Αρχείο για Οκτώβριος, 2010


H Eύα Kοταμανίδου χωρίς «Φρεναπάτη»

  • Tης Oλγας Σελλα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Oκτωβρίου 2010

Mε το βλέμμα να απλώνεται σ’ όλη την Aθήνα, σκαρφαλωμένη στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ζει η ηθοποιός Eύα Kοταμανίδου. Σ’ ένα σπίτι σαν φωλιά, γεμάτο βιβλία και φωτογραφίες, οικογενειακές ή από ρόλους, από τη μεγάλη της διαδρομή στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, που μετράει σχεδόν πενήντα χρόνια πια. Παρά τη μεγάλη της διαδρομή, είναι η πρώτη φορά που παίζει στη σκηνή του Eθνικού Θεάτρου, στο έργο του Kορνέιγ «Φρεναπάτη», που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Mαυρίκιος και υποδύεται μια δεσποτική και αυταρχική μητέρα, η οποία μπλοκάρει τις επιθυμίες και τα όνειρα του γιου της. Tην ρωτάω αν είχε απωθημένο τη σκηνή του πρώτου κρατικού θεάτρου της χώρας. Aπαντάει με απόλυτη φυσικότητα, χωρίς ίχνος πίσω σκέψης: «Oχι, δεν είχα κανένα απωθημένο. Στα θέατρα που δούλεψα ήμουν πάντα ευχαριστημένη. Kαι ωραία έργα ανεβάσαμε, Eλλήνων και ξένων, και σημαντικούς συνεργάτες είχα στη ζωή μου». H μόνη διαφορά είναι ότι στις κρατικές σκηνές «έχεις ανθρώπους να σε υπηρετούν, να σε βάφουν, να σε ντύνουν, να φροντίζουν τα ρούχα σου. Eγώ δεν το θέλω αυτό όμως. Mόνη μου βάφομαι. Mόνο λίγο την περούκα που φοράω στην παράσταση φροντίζουν…». Hταν μια κουβέντα, λίγο πριν από την παράσταση της «Φρεναπάτης» και παρότι είχαμε λίγο χρόνο στη διάθεσή μας, προλάβαμε να πούμε πολλά: για τους νέους ηθοποιούς και το μέλλον τους, για το ρόλο του θεάτρου σε καιρό κρίσης, για τις πίκρες και τις χαρές αυτής της μεγάλης διαδρομής. Kαι για το τι βαραίνει τελικά στη ζυγαριά.

  • Οι νέοι ηθοποιοί

Πρώτη της έγνοια, οι νέοι ηθοποιοί και το μέλλον τους. Eτσι κι αλλιώς ζει μαζί τους, στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης: «Στενοχωριέμαι κάθε φορά που τελειώνουν τις σπουδές τους οι νέοι ηθοποιοί. Aναρωτιέμαι πού θα βρουν δουλειά. Ξέρετε πόσα έχουν χαθεί; Γνωρίζω παιδιά που αν έβγαιναν στη σκηνή θα έλαμπαν, αλλά… Bέβαια, χρειάζεται σ’ αυτή τη δουλειά και θέληση και δύναμη, δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Aν απογοητευτούν, αν είναι λίγο δειλά, αν κάνουν λίγο πίσω και δεν επιμείνουν, θα χαθούν. Kαι χάνονται.

– Oταν ξεκινήσατε εσείς, δεν ήταν έτσι τα πράγματα;

– Ξεκίνησα τη δεκαετία του ’60 και τότε υπήρχαν 25 θέατρα στην Aθήνα. Aπ’ την άλλη μεριά, επειδή είχα τελειώσει τη σχολή του Tέχνης, τσακ μας πήρε ο Kουν μέσα. Tελειώσαμε έξι -δεν είχε και πολλούς σε κάθε έτος- και τους τρεις μας πήρε στις παραστάσεις: εμένα, τον Tάκη τον Bουτέρη και την Kατερίνα Kαραγιάννη. Σήμερα αναρωτιέμαι πώς τα βγάζουν πέρα τόσα θέατρα. Tα τελευταία χρόνια χαίρομαι γι’ αυτές τις ομάδες των νέων παιδιών, που δεν το βάζουν κάτω και παλεύουν. Kαι μερικές από αυτές πετυχαίνουν θαυμάσια αποτελέσματα.

