Αρχείο για 28 Νοεμβρίου, 2010

  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ζει μια «Φθινοπωρινή ιστορία» στο «Αλμα» και μιλάει για «σκηνοθεσίες που έχουν αποδειχθεί γυαλάκια και κομπολόγια για μαύρους», για «την τηλεόραση – τσίχλα ματιού», τη μοναξιά της νεολαίας, «δεν κοιτάει ο ένας τον άλλον στα κλαμπ», την κρίση αρχών, «το μόνο που σε κρατάει είναι το ταμπούρι της οικογένειάς σου», και τον «πολιτισμό – ποδόσφαιρο»

Είναι όαση το θέατρο στις δύσκολες εποχές
  • Συνέντευξη στην Αντιγόνη Καράλη, ΕΘΝΟΣ, 28/11/2010

«Το θέατρο είναι έρωτας». Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος το λέει, το εννοεί και το αισθάνεται έπειτα από μισό αιώνα στο σανίδι. Από αυτόν τον «έρωτα» εκπορευόμενος μοιράζεται (και φέτος) τη σκηνή του θεάτρου «Αλμα», με την Κατερίνα Μαραγκού, ζώντας μια «Φθινοπωρινή ιστορία», σε μια παράσταση μέτρου, ήθους και ωραίων ερμηνειών. Το έργο του Αλεξέι Αρμπούζοφ, τρυφερό, ανθρώπινο, είναι ένα φως μέσα στη μουντάδα της εποχής, ανοίγει ένα παράθυρο αισιοδοξίας στον θεατή. Μιλάει για τη μοναξιά με χιούμορ, με τρυφεράδα, συγκίνηση, μέσα από την ιστορία δύο μοναχικών ανθρώπων, που συναντιούνται σε ένα παραλιακό θεραπευτήριο στις αρχές του φθινοπώρου, αλλά και στις αρχές του φθινοπώρου της ζωής τους. «Αρέσει πολύ στον κόσμο. Κάτι ανθίζει μέσα τους. Σε όλες τις ηλικίες και τα στρώματα. Στη νεολαία και τους μεγαλύτερους. Στη νεολαία ακόμα περισσότερο γιατί τα πράγματα είναι χειρότερα: υπάρχει απέραντη μοναξιά» λέει ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος.

Μιλήσατε για τη μοναξιά των νέων…

Δεν βλέπετε… Ο ένας δεν κοιτάει τον άλλον στα κλαμπ… Στην εποχή μου το φλερτ γινόταν αλλιώς. Βάζαμε στο πικ απ τα μεγάλα βινύλια με οκτώ, καραμπινάτα, τανγκό και είχαμε απέναντι την κοπέλα που μας άρεσε… Υπήρχε ανθρώπινη επαφή. Τώρα δεν υπάρχει επαφή. Δεν πιάνεις το χέρι του άλλου. Δεν το θέτω ερωτικά… Το τραγούδι χάθηκε στους δρόμους. Αυτές οι μικρογεύσεις, οι οποίες ήταν ουσιαστικές, απουσιάζουν… Τα παιδιά βρίσκονται μπροστά σε ένα κομπιούτερ. Τα καταλαβαίνεις, τα νιώθεις, αλλά δεν μπορείς να τα βοηθήσεις.

Γιατί όλη αυτή η μοναξιά, η έλλειψη επαφής, η απομόνωση;

Προϊόν του πολιτισμού μας. Εχουν χαθεί οι αξίες. Ζούμε μια γενική κρίση αρχών, θεσμών. Το μόνο που σε κρατάει είναι το ταμπούρι της οικογένειάς σου. Οποιοι καταφέρουν κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού τους να έχουν μια ασφάλεια μέσα, παίρνουν δύναμη και βγαίνουν προς τα έξω. Οσοι δεν κατάφεραν να ισορροπήσουν τα του οίκου τους βρίσκονται σε ακόμη μεγαλύτερο αδιέξοδο από εμάς.

Ποιος είναι ο σημερινός πολιτισμός;

Το ποδόσφαιρο είναι ο πολιτισμός. Τίποτε άλλο. Παίζουμε σε ένα στημένο παιχνίδι. Το ξέρουμε όλοι. Αλλά το παιχνίδι γίνεται.

Και η τηλεόραση; Κι αυτή δεν έχει μπει δυναμικά στη ζωή των ανθρώπων;

Ναι. Αλλά παίζει τον ρόλο τσίχλας ματιού. Βλέπουν οι θεατές αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη και αλλάζουν κανάλια. Αυτή είναι η απόλαυση. Τίποτα παραπάνω. Εάν το μάσημα της τσίχλας είναι ενδιαφέρον, ας μασάμε τσίχλα… Από την άλλη, το τηλεοπτικό τοπίο βρίσκεται στο μηδέν… Στον κινηματογράφο προσπαθούν με αίμα.

