Αρχείο για 7 Νοεμβρίου, 2010

  • Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός πιστεύει ότι η αναγέννηση του θεάτρου θα συμβεί αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία
    • Συνέντευξη στη Γιωτα Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Nοεμβρίου 2010

    H πίεση δεν είναι κάτι που ενοχλεί τον Στάθη Λιβαθινό. Εχει μάθει άλλωστε από τα χρόνια των σπουδών του στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας (1984–1990) πως η δουλειά στο θέατρο δεν έχει ούτε ελαστικά ωράρια ούτε ατέλειωτους καφέδες. Με σκληρή δουλειά διακρίθηκε στα πρώτα του βήματα με το βραβείο Κριτικών Μόσχας για την παράσταση «Οι Ρόζενγκραντς και Γκίλντενστερν πέθαναν» στο Θέατρο Μαγιακόφσκι, αργότερα, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού όπου έφερε άλλον αέρα, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο όπου κινείται τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που άλλαξε αυτές τις δυο δεκαετίες είναι το πείσμα του που μεγάλωσε, όπως και το πάθος του για τη δημιουργία σχολής σκηνοθεσίας. Mε αυτό ανοίγει τη συζήτηση, αν και αφορμή γι’ αυτήν είναι η πενταπλή του παρουσία φέτος. «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα, που παρουσιάζει στο θέατρο Κεφαλληνίας η Μπέττυ Αρβανίτη, και o «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ που θα ανέβει τον νέο χρόνο στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Aυτές είναι οι καινούργιες παραγωγές, ενώ ο επιτυχημένος «Βασιλιάς Ληρ» με τον Νικήτα Τσακίρογλου, που παίζεται στο «Παλλάς», το «Κτήνος στο φεγγάρι» στο «Πορεία» και η εναλλακτική του «Κάρμεν», που θα δούμε στο «Κάππα», είναι επαναλήψεις.

    – Από το 2007, οπότε τελείωσε ο κύκλος με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και βγήκατε στην ελεύθερη αγορά, πώς νιώθετε;

    – Κρινόμαστε από την παιδεία μας και όχι από τις αγορές. Επειδή προέρχομαι από ένα μέρος που τα σημαντικότερα πράγματα έβγαιναν από το ινστιτούτο και όχι την αγορά, γνωρίζω καλά τι πλούτος θα εμφανιστεί στα καλλιτεχνικά μας αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία, που τώρα είναι η χειρότερη. Είναι κακό να επαίρεται κανείς για τον πολιτισμό του, όταν οι γείτονές μας, όπως τα Σκόπια, έχουν ακαδημία τετραετούς φοιτήσεως και σχολή σκηνοθεσίας. Eμείς αρκούμαστε στην εμπειρική παιδεία.

    – Τελικά το θέατρο στην Ελλάδα ανθεί όπως ισχυρίζονται κάποιοι ή πρόκειται περί μιας ποσοτικής παρεξήγησης;

    – Ανθεί η παραγωγή παραστάσεων, το ελληνικό δαιμόνιο, τα αναξιοποίητα νέα, το πείσμα των γηραιότερων. Ομως, νέα παιδιά δεν σημαίνει πάντα ταλαντούχα παιδιά. Eίναι η καινούργια παρεξήγηση. Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος το είπε πολύ σοφά: «Νέος καλλιτέχνης δεν είναι επάγγελμα». Είναι καλό να υπάρχουν νέα ταλέντα, αλλά το ζητούμενο στην τέχνη είναι τι θα προσφέρουν όταν ωριμάσουν και πώς θα εξελιχθούν.

    – Εχουμε ταλέντα;

    – Είμαστε χώρα που καταπίνει και φθείρει ανεκπαίδευτα ταλέντα. Δείτε πώς ξεκινούν και μετά πώς τελειώνουν.