– Aνησυχείτε για την πορεία του θεάτρου τώρα με την οικονομική κρίση;

– Aσφαλώς, αλλά ελπίζω -γενικά έχει αποδείξει η ιστορία- ότι στους δύσκολους καιρούς όσο και στερημένα να ’ναι ο κόσμος θέλει μια αναψυχή, ένα ξέδομα, μιαν ανάσα. Nα βγει από τα καθημερινά δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Kαι πιστεύω ότι θα πάει στο θέατρο. Tο βλέπω και στη δική μας την παράσταση, που γεμίζει.

– Yπάρχει κίνδυνος, ακριβώς για να αντιμετωπίσει την κρίση, το θέατρο να γλιστρήσει σε πιο λαϊκιστικές εκδοχές;

– H αλήθεια είναι ότι δεν κατάφερα να πάω φέτος στην Eπίδαυρο, γιατί είχα πρόβες, αλλά άκουσα ότι ο Aριστοφάνης ανέβηκε, σε κάποιες παραστάσεις, με πολύ χυδαίο τρόπο. Eκεί δεν τους έφταιγε η οικονομική κρίση. Eξαρτάται πώς το βλέπουν και τι θέλουν να τονίσουν οι συντελεστές της κάθε παράστασης. Nομίζω πάντως ότι ήδη έχει αρχίσει το πράγμα να λαϊκίζει και δεν θα φταίει η κρίση αν πάμε χειρότερα. Aν το θέατρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, ήδη η κοινωνία μας έχει αρχίσει να πέφτει πολιτιστικά στο βάραθρο. Tο βλέπετε στις συμπεριφορές των ανθρώπων, στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχει η αλληλεγγύη και η στήριξη που υπήρχε παλιά. O καθημερινός πολιτισμός είναι ένα στοιχείο του πολιτισμού, αποτέλεσμά του. Για να είσαι και στην καθημερινότητά σου πολιτισμένος πρέπει να έχεις μια παιδεία… E, όλο αυτό αντανακλάται και στο θέατρο.

– Yπάρχουν ρόλοι που ονειρεύεστε να παίξετε;

– E, φυσικά, δεν τελειώνει να ονειρεύεσαι… Bέβαια, τα χρόνια σε αποκλείουν από κάποιους ρόλους, αλλά υπάρχουν και ρόλοι ηλικίας, μεγάλοι και ωραίοι. Oσο και να μεγαλώνει ο ηθοποιός, μέσα του μένει λίγο παιδί. Aν δεν είναι παιδί, χάθηκε. Θυμάμαι τη συχωρεμένη την Παξινού, που έπαιζε μέχρι το τέλος. Στη «Mάνα, κουράγιο» ήταν ήδη άρρωστη και της έλεγαν «άσε μας, να σπρώξουμε εμείς το κάρο», αλλά δεν ήθελε.

  • Ολα έχουν κόστος

Oι μνήμες έρχονταν διαρκώς στη συζήτησή μας. Pόλοι, έργα, στιγμές – καλές ή κακές. Γιατί «όταν πατήσεις πάνω στη σκηνή, φεύγουν όλα». Kαι φυσικά δεν ξεχνάει τις δύο παραστάσεις που έδωσε στο Θέατρο Tέχνης, ενώ μόλις το μεσημέρι είχε κηδέψει τη μητέρα της. «Παίζαμε Iονέσκο “Tο παιχνίδι της σφαγής”. Θυμάμαι οι συνάδελφοι είχαν βγει στις κουίντες και αναρωτιούνταν αν θα τα βγάλω πέρα. Hμουν σαν μέσα σ’ ένα σύννεφο, σαν να περπατούσα μέσα σε νεφέλες».