Στο θέατρο, πάντως, υπάρχει, ακόμη και σήμερα που συζητάμε για κρίση, πλουραλισμός. Και το κοινό βλέπει παραστάσεις. Γιατί θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;

Το θέατρο είναι μια όαση σε όλες τις δύσκολες εποχές… Ο άνθρωπος το έχει ανάγκη, γι’ αυτό κάνει τις προσωπικές του θυσίες για να έρθει. Κι αυτό είναι παρήγορο. Οχι για το θέατρο. Για τον ίδιο τον θεατή… Οσο για τις πολλές σκηνές, ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι μικρογκρούπες. Τα παιδιά ασκούνται. Αλλιώς θα βρίσκονταν στα πατάρια, θα πίνανε καφέ και θα κουτσομπόλευε ο ένας τον άλλον.

Τουλάχιστον τώρα έρχονται σε επαφή με το αντικείμενο κι αυτό είναι σπουδαία υπόθεση. Δεν μένουν αγύμναστοι.

Το ότι οι ηθοποιοί είναι πολλοί και δεν είναι εύκολο να απορροφηθούν είναι γεγονός. Θα απορροφηθούν, τελικά, οι ικανότεροι. Τώρα πίσω από το «ικανότεροι» κρύβονται πολλά… Γιατί η σύγκρουση σε κάθε έργο είναι σύγκρουση με το πρόβλημά σου και τον εαυτό σου. Κι αυτό σε κάνει καλύτερο.

Η παράστασή σας είναι δουλεμένη στην κάθε της λεπτομέρεια, ακολουθεί μια συγκεκριμένη φόρμα και δεν προδίδει στο ελάχιστο το κείμενο. Αν και σκηνοθετημένη από μια νέα σκηνοθέτιδα, την Ιωάννα Μιχαλακοπούλου, καθόλου δεν μοντερνίζει. Είστε υπέρ των κλασικών αναγνώσεων στο θέατρο;

Υπάρχει μια γενική σύγχυση όσον αφορά στη φόρμα… Από την άλλη μεριά περνάμε μια κρίση σκηνοθετικής πόζας, μιας πόζας εντυπωσιασμού. Ο σκηνοθέτης αισθάνεται ότι βρίσκεται πάνω από τον Τσέχοφ, τον Σαίξπηρ, τον Ιψεν. Δεν υπηρετεί το κείμενο ουσιαστικά.

Προτιμά να δίνει άλλες λύσεις. Κι αν οι άλλες λύσεις βοηθάνε το έργο, καλώς.

Αν όμως αγνοούν το έργο βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έγκλημα… Πόσες σκηνοθετικές απόψεις έχουμε δει που στη συνέχεια έχουν αποδειχθεί γυαλάκια και κομπολόγια για μαύρους; «Σοφό είναι το σαφές» έλεγε ο Κουν. Αλλά το σαφές είναι πολύ δύσκολη ιστορία, για να το παράγεις στην τέχνη.

Ο Μίνως Βολανάκης έλεγε: «Σκηνοθέτης σπουδαίος είναι αυτός που δεν φαίνεται στην παράσταση». Αυτά είναι δεδομένα. Τώρα, αν κάποιοι έχουν την εντύπωση ότι μπορούν να κάνουν ακροβατικά σε ένα έργο, καλώς. Αλλά το έργο πρέπει να κοιτάνε. Οχι το δικό τους έργο.

Μήπως πρόκειται για αγωνία στο να γίνει κάτι διαφορετικό; Ή αμηχανία μπροστά σε αυτά που έχουν γίνει ήδη;

Ανικανότητα είναι. Ο έρωτας είναι απλή ιστορία. Ή κάνεις έρωτα ή χρησιμοποιείς άλλα μέσα για να κάνεις έρωτα. Και το θέατρο είναι έρωτας.

Χωρίς ελπίδα

Ευτυχισμένος ως παππούς (σ.σ.: έχει δύο εγγόνια, 2,5 και 5 ετών);

Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Αν κάτι μου δίνει δύναμη είναι αυτό. Δεν ήμουν ποτέ πολίτης της παντόφλας, αλλά τα αδιέξοδα είναι αδιέξοδα… Πρώτη φορά αντιμετωπίζω ένα τέτοιο κλίμα, όπου απουσιάζει η ελπίδα. Πάντα, στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής μου, ήξερα ότι θα συγκρουσθώ και ότι έχω μια ελπίδα. Τώρα ξέρω ότι πάλι θα συγκρουσθώ, αλλά δεν ξέρω αν έχω ελπίδα. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να συγκρουσθώ. Για τον εαυτό μου ως πολίτης, για την οικογένειά μου, για την τέχνη μου, για τον πολιτισμό, για την ίδια την πατρίδα μου.