    • Για όλα τα γούστα

    – Τη θεατρική μας εικόνα τη χαρακτηρίζουν περίπου 700 ηθοποιοί που βγαίνουν ετησίως από τις σχολές, περισσότερες από 400 παραστάσεις σε χώρους για όλα τα γούστα: από λεωφορεία, τουαλέτες και αποθήκες μέχρι γκαρσονιέρες, που είναι το καινούργιο εύρημα. Θα βγει κάτι απ’ όλα αυτά;

    – Θα βγουν στην επιφάνεια προσωρινά πολλές ταλαντούχες προτάσεις, ενδιαφέροντες αναξιοποίητοι άνθρωποι, οι οποίοι θα θέλουν κάπου να ενταχθούν γιατί το θέατρο είναι επάγγελμα συνόλου και όχι μοναχικών μη αναγνωρισμένων ταλέντων. Δείτε το θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όχι αυτό που ήρθε φέτος –αλλά το ουσιώδες–, είναι θέατρο που προέρχεται από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες οι οποίες εργάζονται αρμονικά μαζί και συχνά με αντιθέσεις. Αυτό το θέατρο μας λείπει. Σε μας, θα βγαίνουν ιδέες και άνθρωποι σαν μικρές παλίρροιες. Mόνο που θα έρχονται και θα φεύγουν σαν τα νερά, χωρίς να μένει κάτι. Είναι καλό να έχουμε το θέατρο στο ασανσέρ, αλλά το θέατρο δεν προχωράει μόνο έτσι.

    – Οι παλιότεροι δεν προβληματίζεστε που η νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών εργάζεται χωρίς να αμείβεται;

    – Η ζωή κάθε καλλιτέχνη έχει κι έναν τραγικό χαρακτήρα, αλλιώς δεν είναι ζωή καλλιτέχνη. Είναι η ζωή ενός ανθρώπου περαστικού από την τέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι φτιαγμένος για να πάρει στους ώμους του κάτι από τα ανθρώπινα προβλήματα. Κάποιος είπε ότι πρέπει να αμείβεται όταν δεν δουλεύει. Σ’ αυτό πιστεύω.

    – Πώς ζείτε;

    – Εμαθα να ζω με λίγα. Αν κάποιες γενιές μαθαίνουν να ξεκινούν την καριέρα τους χωρίς να πληρώνονται, δεν βλέπω κάτι κακό σ’ αυτό. Αρκεί να μη συνεχιστεί για πολύ.

    – Δεν φλερτάρατε ποτέ με το χρήμα;

    – Το χρήμα ναι, τον πλούτο όχι.

    – Πώς δημιουργεί ένας καλλιτέχνης σε καιρό κρίσης;

    – Μια χαρά. Η κρίση θα φέρει δύσκολες ώρες για το θέατρο, αλλά καθόλου δύσκολες για την τέχνη. Και σιγά τις δυσκολίες. Οταν οι γονείς και οι παππούδες μας έζησαν Κατοχή, εμείς θολώνουμε επειδή θα στερηθούμε το εξοχικό, το τρίτο αυτοκίνητο και τις επτά εξόδους την εβδομάδα. Ε, δεν είναι δα και η μεγάλη απώλεια. Το θέατρο από τη μια θέλει να τολμήσει και από την άλλη φοβάται πολύ. Bρίσκεται σε μια δύσκολη εποχή αλλά αναγκαία για να αυτοπροσδιοριστεί.

    – Θέατρο για σας τι είναι;

    – Καταρχήν οι νέοι συγγραφείς. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε στάση αναμονής νέα και παλιά ταλέντα Eλλήνων συγγραφέων. Πεθαίνω για τα κλασικά έργα, αλλά θα ήθελα πολύ να συνομιλήσω με νέους Ελληνες συγγραφείς. H αναγέννηση ενός θεάτρου συμβαίνει πάντοτε από το εγχώριο προϊόν.