– Hταν πιο πολλές οι χαρές ή οι πίκρες σ’ αυτή την επιλογή που κάνατε στη ζωή σας; H ζυγαριά πού γέρνει;

– Eγώ χάρηκα που τα πέταξα όλα, γιατί πέταξα πολλά πράγματα απ’ τη ζωή μου. Στο πρώτο έτος στη Σχολή, παντρεύτηκα. Xώρισα μετά από 4-5 χρόνια. Δεν έκανα παιδιά. Kαι δεν έκανα γιατί ήμουν τόσο παθιασμένη μ’ αυτό που έκανα, που δεν ήθελα να χάσω όχι εννιά μήνες και μετά άλλον έναν χρόνο, αλλά ούτε μία μέρα απ’ το θέατρο. Aυτό πράγματι είναι απωθημένο μου και τ’ ομολογώ. Eλεγα συνέχεια, «θα κάνω αργότερα». Tελικά το αργότερα έγινε τίποτα. Nαι, σ’ αυτή τη διαδρομή και πίκρες έχεις και μεγάλες χαρές.

  • ΤΡΕΙΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ
  • Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Τρεις νέες παντρεμένες γυναίκες μιλούν στην κουζίνα για τους άντρες τους βγάζοντας τα εσώψυχα και την τσαντίλα τους, καθώς εκείνοι χαζεύουν σ’ άλλο δωμάτιο ποδοσφαιρικό ματς. Στη Βαβέλ των συζυγικών σχέσεων εστιάζει η κωμωδία της Μισέλ Λόου «Στο ψυγείο», που παίζεται στο θέατρο «Διάνα» με τις Καίτη Κωνσταντίνου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Σάρα Γανωτή. Ο Λευτέρης Γιοβανίδης υπογράφει μετάφραση και σκηνοθεσία.

Οι τρεις πρωταγωνίστριες της παράστασης Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Καίτη Κωνσταντίνου και Σάρα Γανωτή

Οι τρεις πρωταγωνίστριες της παράστασης Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Καίτη Κωνσταντίνου και Σάρα Γανωτή

«Το βασικότερο πρόβλημα των περισσότερων ζευγαριών σήμερα είναι η έλλειψη επικοινωνίας», λέει ο Γιοβανίδης. «Η καθημερινότητα μας φορτώνει με προβλήματα και άγχη που στο τέλος αποξενωνόμαστε ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Η απιστία, η αδιαφορία, ακόμα και η εκμετάλλευση της οικονομικής δύναμης είναι προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτές οι τρεις γυναίκες, που, διογκωμένα, αντικατοπτρίζουν τα προβλήματα μιας σύγχρονης νοικοκυράς στο σπίτι της, μέσα στον μικρόκοσμό της».

  • Εχουν αλλιώτικη γλώσσα και συμπεριφορά οι γυναίκες όταν βρίσκονται μαζί, σε σχέση με εκείνη των αντρών;

«Σχεδόν σαν να μιλάνε μια άλλη γλώσσα. Μεταξύ τους, οι τρεις γυναίκες λένε όλα όσα θα ‘θελαν να πουν στους άντρες τους. Είναι η αόρατη «διαμάχη» μεταξύ των δύο φύλων, που αν και αρχέγονη παραμένει πάντα επίκαιρη. Ο καθένας υποστηρίζει την αλήθεια του και πορεύεται μ’ αυτήν. Από την άλλη, σε μια σχέση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι δύο είμαστε θύτες και θύματα. Στα πρόσωπα αυτών των τριών παντρεμένων γυναικών βλέπουμε τα -σχεδόν παγιωμένα- προβλήματα που υποκρύπτονται σε κάθε γάμο και κανείς εύκολα μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους».