Οι πολιτικοί
Μας απειλούν και θέλουν να τους ψηφίζουμε

Πώς αισθανθήκατε όταν και οι δύο σας κόρες σας είπαν ότι θα ασχοληθούν με την τέχνη (η μία είναι σκηνοθέτις και η άλλη εικαστικός). Αν μπορούσατε, θα τις εμποδίζατε;

Εμένα δεν μου είπε κανένας να μην ασχοληθώ με αυτό που κάνω. Αντιθέτως με παρότρυναν. Πώς θα τολμήσω να πω στα παιδιά μου πήγαινε γίνε… Και τι να γίνουν; Μπαίνει ένα πελώριο ερωτηματικό. Μόνον οι βουλευτές παίρνουν 9.800 ευρώ τον μήνα μαζί με τις επιτροπές. Και συνταξιοδοτούνται με θητεία δύο τετραετιών, αντί να παίρνουν σύνταξη από το Ταμείο του κύριου επαγγέλματός τους. Και σε εμένα, τον απλό πολίτη, το κράτος μου λέει να εργάζομαι έως τα 65, τα 67. Και μας απειλούν. Και μας ζητούν να κάνουμε θυσίες. Και θέλουν να τους ψηφίζουμε. Είναι εικόνα αυτή; Βρίσκεται σε αρμονία η σχέση πολιτικών με τον λαό;

«Δεν μ’ αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου.  Μπήκα στο θέατρο λόγω ματαιοδοξίας», λέει ο Χρήστος Λούλης.

«Δεν μ’ αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου. Μπήκα στο θέατρο λόγω ματαιοδοξίας», λέει ο Χρήστος Λούλης.

Δεν έχει κλείσει ακόμα τα 35 του χρόνια και όμως έχει καταφέρει να αποσπάσει βραβεία για τις ερμηνείες του -ανάμεσά τους το «Δημήτρης Χορν»- μα και διθυραμβικές κριτικές για τις επιδόσεις του.

Ο Χρήστος Λούλης έχει πετύχει ζηλευτές «νίκες» σε έργα του κλασικού και του σύγχρονου ρεπερτορίου κι έχει εντυπωσιάσει και στο αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, ενώ έχει συνεργαστεί με πολλούς από τους επιφανέστερους σκηνοθέτες μας. Μπορεί να μπήκε στο θέατρο για να βρίσκεται ανάμεσα σε ωραίες γυναίκες και για να ποζάρει σε φωτογραφήσεις για εξώφυλλα, στη διαδρομή όμως και στα χιλιόμετρα που… έκαψε στο σανίδι, ένιωσε τη μέθεξη που προσφέρει η τέχνη. Αφησε τον στίβο, το μπάσκετ, το καράτε και το κολύμπι και… βούτηξε στα βαθιά νερά του θεάτρου, κερδίζοντας μετάλλια ανάλογα μ’ αυτά των πρωταθλητών της κολύμβησης.

Ο Χρήστος Λούλης πρωταγωνιστεί στη «Φρεναπάτη» του Πιερ Κορνέιγ  που παίζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

Ο Χρήστος Λούλης πρωταγωνιστεί στη «Φρεναπάτη» του Πιερ Κορνέιγ
που παίζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
  • «ΜΠΗΚΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΚΟΜΕΝΕΣ!»

Εχει πετάξει τη μαύρη βελούδινη μπέρτα που έντυνε το γυμνό κορμί του λίγο μετά που είχε μείνει εκτεθειμένο στα φώτα μα και στα μάτια των θεατών της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου και με αφορμή την «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ που πρωταγωνιστεί μου μιλά για το έργο, τον ρόλο, τον νέο ρόλο του στον «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», το όχι που είπε στο «Νησί», το «Μάστερ σερ» που τον συγκινεί και για το «Μπιγκ Μπράδερ» που τον αηδιάζει, την οικονομική κρίση που αναμενόταν να έρθει, το καλάμι που καβάλησε μικρότερος.

Χρήστος Λούλης… χειμαρρώδης όσο ποτέ. Ο κατά γενική ομολογία καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του, τα λέει όλα!

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος που σκηνοθέτησε τη «Φρεναπάτη», τη χαρακτηρίζει ύμνο στην αγάπη. Τονίζει μάλιστα πως πρόκειται για «μια κορυφαία μαρτυρία για τη δύναμη της τέχνης και της ομορφιάς, που δεν φιμώνεται από καμιά εξουσία, γονική ή άλλη»…

Με συνάρπασε από το πρώτο διάβασμα το έργο αλλά και η διαδρομή του Κλίνδωρα που «ντύνομαι». Είναι ένας εξεγερμένος νεαρός που μην αντέχοντας άλλο την αυταρχική καταπιεστική μητέρα του δραπετεύει προς το άγνωστο, αναζητώντας την τύχη του. Τον βλέπουμε λοιπόν να ψάχνει, να ψάχνεται, να ζει περιπέτειες, να αποκτά εμπειρίες, να γνωρίζει τον έρωτα, την ηδονή, την τέχνη… Η μάνα του τον ψάχνει για δέκα ολόκληρα χρόνια και τον βρίσκει στη σκηνή ενός θεάτρου να προστατεύεται από έναν υπερήλικα ηθοποιό – μάγο που υπερασπίζεται την τέχνη του αληθινού θεάτρου.

