπτικό ρόλο του ισχυρού του Πέτρου Ρούσσου, ο Δάνης Κατρανίδης παραμένει ένας άνθρωπος ταγμένος στο θέατρο. Αυτήν τη σεζόν μας προσκαλεί στο «Παιχνίδι της μοναξιάς» του Ουίλιαμ Γκίμπσον, μία ερωτική ιστορία τόσο πραγματική που θα μπορούσε να είναι η δική μας…

Αν δεν κάνω λάθος δεν είναι η πρώτη σας αναμέτρηση με αυτό το κείμενο. Τι σας έκανε να επιστρέψετε λοιπόν σε αυτό;

Μερικές φορές αισθάνεσαι την ανάγκη να επιστρέψεις σε ένα θεατρικό έργο με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει αυτό στις ανθρώπινες σχέσεις – έχεις την ανάγκη να αποδείξεις στον εαυτό σου και στον άλλον ότι αξίζει να δοθεί μία συνέχεια. «Το παιχνίδι της μοναξιάς» πραγματεύεται το θέμα των ανθρώπινων σχέσεων. Μπορεί να αλλάζουν οι οικονομικές ή ακόμη οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουμε να έχουμε τις ίδιες ανάγκες. Ο καθένας μας θέλει να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του μέσα από την ύπαρξη του άλλου, έχει την ανάγκη να αγαπάει και να αγαπιέται

Στη συγκεκριμένη παράσταση συνεργάζομαι με τη Χρύσα Παπά, μία ηθοποιό που γνώρισα στα γυρίσματα της σειράς «Τα μυστικά της Εδέμ». Είχαμε τόσο καλή σχέση, αναπτύχθηκε μεταξύ μας τέτοια χημεία που θελήσαμε να προχωρήσουμε αυτήν τη συνεργασία. Από την άλλη, εγώ είχα ξαναπαίξει το συγκεκριμένο ρόλο στο παρελθόν. Όμως αυτήν η παράσταση είναι δοσμένη μέσα από τη δική μου ματιά, καθώς έχω κάνει την απόδοση του κειμένου και τη σκηνοθεσία. Κουβαλάει λοιπόν, τις δικές μου εμπειρίες, σκέψεις, προβληματισμούς, τρόπους θεώρησης των πραγμάτων. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα τελείως διαφορετικό έργο, πιο σύγχρονο, πιο άγριο.

Το έργο αφηγείται μία ιστορίας πάλης ανάμεσα στα δύο φύλα;

Δεν υπάρχει καμία πάλη. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα είναι αυτές που κάνουν και πιο ενδιαφέρουσα τη συνάντηση τους, έτσι δεν είναι; Ο χαρακτήρας που υποδύομαι στο έργο είναι ένας εσωστρεφής, λιγότερο εκδηλωτικός άνδρας που θέλει να δείξει ότι μπορεί να προσφέρει, ότι είναι δυνατός. Η γυναίκα είναι πιο γενναιόδωρη, δεν τη νοιάζει τι θα κερδίσει και τι θα χάσει, εκφράζεται, λέει αυτό που νιώθει, προσφέρει στη σχέση. Μαθαίνει σιγά σιγά μέσα από αυτήν να ζητάει, να διεκδικεί. Όταν οι ανάγκες του ενός έρχονται να συμπληρώσουν τις ανάγκες του άλλου, οι άνθρωποι μένουν μαζί

Και ο κόσμος – το κοινό – από την πλευρά του αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτό το ζευγάρι…

Ξέρεις, κάθε μέρα μετά την παράσταση, έρχονται και μας βρίσκουν ζευγάρια ή παρέες από 15-16 ετών έως 75 ετών ή ό,τι ηλικία μπορείτε να βάλετε με το νου σας, που μας λένε συγκινημένοι αυτό ακριβώς: ότι είδαν τη ζωή τους, τον εαυτό τους, τον σύντροφο τους στη σκηνή. Είναι από τις παραστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις κάποιος χωρίς να έχει δει κάτι από τον εαυτό του και τη ζωή του πάνω στο σανίδι. Το φινάλε του έργου γίνεται η αρχή του έργου της ζωής του θεατή.

 

Ερωτευόμαστε επειδή φοβόμαστε τη μοναξιά ή συμβιβαζόμαστε σε κάτι λιγότερο από έρωτα επειδή φοβόμαστε τη μοναξιά;

Ο έρωτας είναι η «τιμωρία» μας που δεν μπορούμε να ζούμε μόνοι. Ο έρωτας είναι, όμως, και αναζωογονητικός. Κανείς δεν μπορεί να κλείσει την πόρτα του σε αυτόν.

Εσείς φοβάστε τη μοναξιά

Όχι βέβαια, δε χρειάστηκε ποτέ. Κι όσες φορές έχει χρειαστεί, μέσα από τη μοναχικότητα μου συναντώ και γνωρίζω καλύτερα τον ίδιο τον εαυτό μου.

Πόσο δύσκολος, προκλητικός ή απελευθερωτικός ενδεχομένως είναι ο διπλός ρόλος της σκηνοθεσίας και της ηθοποιίας για έναν καλλιτέχνη;

Επικίνδυνη ισορροπία. Απαιτεί γνώση, ετοιμότητα και γενναιοδωρία, με την έννοια ότι δεν πρέπει να ξεχνάς πότε είσαι σκηνοθέτης και πότε είσαι ηθοποιός. Δεν πρέπει να χάσεις την αίσθηση του μέτρου. Μπορεί να αισθάνεσαι έτοιμος και ικανός να σκηνοθετήσεις ένα έργο, ενώ για κάποιο άλλο η σκηνοθεσία να λειτουργεί πάνω σου διαλυτικά, και να μην μπορείς να διατηρήσεις την απαραίτητη ισορροπία. Ο ηθοποιός δεν πρέπει να παρασύρεται από τη διάθεση της βραδιάς.

Το κοινό μπορεί να παρασύρει τον ηθοποιό;

Όχι, δεν πρέπει να τον παρασύρει. Ο ηθοποιός πρέπει να παρασύρει τον ηθοποιό όχι το αντίστροφο. Αν κάνεις τα χατίρια του κοινού, έχεις χάσει το ρόλο και γίνεσαι γελωτοποιός. Γίνεται αρένα πια η σκηνή. Αποδομείται ο ηθοποιός, απαξιώνεται η σχέση με το κοινό.

INFO Ο Δάνης Κατρανίδης και η Χρύσα Παπά πρωταγωνιστούν στη παράσταση «Το παιχνίδι της μοναξιάς» που φιλοξενείται στο θέατρο «Εγνατία» (Πατρ. Ιωακείμ 1, πίσω από τον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας, τηλ. 2310/225.172)