  • Είναι αρκετά διαφορετικές ως χαρακτήρες;

«Απόλυτα! Ως προς την πνευματική τους κατάρτιση, την ψυχοσύνθεσή τους, την οικονομική τους κατάσταση, τον δυναμισμό τους, την αποφασιστικότητά τους. Οι διαφορές εξυπηρετούν άλλωστε την κωμική φύση του έργου. Η ειρωνεία του πράγματος όμως είναι ότι, αν και είναι διαφορετικές σχεδόν σ’ όλα, τα προβλήματά τους είναι παρεμφερή, αν όχι όμοια! Οπως συμβαίνει εξάλλου και στη ζωή».

  • Υπάρχει φως στο τούνελ;

«Ενα τούνελ, όσο μακρύ και σκοτεινό κι αν είναι, πάντα στο τέλος οδηγεί στο φως. Η αναζήτηση του φωτός είναι μονόδρομος στη ζωή μας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πρέπει να επιβιώσουμε. Και, φυσικά και ουσιαστικά, σημαντικός μας σύμμαχός σ’ αυτήν την πορεία είναι το χιούμορ. Μόνο μέσα από το χιούμορ μπορείς να εξορκίσεις το κακό. Η Μισέλ Λόου με χιούμορ και ανατρεπτική διάθεση παρουσιάζει τη Βαβέλ των συζυγικών σχέσεων μοναδικά».

  • Χιούμορ για σας είναι;

«Να μπορώ να αυτοσαρκάζομαι, να μπορώ να αντιληφθώ τη φθαρτότητά μου και βασικά να μη με αντιμετωπίζω με σοβαροφάνεια. Η πρόκληση τώρα είναι να μπορέσω να κάνω τον άλλο να γελάσει, να μπορέσω να σκηνοθετήσω πετυχημένα κωμωδία. Είναι κάτι που με απασχολεί και με ενδιαφέρει πολύ».

  • Η συνύπαρξη είναι ένα μοτίβο που σας απασχολεί συχνά («Ερωτικά σονέτα» του Σέξπιρ, «Μόνοι μαζί» του Αμπχόρνσεν, «Κάποιος θα ‘ρθεί» του Φόσε). Προσωπικά έχετε βρει λύση;

«Εννοείτε λύτρωση; Δεν νομίζω. Είναι νωρίς ακόμη. Ελπίζω να έχω πολλά επεισόδια να δω. Για μένα η συνύπαρξη είναι το παν. Συνυπάρχω, άρα υπάρχω. Και αγαπώ το θέατρο ακριβώς για τις συναντήσεις ανθρώπων που μας επιφυλάσσει. Στην καθημερινότητά μου η συνύπαρξη αποτελεί πηγή έμπνευσης κι αν θεωρήσουμε ότι διανύουμε μια δύσκολη περίοδο σε πολλούς τομείς, η λύση θα έρθει μόνο άμα καταλάβουμε τη δύναμη της συνύπαρξης».

  • Γιατί συνηθίζετε να κάνετε και τη μετάφραση των έργων που ανεβάζετε;

«Ξεκίνησα να μεταφράζω καλύπτοντας την ανάγκη μου να γράφω. Με γοητεύει και η έντονη διαφορά ανάμεσα στη μοναχικότητα της μετάφρασης με την απόλυτη ομαδικότητα του θεάτρου. Μου αρέσει να δουλεύω λεπτομερώς το λόγο των ηρώων μου και να μπαίνω στο παιχνίδι της λέξης και του τονισμού μιας φράσης. Με γοητεύει όταν καταφέρνω να ανακαλύπτω λύσεις και η ελληνική γλώσσα σ’ αυτό το παιχνίδι είναι σημαντικός σύμμαχος. Επιπλέον η μετάφραση πάντα αποφέρει και μια καλή αμοιβή, πράγμα απαραίτητο».

info: Σκηνικά Σπύρου Τσαγκαράτου-Νίκου Παπανούση, κοστούμια Αλέξη Φούκου, μουσική Γιάννη Χριστοδουλόπουλου, βίντεο Ρόμπιν Σκουτέρη, φωτισμοί Γιώργου Τέλλου.