Ο Κλίνδωρας μοιάζει να έχει πολλά διαφορετικά επίπεδα…

Πιστεύω ότι είναι ο ορισμός του ηθοποιού – μια και αυτός δεν έχει σαφή προσωπικότητα, είναι… λίγο από όλα, αν θέλεις. Είναι και κωλόπαιδο, είναι και ήρωας, είναι και ευαίσθητος, είναι και αναίσθητος. Εχει πλάκα, είναι και συγκινητικός. Είναι… όλα και η προσπάθειά μου αυτή ήταν να φωτίσω όλες τις διαφορετικές πτυχές του…

Πόσο… «λίγο από όλα» είσαι εσύ Χρήστο; Πόσα είσαι, όλα;

Πολύ! Είμαι λίγο από όλα -και καλό αλλά και κακό παιδί- πιο παλιά ήμουν περισσότερο κακό [γέλια], αλλά μεγαλώνοντας διορθώθηκα. Ετσι δεν λένε; Οτι, όταν ωριμάζεις, γίνεσαι και καλύτερος άνθρωπος; Συντέλεσαν πολύ σ’ αυτό οι εμπειρίες που απέκτησα κάνοντας θέατρο – όχι από ρόλους, έργα, βιβλία και τέτοιες «παπαριές». Από τη συναναστροφή μου με τους ανθρώπους του θεάτρου – με καλές και με δύσκολες στιγμές.

Από τα χρόνια που ήσουν στη δραματική ακόμα σχολή του Θεάτρου Τέχνης, θυμάμαι ότι γινόταν μεγάλος θόρυβος γύρω από το όνομά σου και αποτελούσες μήλο της Εριδος για όσους σε διεκδικούσαν για δουλειές τους. Σου δόθηκαν ρόλοι μεγάλοι με το καλημέρα, έκανες μεγάλες επιτυχίες από πολύ μικρός, δούλεψες με τους καλύτερους σκηνοθέτες – ηθοποιούς. Υπήρξε κάποια στιγμή που να έχασες το μέτρο σε όλο αυτό;

Εννοείς αν καβάλησα το καλάμι; Το καβάλησα πολύ [γέλια]. Ηρθαν όλα με… το καλημέρα που λες κι εσύ. Συνεργασίες και ρόλοι, επιτυχία, χειροκρότημα, κριτικές. Πώς να μην καβαλήσω το καλάμι; Ημουν ένας φιλόδοξος πιτσιρίκος που είδε όλα τα φώτα να στρέφονται πάνω του – και ναι, το έχασα το μέτρο… Και το αποζητούσα να πάρω τους προβολείς πάνω μου… Ο λόγος που μπήκα στο θέατρο ήταν πολύ «ρηχός».

Πες μου ότι το έκανες ακολουθώντας ένα κορίτσι όπως άλλοι;

Οχι ένα κορίτσι, πολλά [γέλια]. Μου άρεσε αυτό το… παιχνίδι, οι φωτογραφήσεις, τα δημοσιεύματα. Μπορεί να στα γκρεμίζω όλα, αλλά δεν μπήκα στο θέατρο για την τέχνη. Αλλο αν μετά με κέντρισε το να υπάρχω σε αυτήν, να γίνομαι ρόλοι, να πλουτίζω από συνεργασίες και εμπειρίες, να μαθαίνω για τη ζωή από τη σκηνή. Τότε έκανα θέατρο για τις γκόμενες!

Αλλος στη θέση σου δεν θα το παραδεχόταν χαλαρά αυτό…

Δεν μ’ αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου. Σου λέω γιατί μπήκα στο θέατρο. Μπήκα σε αυτό λόγω ματαιοδοξίας.

Ασχολιόσουν πολύ με τον αθλητισμό πριν κάνεις θέατρο, έτσι;

Ναι. Εκανα στίβο, κολύμπι, έπαιζα μπάσκετ, καράτε. Μ’ άρεσε πολύ να ‘χω επαφή με το σώμα μου, να φροντίζω γι’ αυτό πολύ.

Από τα νερά της πισίνας, στα βαθιά νερά του θεάτρου. Αλλο… κολύμπι απαιτείται εκεί. Και υπάρχουν και εκεί μετάλλια…

Υπάρχουν ναι, αλλά την επόμενη μέρα, πρέπει να βουτήξεις ξανά, να κολυμπήσεις ακόμα πιο άρτια – να μην επαναπαυτείς…

Πολλές φορές, όπως τώρα, πρέπει να είσαι σε μια… διαδρομή στην πισίνα με τη «Φρεναπάτη» -και να περνάς χωρίς ανάσα σε μια άλλη- για το «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» που ετοιμάζετε για τα μέσα Δεκεμβρίου με τον Νίκο Καραθάνο. Εξοντωτικό;

Εξοντωτικό και συνάμα πολύ ενδιαφέρον. Πρόβες το πρωί για το έργο του Ροστάν ως Κριστιάν και έπειτα παραστάσεις στη Φρεναπάτη ως Κλίνδωρας. Μια «τρέλα» γοητευτικότατη.