    • Σχολή σκηνοθεσίας

    – Από το 1990, που επιστρέψατε από τη Μόσχα, αφήσατε κατά μέρος τον ηθοποιό Λιβαθινό επιλέγοντας τη σκηνοθεσία. Μετανιώσατε;

    – Τόσο καλοί ηθοποιοί υπάρχουν, εγώ μπορώ να δώσω περισσότερα κάτω από τη σκηνή. Οπως ο καλός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει καλά να πιάνει το νυστέρι, έτσι και ο καλός σκηνοθέτης πρέπει να έχει βγει στη σκηνή. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το σύγχρονο θέατρο όπως ο Στανισλάβσκι και ο Ντεμίροβιτς Ντάντσενκο αλλά και οι κλασικοί, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος, έπαιζαν τη σκηνή στα δάχτυλα. Για τον Ροντήρη έλεγαν ότι ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός κ.ά

    – Σε ποιους οφείλετε;

    – Στην οικογένειά μου. Δεν ήταν μόνο ο θείος μου (Μάνος Κατράκης) αλλά και οι γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν η λογίστριά του, ο πατέρας μου βοηθούσε, η Λίντα Αλμα ήταν πάντα δίπλα. Η θητεία μου στη σχολή Κατσέλη ήταν σημαντική, γιατί ο Κατσέλης πίστευε στην ηθική υπόσταση του θεάτρου. Η Ρωσία ήταν το αποκορύφωμα. Εχω μεγάλη αγάπη στην εκπαίδευσή της.

    – Αυτό τον καιρό έχει αναθερμανθεί πάλι η ιδέα της σχολής σκηνοθεσίας.

    – Δεν θα πω πολλά παρά μόνο ότι θα δώσω το είναι μου. Εχω κοντά μου ανθρώπους όπως ο Στρατής Πασχάλης, η Χρύσα Προκοπάκη, η Ελένη Μανωλοπούλου, ο Γιώργος Δεπάστας, ο Θοδωρής Αμπαζής κ.ά. Πολλοί θέλουν να προσφέρουν σε κάτι που δεν θα έχει το όραμα μιας δήθεν πολυφωνικής παιδείας σαν αυτή που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή «μπάτε σκύλοι αλέστε», ο καθένας διδάσκει το δικό του και φεύγει. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να γίνει κάτι.

    Μας υποδέχεται στον Βοτανικό, σ’ έναν χώρο μαγικό. Η αυλή είναι πνιγμένη στην πρασινάδα. Το σπίτι, φτιαγμένο μέσα κι έξω από τα χέρια του, είναι γεμάτο από δεκάδες μικρά και μεγάλα πολύχρωμα αντικείμενα, άπειρες φωτογραφίες και αγάλματα με προεξάρχουσα τη συλλογή του από σίδερα του σιδερώματος, για την οποία είναι περήφανος.

    Ο Γιώργος Διαλεγμένος μόλις έχει επιστρέψει από το Αγκίστρι, όπου βρίσκεται το σπίτι και το μνήμα του -ναι, το μνήμα του- που έχει κατασκευάσει από τώρα. Και, αφού μας ξεναγεί στο καταφύγιό του, αρχίζουμε την κουβέντα. Αφορμή, η επιστροφή του στη σκηνή ως ηθοποιού μετά από χρόνια, αντικαθιστώντας τον Πάνο Σκουρολιάκο στο «Μάνα, μητέρα, μαμά» στο θέατρο «Βεάκη». Ο ίδιος αισθάνεται τυχερός που υπήρξε ορφανός. Αυτό, άλλωστε, δεν τον εμπόδισε να αποτυπώσει αποκαλυπτικά την αθάνατη ελληνική οικογένεια στο «Μάνα, μητέρα, μαμά», ένα από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα έργα του. Στη σκηνή φέτος γίνεται ο Σωτήρης, με μαλλί μισοβαμμένο και… έξτρα γνάθο για να γυαλίζουν τα ασημένια δόντια, δίπλα στους Ντίνα Κώνστα, Ελισάβετ Μουτάφη, Γιώργο Νινιό και Βάσω Γουλιελμάκη.