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Ο Στάθης Λιβαθινός ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς, τραγικούς γονείς, τον βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ και την Μπερνάρντα Αλμπα του Λόρκα, αισθάνεται μάλλον άνετα. «Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια», δηλώνει για τους ήρωες των παραστάσεων που δουλεύει με πυρετώδεις ρυθμούς ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα.

Ο Στάθης Λιβαθινός...

Ο Στάθης Λιβαθινός…

Ο «Βασιλιάς Λιρ», είναι η γνωστή βραβευμένη παράσταση που ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2008, με συγκλονιστικό Λιρ τον Νικήτα Τσακίρογλου -επαναλαμβάνεται από τις 7 Νοεμβρίου στο «Παλλάς», σε παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων.

Η Μπερνάρντα είναι η μία από τις δυστυχισμένες ηρωίδες του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα που, κόντρα στην κρίση, ανεβαίνει στις 3 Νοεμβρίου με έναν γυναικείο θίασο πρωταγωνιστριών στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Η τυραννική μητέρα, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει πένθος 8 ετών μαζί με κατ’ οίκον εγκλεισμό στις πέντε θυγατέρες της.

Υπάρχει και τρίτο «μέτωπο» για τον Λιβαθινό: ο «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ, τη διασκευή του οποίου επεξεργάζεται ήδη μαζί το μεταφραστή Γιώργο Δεπάστα. Η παράσταση με την οποία «θα κάνουμε διάλογο απευθείας με την Επανάσταση», όπως λέει ο σκηνοθέτης, θα ανεβεί στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση στις 20 Ιανουαρίου.

– Ζορίζεστε που δουλεύετε δύο παραστάσεις ταυτόχρονα;

«Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει και 2 και 3 πρόβες. Το θέμα δεν είναι αν κάνω δύο πρόβες, είναι αν προσφέρω κάτι. Κάνω τους ηθοποιούς καλύτερους;»

– Λειτουργείτε καλύτερα υπό καθεστώς πίεσης;

«Η αλήθεια είναι ότι η μόνη περίοδος που δούλεψα χωρίς πίεση ήταν την εποχή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Ετσι θα ‘πρεπε να είναι κανονικά οι συνθήκες στο θέατρο. Δεν κατηγορώ κανέναν. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας συχνά ξεπέρασα τα όρια των προβών. Θεωρώ πάντως ότι η πίεση μπορεί να είναι ένα καλό ερέθισμα. Μην ξεχνάμε ότι η θέση του σκηνοθέτη είναι αυτή του κυματοθραύστη. Δεν πρέπει να πιέζονται οι ηθοποιοί, πρέπει να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι έχουν άπειρο χρόνο. Ο σκηνοθέτης, σαν καλός «προφυλακτήρας», σβήνει και απορροφά τους κραδασμούς».

– Βρίσκεστε ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς γονείς που καταλήγουν θύμα του εαυτού τους. Σύμπτωση;

«Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια. Δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε η «συνύπαρξή» τους ούτε η σημερινή επιλογή τους. Ζούμε μια εποχή που την προσδιορίζει η σύγκρουση των γενεών. Είμαστε όλοι παιδιά που δύσκολα μεγαλώνουμε. Και για το λόγο αυτό, έργα σαν την «Μπερνάρντα Αλμπα» μάς κάνουν διπλό καλό. Θέλεις κάποια στιγμή να σκοτώσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου για να πας μπροστά… Είναι αναπόφευκτο.

»Σήμερα, ιδίως, βλέπουμε να τραβιέται το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μανάδων αυταρχικών, όπως η Μπερνάρντα, γονέων παραπλανημένων και τυφλών, όπως ο Λιρ, γονιών που ζήσαν μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα και ένα μέρος του το μετέφεραν στα παιδιά τους.

Το έργο του Λόρκα είναι επομένως επιτακτικά επίκαιρο για ορμονικούς και αρμονικούς λόγους, αφού συνεχίζει να υπάρχει μια δυσαρμονία ανάμεσα στους νέους και στους γέρους, καθώς και οι μεν και οι δε βλέπουν το δίκαιο με το δικό τους τρόπο και αρνούνται να συμβιβαστούν.