Ο Κριστιάν είναι ο πολύ ωραίος που δεν ξέρει να μιλάει και που προσπαθεί να κερδίσει το αντικείμενο του πόθου του, τη Ρωξάνη, μέσα από στίχους που φτιάχνει γι’ αυτόν ο Σιρανό…

Δεν είναι χαζός ο Κριστιάν. Είναι έξυπνος, απλώς δεν ξέρει να μιλά επιτηδευμένα ή ποιητικά. Εχει καθαρά αισθήματα, είναι ερωτευμένος με τη Ρωξάνη. Ενα απλό λαϊκό παιδί που ‘χει αγαπήσει πολύ. Της λέει «Σ’ αγαπώ». «Μα πες μου και κάτι άλλο», του λέει εκείνη. «Σ’ αγαπώ, τι άλλο»; Θέλει και… κάτι άλλο. Είναι αγαθός, καλόπιστος, με καλή καρδιά, με αρετή, ανδρεία και την αγαπά, αλλά εκείνη θέλει κάτι άλλο. Θέλει και κάτι παραπάνω.

Θέλει το… παραμύθι και το θέλουν οι περισσότερες γυναίκες.

Ολες, τι οι… περισσότερες; Μόνο παραμύθι θέλουνε!

Γιατί δεν τους αρκεί ένα ντόμπρο και καθαρό «Σ’ αγαπώ»;

Γιατί χρειάζονται και το … σκηνικό τους, τις μουσικές τους, τους φωτισμούς τους, τα ωραία επιτηδευμένα λόγια. Θέλουν να φτιάχνουν γύρω τους μια ωραία εικονική πραγματικότητα.

Καθόμαστε εμείς τώρα σ’ αυτό το καφέ, σε ένα τραπεζάκι, με δύο καφέδες και φυτά δίπλα μας. Αυτές θέλουν το τραπέζι να είναι… δεκαπέντε μέτρα, τα φυτά να είναι εξωτικά, οι κούπες μοναδικής αισθητικής. Θέλουν τον σύντροφό τους ιδανικό και τη φωλιά τους, ιδανική φωλιά. Για αυτό και… τρώνε τα μούτρα τους πιο άσχημα, όταν… προσγειώνονται ανώμαλα.

Το «Σ’ αγαπώ» το λες φέτος στη γυναίκα σου Εμιλυ Κολιανδρή από σκηνής μιας και συμπρωταγωνιστείτε στη «Φρεναπάτη»…

Δεν της το λέω μόνο στη σκηνή. Χαίρομαι όμως που της το λέω και σ’ αυτήν – είχαμε καιρό να δουλέψουμε μαζί, από το έργο «Οι σχέσεις του κύριου Πίτερς», όπου γνωριστήκαμε.

Παιδί πότε θα κάνετε; Περνάει ο καιρός, το ξέρεις καλά αυτό.

Τι εννοείς; Οτι με πήραν τα χρόνια; Θέλουμε πολύ ένα παιδί και είναι σ’ αυτά που ονειρευόμαστε, αλλά τρέχουμε και οι δύο μας πολύ. Θα γίνει πάντως κάποια στιγμή. Το λαχταρώ.

Να γυρίσουμε στο θέατρο. Υπάρχουν ρόλοι που λαχταράς;

Ο Αμλετ είναι ένας ρόλος που θα ήθελα να παίξω, όπως και ο Ριχάρδος ο 2ος, αλλά ξέρεις τι έμαθα στη μέχρι τώρα πορεία μου στο θέατρο; Οτι σημασία δεν έχει τι ρόλο παίζεις, αλλά πού τον παίζεις και με ποιους – σε τι συνθήκες.

Τι άλλο «μαγειρεύεις» επαγγελματικά; Κάνεις ταινίες μαθαίνω

Εκανα δύο ταινίες που μου άρεσαν πολύ και που ακόμα δεν έχει προγραμματιστεί πότε θα βγουν… Πρόκειται γι’ αυτή του Παναγιώτη Φαφούτη που λέγεται «Παράδεισος» και αυτή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη που ακούει στον τίτλο «J. A. C. E»…

Μου αρέσει το «Μάστερ σεφ», ξεφτίλα το «Μπιγκ Μπράδερ»

Εκτός τηλεόρασης φέτος από θέση κι από άποψη ή έτυχε;

Μα δεν γίνονται πια σειρές, το βλέπεις! Μου έγινε μια πρόταση δελεαστική να παίξω έναν βασικό ρόλο στο «Νησί», που μ’ αρέσει πολύ και το βλέπω, αλλά δυστυχώς οι χρόνοι μου δεν μου το επέτρεψαν να το κάνω. Είχα κλείσει δύο θεατρικές δουλειές για το Εθνικό και είπα τελικά το «Οχι».