    «Επρεπε να γίνουν λίγο μαύρα τα μαλλιά μου, δεν γινόταν να έχω την ίδια ηλικία με τη γριά» εξηγεί. «Ο κόσμος θα αναρωτιόταν ποιος χρειάζεται γηροκομείο, η μάνα ή ο γιος; Μου έρχεται να τα αφήσω έτσι, αλλά σκέφτομαι ότι θα γίνω σαν αυτούς που κοροϊδεύω, άσε που γκρινιάζει η γυναίκα μου, η Σοφία. Ο αξιόλογος Σωτήρης Χατζάκης, πέρσι, είχε τρεις δουλειές, με αποτέλεσμα να μην πέσει με τα μούτρα στην παράσταση. Η φετινή έσφιξε και τονίστηκαν κάποιες λεπτομέρειες. Τώρα δεν ντρέπομαι να πω στους φίλους μου να τη δουν. Ο Νινιός, εξαιρετικό πλάσμα, μου έδειξε την κίνηση, γιατί από τότε που το έπαιζα με τον Βουτέρη πέρασαν χρόνια. Η Ντίνα Κώνστα κάνει τη διαφορά απ’ όσες έχουν παίξει τη μάνα. Υπάρχει καλή σχέση μεταξύ μας. Κοιταζόμαστε στα μάτια, όχι πλαγίως».

    – Ξανά στη σκηνή, λοιπόν, μετά από δώδεκα χρόνια. Αλήθεια, γιατί σταματήσατε να παίζετε;

    «Τελευταία φορά που έπαιξα ήταν με τον Ρηγόπουλο, πάλι σε δικό μου έργο. Μετά σταμάτησα. Είπα: Τι θέλω τώρα εγώ, ένας ακόμα ανάμεσα σε 12 χιλιάδες ηθοποιούς; Ούτε το όνομα με ενδιέφερε ούτε οι δημόσιες σχέσεις. Μόνο το γράψιμο. Αν και το τελευταίο έργο δεν εννοώ να το τελειώσω. Κάθε φορά ορκίζομαι στη γυναίκα μου ότι θα το τελειώσω, αλλά πάνε 4-5 χρόνια που την κοροϊδεύω. Δεν βιάζομαι».

    – Δεν τα πάτε καλά με τους σκηνοθέτες. Γιατί;

    «Αν ακούς συνεχώς τους σκηνοθέτες, γίνεσαι καλός διεκπεραιωτής, όχι όμως καλός καλλιτέχνης. Ο σκηνοθέτης, επάγγελμα των τελευταίων χρόνων, επιβλήθηκε ως εξής: Καθόταν ένας ηθοποιός στην πλατεία για ν’ ακούσει την πρόβα: «Μανώλη, πιο πίσω, κρύβεις τη Μαρία» έλεγε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά μπήκε στην παράσταση απ’ το παράθυρο… Στην πραγματικότητα είναι ο υπεύθυνος για την οργάνωση μιας δουλειάς. Οι σκηνοθέτες μπορεί να έχουν σπουδές και κουλτούρα, αλλά λένε και πολλές μαλακίες, τις οποίες εγώ αρνούμαι να φάω στη μάπα μόνο και μόνο για να έχω δουλειά».

    – Γι’ αυτό η συνεργασία σας με τον Λευτέρη Βογιατζή είναι πάντα τόσο επώδυνη;

    «Οι σκηνοθέτες θέλουν να κάνουν διδασκαλία. Αλλά ποιος σκηνοθέτης μπορεί να πιάσει τον χαρακτήρα που έχει γράψει ο συγγραφέας; Αλλωστε είναι όλα μέσα στο κείμενο. Κάποτε ο Αντώνης Αντύπας σκηνοθετούσε ένα έργο με πρωταγωνιστή τον Αγγελο Αντωνόπουλο. Ο ηθοποιός όμως δεν καταλάβαινε, δεν υπάκουε, το έβλεπε αλλιώς, βρε αδελφέ. Μετά από τριών μηνών πρόβες, ο Αντύπας του λέει «συγνώμη, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε». Κι έτσι ο Αντωνόπουλος έμεινε χωρίς δουλειά. Μετά από καιρό, είπα στον Αντύπα: «αν εγώ είμαι στην παράστασή σου και βλέπω ότι δεν μ’ αρέσεις, μπορώ να σε διώξω;» Η σχέση μου με τον Βογιατζή είναι συγκρουσιακή. Ως ισχυρές προσωπικότητες που αγαπάμε με τρόπο ακραίο το θέατρο, είναι επόμενο να σκοτωνόμαστε. Ενα βράδυ σε μια ταβέρνα μου λέει: «Πρέπει οι δυο μας να παίξουμε Σέξπιρ. Εσύ τον Αμλετ κι εγώ τον Κλαύδιο». «Αγάπη μου», του λέω, «δεν θα προλάβουμε. Μετά από μια εβδομάδα, οι εφημερίδες θα γράφουν: αριστερά το θύμα και δεξιά ο φονιάς»».