Οπότε, είτε βγαίνουν και τα σπάνε (όπως οι νέοι), είτε απλώς αποχωρούν (όπως οι γέροι). Επειδή λοιπόν σήμερα θερίζουμε ό,τι σπείραμε, θεωρώ ότι είναι δίκαιη πράξη να επιστρέφεις στην κοινωνία αυτό με το οποίο ζει. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δίνει στην κοινωνία τον καθρέφτη της».

– Υπάρχουν, δηλαδή, σήμερα Μπερνάρντες;

«Η Μπερνάρντα Αλμπα δεν ξέρω αν υπάρχει. Το σπίτι της υπάρχει πάντως. Δεν είναι τυχαίο που ο Λόρκα ονόμασε έτσι το έργο του. Γιατί μέσα στις ντουλάπες του σπιτιού υπάρχουν σκελετοί, ενώ μες στα δωμάτια κυκλοφορούν μητέρες, παιδιά, γιαγιάδες και υπηρέτες. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του ο Λόρκα αναπαρέστησε το μοντέλο μιας μικροκοινωνίας, που παραδόξως δεν είναι κομμένη στα δύο. Οι γονείς στο έργο έχουν ακριβώς το ίδιο δίκιο με τα παιδιά τους. Είναι μια τραγική, αντιφατική, μοιρασμένη ισάξια ιστορία.

»Ο Λόρκα μπορεί να έλεγε «θα γράψω ένα έργο όλο ζωή και όχι ποίηση». Τελικά, όμως, δεν τα κατάφερε, γιατί η «Μπερνάρντα» είναι ένα έργο όλο ποίηση. Εξ ου μάς έβαλε σε τεράστιους μπελάδες, προκειμένου να ανακαλύψουμε το αίνιγμα. Μάλιστα, η Μπερνάρντα στην παράστασή μας δικαιώνεται και δεν καταδικάζεται ως η κακή αυταρχική μαμά. Εύχομαι στις μανάδες του μέλλοντος να μην είναι το ίδιο… αυταρχικές. Αν και φοβάμαι ότι θα είναι ίδιες και χειρότερες. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο DNA μας πάντα κουβαλούμε και την προηγούμενη γενιά».

– Πώς ακριβώς δικαιώνεται η, καταπιεστική με τις κόρες της και άκρως ευνουχιστική με τους έρωτές τους, Μπερνάρντα;

«Δικαιώνεται ως ένα απολύτως τραγικό πρόσωπο. Οπως και ο Λιρ. Η δική μας Μπερνάρντα μεταφέρει την περιφρονητική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς η κοινωνία είναι πολύ πιο υποκριτική απ’αυτήν. Η ηρωίδα έχει το προτέρημα αλλά και το μειονέκτημα να μην υποκρίνεται, παρ’ όλο που την απασχολεί πολύ η γνώμη των άλλων. Εχει τις αρχές της και πρέπει να σώσει την οικογένειά της. Με τον τρόπο της…».

– Ακόμη και αν καταντά … φασιστικός;

«Αυτό το λέμε σήμερα εμείς. Αλλά, μην ξεχνάμε ότι η Ισπανία κατάφερε να έχει δεκαετίες δικτατορία και να μην κουνιέται φύλλο. Πώς συνέβη μια χώρα τόσο ανεπτυγμένη και με τόση καλλιέργεια να αντέξει τον εφιάλτη μιας δικτατορίας και συγχρόνως να δημιουργεί; Αυτό είναι παράδοξο».

– Εχει γραφτεί ότι ο Λόρκα πίσω από την αυταρχικότητα της Μπερνάρντα Αλμπα προφητικά στηλίτευε την επερχόμενη ισπανική χούντα.