Πες μου τι άλλο βλέπεις πέρα απ’ το «Νησί»;

Το «Μάστερ σεφ»… Με συγκινεί ο τρόπος που ετοιμάζουν τα πιάτα τους: με φροντίδα, με προσοχή, με μεράκι. Τους αφορά να φτιάξουν μια εύγευστη συνταγή όχι να επιδειχτούν οι ίδιοι όπως συμβαίνει σε άλλα ριάλιτι. Είδα μια φορά αυτό το… ανοσιούργημα το Μπιγκ Μπράδερ – το απόλυτο τίποτα, η απόλυτη… ξεφτίλα.

Ειδήσεις βλέπεις; Αυτό το θρίλερ της κρίσης σε φρικάρει;

Με φρικάρει απίστευτα. Σου κόβουν την ανάσα και τα πόδια αυτές οι ειδήσεις – θρίλερ. Την ξέρουμε την κρίση, τη νιώθουμε, τη βλέπουμε. Γιατί πρέπει να φτιάχνουν σκηνικό φόβου πάνω σ’ αυτή; Είναι αρκετά φοβιστική και από μόνη της.

Πες μου, το περίμενες ότι θα σκάσει τέτοια… βόμβα ξαφνικά;

Ποιος νοήμων άνθρωπος δεν το περίμενε; Βλέπεις τόσους… κλέφτες γύρω σου, βλέπεις τόση ρεμούλα και τόση διαπλοκή και δεν μυρίζεσαι ότι θα ‘ρθει η ώρα της κρίσης;

Απ’ την άλλη δεν μπορεί να παραμυθιάζεσαι ότι σ’ αγαπούν οι Γερμανοί, οι Γάλλοι κ.λπ. Ερχεται η στιγμή που δεν μπορείς και σε πατάνε! Γιατί να μας εντυπωσιάσει αυτό; Ηταν φυσικό να συμβεί…

«Δεν μ’ αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου. Μπήκα στο θέατρο λόγω ματαιοδοξίας», λέει ο Χρήστος Λούλης.

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

Η «Φρεναπάτη» του Πιερ Κορνέιγ φιλοξενείται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Πλάι στον Χρήστο Λούλη παίζουν οι Εμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Βογιατζής, Εύα Κοταμανίδου κ.ά.

Βασίλης Μπουζιώτης, ΕΘΝΟΣ, 28/11/2010

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Επτά, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Μαρκ Ρόθκο. Ο αμερικανός ζωγράφος που σφράγισε την αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική, αφήνοντας πίσω του έργα μεγάλης εμπορικής αξίας. Το 2003 ο πίνακας «Homage to Matisse» (1953) πωλήθηκε προς 2,5 εκατ. δολάρια, σπάζοντας το ρεκόρ του πιο ακριβού έργου που πωλήθηκε σε πλειστηριασμό…

Η σημερινή κυβέρνηση κινείται πολύ αργά πιστεύει ο Σταμάτης Φασουλής. «μοιάζουν με ηθοποιούς σε ταινία του Αγγελόπουλου μέσα σε πολύ αργά μονοπλάνα» δηλώνει.

Η σημερινή κυβέρνηση κινείται πολύ αργά πιστεύει ο Σταμάτης Φασουλής. «μοιάζουν με ηθοποιούς σε ταινία του Αγγελόπουλου μέσα σε πολύ αργά μονοπλάνα» δηλώνει. Στις 25 Φεβρουαρίου 1970 ο Ρόθκο αυτοκτόνησε στα 66 του. Η ζωή του ενέπνευσε τον Τζον Λόγκαν να γράψει το «Κόκκινο», που από τις 3 Δεκεμβρίου ανεβαίνει στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με τον ίδιον στο ρόλο του Ρόθκο και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο δίπλα του να ερμηνεύει τον νεαρό βοηθό του.

Ο Λόγκαν είναι γνωστός κυρίως μέσα από τα πετυχημένα σενάριά του («Ο μονομάχος», «Ο τελευταίος Σαμουράι», «The Aviator», «Sweeney Todd»). Ομως έχει γράψει κάμποσα θεατρικά έργα. Το «Κόκκινο» έχει εντυπωσιακή πορεία. Μια πρόζα με δύο ηθοποιούς μέσα σε δύο μήνες αποσπά έξι από τα επτά Βραβεία Τόνι για τα οποία έχει προταθεί. Αλλά πώς έγινε η «γνωριμία» του Σταμάτη Φασουλή με τον Ρόθκο; Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και μιλήσαμε για τον ζωγράφο, την παράσταση αλλά και όσα αλλάζουν ή δεν αλλάζουν στη χώρα μας:

«Για τον Ρόθκο γνώριζα ελάχιστα πράγματα. Μέχρι πέρσι που είδα έργα του στην Τέιτ Γκάλερι. Ο Λόγκαν, όπως κι εγώ, είδε τα έργα του και, μαθαίνοντας τη συγκλονιστική ζωή του, εφάμιλλη των δημιουργημάτων του, έγραψε το έργο. Υπάρχει ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με πολλά στοιχεία για τον ζωγράφο. Ανάμεσά τους η ιστορία ενός νεαρού τεχνοκριτικού, που το 1969 βλέπει έκθεση έργων του ζωγράφου στην Τέιτ. Τότε είναι πολύ νέος, με χοντρά γυαλιά, λουλουδάτο πουκάμισο και παντελόνι καμπάνα. Στην κριτική του αναφέρεται χλιαρά σε κάποιον επηρμένο εξπρεσιονισμό. Μετά από τόσα χρόνια τον δείχνει ξανά, γερασμένο, να επισκέπτεται την ίδια έκθεση στον ίδιο χώρο, να μας κοιτάζει κατάματα και να ομολογεί: «Εκανα μεγάλο λάθος». Θα προσπαθήσω να προβάλλεται αυτό το ντοκιμαντέρ στο μπαρ του θεάτρου».

  • Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα

-Τι άνθρωπος ήταν ο Ρόθκο κατά τον συγγραφέα;

«Διπολικός, όπως όλοι οι γοητευτικοί απατεώνες του αισθήματος: Απεχθής, επηρμένος, γνώστης των πάντων και συγχρόνως ταπεινός, αμφισβητίας, εντελώς αδαής. Ενα παλλόμενο στοιχείο που διαρκώς μεταβάλλεται. Δεν έχουμε πολλές τέτοιες προσωπικότητες. Δεν καταλάβαινα πού έγκειται η τεράστια γοητεία του έργου που δένει το κοινό, το παρασύρει στην ταχύτητά του. Στις πρόβες συνειδητοποίησα τις υπόγειες διασυνδέσεις των πραγμάτων, μια πορεία διερεύνησης του τι σημαίνει πουλιέμαι, αγοράζομαι, επηρεάζω την αγορά».

-Ποιο είναι το διακύβευμα ανάμεσα στον Ρόθκο και τον νεαρό βοηθό του;

«Η ουσία των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι δυο τους διεκδικούν κυρίαρχη θέση στον κόσμο. Εγώ φέρω το παρελθόν της γενιάς μου μέχρι τον Πικάσο. Μέσω του νεαρού καλλιτέχνη εισβάλλει η ποπ αρτ, ο Λιχτενστάιν, ο Αντι Γουόρχολ. Απέναντι στο καινούριο αντιδρώ με όλους τους δυνατούς τρόπους: σνομπάρισμα, σπαραγμό, επίθεση, δολιότητα, χλευασμό, παθητικότητα, αυτολύπηση, οίκτο. Το τέλος είναι φωτεινό σαν ανάσταση και τους αλλάζει όλους, ηθοποιούς και κοινό. Αν με ρωτήσετε ποιο έργο αντίστοιχου είδους ξέρουμε, θα έλεγα την παράσταση που βασίζεται στη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου».

-Εχουν ειπωθεί πολλά για τη ματαιοδοξία του Ρόθκο. Δέχτηκε να ζωγραφίσει τις «Τέσσερις Εποχές» για το εστιατόριο «Four Seasons» στο στιλάτο κτίριο της Σίγκραμ της Ν. Υόρκης, με αστρονομική αμοιβή και με επιχείρημα το όνειρό του για ένα τέμενος της τέχνης όπου οι άνθρωποι θα τρώνε βλέποντας ολόγυρα ζωγραφισμένο το υπαρξιακό τους χάος…

«Σε κάθε σελίδα του έργου ο Ρόθκο ανασκευάζει, αποδομεί και ξαναστήνει εκ νέου τη σκέψη του. Από τη μια βασανίζει ένα νέο παιδί με μαθήματα περί τέχνης κι απ’ την άλλη ξεπουλιέται σε μια μαμούθ παραγγελία τοιχογραφιών σε ρεστοράν. Είναι αυτό που ζούμε πολλοί τελευταία: να δουλεύουμε για πράγματα, ενώ μέσα μας πιστεύουμε τα εντελώς αντίθετα. Και όσο αυξάνεται η κρίση, αυτός ο διχασμός μεγαλώνει: Ο,τι υπηρετούσες και συγχρόνως πολεμούσες μέσα σου, τώρα σε κάνει υποτελή υπάλληλο ή σε διώχνει. Μια φράση του Γκόγια συνιστά το μότο του έργου: «Χρειαζόμαστε την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια». Εχω δει ανθρώπους που έχουν σωθεί προστατευμένοι από την τέχνη τους».

-Φοβάστε πώς μπορεί να μεταφραστεί η κρίση στο ταμείο του θεάτρου;

«Φοβάμαι πολύ. Και -αν θέλετε με πιστεύετε- όχι τόσο για το οικονομικό μέρος. Είναι δύσκολο να ανοίγεις την καρδιά σου και να βλέπεις ότι αυτό που εκθέτεις δεν αφορά κανέναν. Παρά την κρίση, βλέπω ότι παραστάσεις καλές, όπως ο «Βασιλιάς Λιρ», πάνε πολύ καλά και παίρνω κουράγιο».