    «Μόνο τον εαυτό μου φοβάμαι»

    – Είμαι περίεργη τι θα ψηφίσετε.

    «Δεν ψηφίζω εδώ και 25 χρόνια. Ποιον να διαλέξω μεταξύ κομπιναδόρων και απατεώνων; Κάποτε στο σπίτι της Μελίνας πιάνουμε την πολιτική συζήτηση. Κάποια στιγμή της λέω: «Καλά, αυτός ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν που μας έλεγε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο;» Και τι μου απαντά με κείνο το χαρακτηριστικά αργόσυρτο, κυνικό της ύφος; «Κι εσύ τον πίστεψες;» Ασπάζομαι την άποψη που είχε ο Βασίλης Φωτόπουλος: Ν’ αλλάξει ο νόμος. Να ψηφίζουν μόνον οι εκλεκτοί. Ποιοι είναι αυτοί, θα το βρούμε».

    – Προς το παρόν, την κυβέρνηση Παπανδρέου πώς τη βλέπετε;

    «Εγώ τον γέρο Καραμανλή, τον περίφημο «εθνάρχη», δεν τον ψήφισα ποτέ, αλλά καλά να πάθω. Γιατί στη συνέχεια, από τον Ανδρέα μέχρι τον μπουχέσα τον ανιψιό Καραμανλή, κατάντησε η χώρα σ’ αυτά τα χάλια. Αμ, ο Γιωργάκης; Που πήγε κι έκανε κολεγιά -θα το πληρώσει αυτό- με έναν απ’ τους μεγαλύτερους εγκληματίες του 21ου αιώνα, τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον μισητό Νετανιάχου; Από αυτό και μόνο τον σιχάθηκα. Τον θεωρώ εντελώς ηλίθιο».

    – Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να μεταφέρω μια ύβρη.

    «Δεν θέλω να αποσιωπήσεις ή να εξευγενίσεις τον λόγο μου, γιατί τότε δεν θα είμαι εγώ. Μην πέσει στα χέρια μου πολιτικός που έχει κυβερνήσει, γιατί αλίμονό του. Τι θα κάνω; Εμπιστευθείτε τη φαντασία μου. Θα με γράψουν οι εφημερίδες. Ο μόνος άνθρωπος που έχω φοβηθεί είναι ο εαυτός μου. Δεν ξέρω να σταματάω. Αλλιώς τα έχω όλα λυμένα. Μέχρι και το κλειδί του τάφου μου πάνω μου το κουβαλάω. Αλλά κουβαλάω και μαχαίρι μέσα απ’ το μανίκι».

    – Και γιατί κουβαλάτε μαχαίρι;

    «Γιατί, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να με σκοτώσουν για δέκα ευρώ οι ξένοι που μας μάζεψαν εδώ Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να βρεθεί κάποιος που θα τους πετάξει όλους έξω. Ακόμα και όσους έχουν χαρτιά και όσους ήρθαν για να δουλέψουν, γιατί παίρνουν μεροκάματα συμπατριωτών μας. Εγώ ο ίδιος πήρα σε δουλειές μου Αλβανούς, γιατί έπαιρναν λιγότερα λεφτά. Αλλά είναι δίκαιο αυτό για τους δικούς μας μαστόρους; Εχουν χαλάσει όλα τα επαγγέλματα. Ακόμα και οι δικές μας οι πουτάνες δεν δουλεύουν. Επαιρναν 25 ευρώ και τώρα οι ξένες το κατέβασαν στα 20. Μας έχουν κατακτήσει χωρίς να ρίξουμε μια τουφεκιά».

    – Αυτά λέει και ο ΛΑΟΣ. Εσείς μάλλον τα λέτε και χειρότερα!

    «Απλώς συμπίπτουμε. Ο Καρατζαφέρης τα λέει για να κονομήσει ψήφους. Εγώ δεν θέλω τίποτα από κανέναν. Δεν έτυχε να σου χώσουν το μαχαίρι στον λαιμό, όταν περπατάς αμέριμνη στην 3ης Σεπτεμβρίου, γι’ αυτό είσαι άνετη. Εγώ όμως γνωρίζω δεκάδες που τους συνέβη. Μη νομίζεις ότι είμαι αναίσθητος ή δεν βοηθάω. Απλώς με κατάντησαν διχασμένη προσωπικότητα. Απ’ τη μια η ανθρώπινη ευαισθησία κι απ’ την άλλη το καπέλωμα. Ούτε ρατσιστής είμαι. Απλώς αγαπώ τη χώρα μου».

    «Το λίκνο της κλεψιάς»

    – Ολοι μιλούν για τις συνέπειες της κρίσης. Εσείς ανησυχείτε;

    «Σου δίνω τον λόγο μου, δεν είχα ποτέ λεφτά στην τράπεζα. Μ’ ένα γιαούρτι είμαι εντάξει. Για μένα, πλούσιος είναι αυτός που δεν χρωστάει, που έχει ήσυχο το κεφάλι του. Σε λίγο θα ζητήσουν απ’ τους συνταξιούχους να φορέσουν στον ώμο περιβραχιόνιο με το «Σ». Είναι κρίμα που πέρσι οι νέοι δεν έκαψαν τη Βουλή. Μόνο για τα μαγαζιά που καταστράφηκαν λυπάμαι. Ποιο λίκνο της δημοκρατίας; Το λίκνο της κλεψιάς και της απατεωνιάς είναι. Οσο για το επιχείρημα «αν τα κάψουμε όλα, τι θα γίνει μετά;» απαντώ: «Τι μας νοιάζει τι θα γίνει μετά; Ας σκοτώσουμε το θηρίο και βλέπουμε». Τώρα σου απαγορεύουν το κάπνισμα. Εγώ δεν καπνίζω, αλλά δεν δικαιούται ο καπνιστής να κουμαντάρει τον πνεύμονά του; Εχουμε στριμωχτεί μέσα σε μια ήπια κατοχή».

    – Κι εμείς δεν φταίμε καθόλου γι’ αυτό;

    «Τον Ελληνα δεν τον δαμάζεις, δεν τον καλουπώνεις, τα θέλει όλα. Είδα κορίτσι στο τρένο με τρία κινητά. Εχω φίλο που κάλυψε την πισίνα του με τάβλες κι έστρωσε από πάνω γκαζόν για να μη φαίνεται από το ελικόπτερο! Αφησε μόνο ένα μικρό άνοιγμα για να βουτάει. Αυτός είναι ο Ελληνας: Με κλέβεις κράτος; Με αναγκάζεις να ασφαλίζομαι σε εταιρείες, ενώ με γδέρνεις στους φόρους και στις κρατήσεις για χρεοκοπημένα ταμεία; Τώρα θα σου δείξω! Ποιος θα γίνει Ευρωπαίος; Εδώ παρκάρει πάνω στο μαγαζί του άλλου και, όταν του λένε ότι θα φάει 30 ευρώ πρόστιμο, απαντά «στο γκαράζ θα πλήρωνα 25″. Μία είναι η λύση: Μόλις γεννιέται το παιδί, να σκοτώνεις τους γονείς του, για να μην προλάβουν να το κάνουν σαν τη μούρη τους. Ας το παίρνει μετά ένα ίδρυμα για να το εκπαιδεύει…» *

    Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ – φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Επτά, Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010