-Είστε ευχαριστημένος από τον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίζεται την κρίση;

«Θα αστειεύεστε… Οι άνθρωποι που κυβερνούν επί χρόνια εναλλάξ δεν ανταποκρίνονται στο ύψος των περιστάσεων. Στέκονται κάτω από το πρόβλημα και το αγναντεύουν. Ακόμα και σήμερα, συνεχίζουν τη μικροκομματική πολιτική. Ασχολούνται με τα μαγαζάκια τους. Τι είδους λογική συνδέει την επιθυμία να φτιάξω την πόλη μου με την εξάρτησή μου από κομματικούς υποψηφίους; Ούτε τώρα έχουν συνέλθει. Ανέντιμοι άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται την περιφρόνηση που αποτύπωσε το ποσοστό της αποχής. Και πανηγυρίζουν επειδή εξελέγησαν με το 15% των ψήφων. Απ’ την άλλη, πάλι καλά που τη γλίτωσε η Αθήνα και η πολύπαθη Θεσσαλονίκη».

-Η αντιπολίτευση που κάνει ο Αντώνης Σαμαράς πώς σας φαίνεται;

«Τι φρασεολογία, τι περπάτημα! Ενα τίποτα σε επικίνδυνη θέση. Ο άνθρωπος που παράτησε το κόμμα του, έφυγε κι έφτιαξε καινούριο, απέτυχε και ξαναγύρισε ζητώντας συγνώμη και έγινε αρχηγός του ίδιου κόμματος που είχε εγκαταλείψει καθυβρίζοντάς το… Ο Παπανδρέου χαίρει εκτίμησης εκτιμήσεως έξω. Αλλά δεν μου άρεσε καθόλου ο προεκλογικός του εκβιασμός περί εθνικών εκλογών. Κι έπειτα, γιατί πρέπει όλα να τα κάνει απαντώντας στην αντιπολίτευση; Εγώ απλώς θα δούλευα σβέλτα και αποτελεσματικά».

  • Σαν ταινία του Αγγελόπουλου

-Πάντως, τίποτα δεν κινείται σβέλτα στην κυβέρνηση, αν εξαιρέσουμε τη σπουδή για την εφαρμογή των οικονομικών μέτρων.

«Πράγματι, μοιάζουν με ηθοποιούς σε ταινία του Αγγελόπουλου μέσα σε πολύ αργά μονοπλάνα. Και αυτή την εικόνα μού τη μετέφερε πολιτικός! Δεν θα έπρεπε επιτέλους να ασχοληθούν με το θέμα των μεταναστών; Ξέρουμε ότι η Ελλάδα αποτελεί πύλη Ανατολής-Δύσης, ότι είναι πέρασμα για χιλιάδες πρόσφυγες. Ποια είναι η πολιτική τους; Να τους στοιβάζουν σε άθλια γκέτο ή να τους μεταφέρουν, μαζί με το πρόβλημα, από γειτονιά σε γειτονιά;»

-Και οι προτάσεις της αριστεράς;

«Εδώ πια ντρέπομαι προσωπικά για την κατάστασή της. Το ΚΚΕ στην εποχή του Στάλιν αλλά και ο Τσίπρας δεν βλέπω να διαφέρουν πολύ απ’ την Αλέκα. Μετά ο Συνασπισμός διασπάται και δεν καταλαβαίνω ποιος είναι πού και γιατί».

-Αρα είμαστε… ΠΑΣΟΚ;

«Εγώ είμαι απλώς απελπισμένος. Βλέπω με συμπάθεια το ΠΑΣΟΚ χωρίς να περιμένω τίποτα. Δεν επενδύω πουθενά, άλλωστε πώς; Δεν υπάρχει μέσα μου… ρευστό ιδεολογίας. Και ο συναισθηματικός κόσμος όλων μας συρρικνώνεται».

-Τι μπορεί να κάνει κανείς;

«Εγώ ψηφίζω το θέατρο, τις προσωπικές σχέσεις, το σπίτι μου. Κάνω ζάπινγκ για ένα δεκάλεπτο και μετά παίζω σουντόκου. Για εξόδους δεν συζητώ πια. Οι επιλογές που έχεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι άθλια εστιατόρια που μοστράρονται ως μοντέρνα και σε χαρατσώνουν για να φας αφρό γουρουνιού μέσα στην τσίκνα. Αυτό που ζει ο νεοέλληνας σήμερα είναι η καταστροφή του φαγητού και η ανάδειξή του ως… κάτι άλλο μέσα απ’ την τηλεόραση. Το γκουρμέ μάς μάρανε τρομάρα μας. Ξεχνάμε ότι το απλό είναι το δύσκολο. Φτιάξε μια κρεατόσουπα, μια σωστή φασολάδα, μια ωραία χωριάτικη ή ένα ντάκο με ντομάτα, λάδι, αλάτι, ραντισμένο με θάλασσα ή κρασί. Εκεί είναι το γκουρμέ: στη δοσολογία, στην αγάπη που βάζεις φτιάχνοντας κάτι, στη φαντασίωσή σου για το πώς θα τρίζει ο ντάκος στα χέρια εκείνου που τον τρώει». *