«Δεν θέλει καμία χούντα να στηλιτεύσει. Ο Λόρκα πάει ακόμα πιο βαθιά, καθώς φτάνει να εξετάσει τον έρωτα σαν συμφορά. Ηξερε, ζώντας μια απαγορευμένη ερωτικά ζωή, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, να κρύβει το μεγαλύτερο κομμάτι της. Γιατί, κι αν ήταν ερωτικός ο Λόρκα! Φυσικά, το έργο συντονίζεται με τη σημερινή συγκυρία, μέσω των αντιθέσεων που σπαράσσουν τόσο το ίδιο όσο και την κοινωνία. Και η μεγαλύτερη αντίθεση είναι η αγάπη για ζωή. Η ανάγκη, με άλλα λόγια, που σπαράσσει κάθε κοινωνία».

– Είπατε ότι η μάνα του Λόρκα με τον εμβληματικό πατέρα του Σέξπιρ είναι αδέλφια. Σε τι διαφέρουν;

«Δεν είναι τυχαίο ότι στον Σέξπιρ δεν αναφέρεται ποτέ η μητέρα. Γιατί ο Λιρ είναι μάνα και πατέρας μαζί. Οπως και η Μπερνάρντα. Μάλιστα, θα έλεγα η Μπερνάρντα είναι ο πατέρας, κατά τον τρόπο που ο Λιρ είναι η μητέρα. Ετσι αναπληρώνουν και οι δύο ένα κενό. Αλλωστε, ο Λιρ αποκαλύπτεται πιο θηλυκός, με τη βαθύτερη έννοια, απ’ την Μπερνάρντα. Μέσα σ’ αυτό το τόσο καλά προφυλαγμένο αμύγδαλο αποκαλύπτεται μια ευαίσθητη ψυχή. Δεν νομίζω πάντως ότι τον «Λιρ» τον έχει γράψει άνθρωπος. Ιδού το έργο ενός εξωγήινου. Ο «Λιρ» βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τη Βίβλο».

– Εσείς τολμήσατε πάντως να τον αγγίξετε.

«Μια ζωή είναι αυτή. Να μην τολμήσω; Ο Τσακίρογλου, στη δεύτερη συνάντησή του με το κείμενο, πηγαίνει ακόμα πιο βαθιά. Το ότι παίζει τον Λιρ είναι τιμή για το ελληνικό θέατρο. Δεν πρέπει τους ηθοποιούς που μεγαλώνουν να τους ξεχνάμε. Είναι σημαντικό στο θέατρο να δημιουργούμε γενιές. Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος όπου δεν χρειάζονται οι κατ’ επάγγελμα νέοι».*

info: μετάφραση Εφης Γιαννοπούλου. Σκηνικά-κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου. Πρωταγωνιστούν οι Μπέττυ Αρβανίτη, Σμαράγδα Σμυρναίου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη και Λουκία Μιχαλοπούλου.

  • Ο κόσμος δεν ψάχνει στο θέατρο μανιφέστα για το Μνημόνιο

– Η κρίση δεν θα ενεργήσει «κατασταλτικά» στο κοινό;

«Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος που θα έρθει στο θέατρο θα σκέφτεται το ΔΝΤ. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έρχονται για να ανακαλύψουν κάτι που κανένα Νομισματικό Ταμείο δεν μπορεί να ακυρώσει. Αν, τώρα, υπάρχει ΔΝΤ στη χώρα μας, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Εμείς που θέλαμε να βάλουμε τα παιδιά μας στο Δημόσιο. Εμείς που μάς άρεσε να σπαταλάμε. Εμείς που ζήσαμε μια καταναλωτική ζωή και σήμερα καλούμαστε να ζήσουμε σαφέστατα με λιγότερα. Καλό θα μας κάνει! Η κρίση υπήρχε εδώ και χρόνια. Τώρα μιλάμε για κρίση; Επειδή λιγόστεψαν τα χρήματα; Ε, ας ζήσουμε με λιγότερα. Οι γονιοί μας τα βγάλαν πέρα στην Κατοχή. Θα πεθάνουμε; Οχι. Ευκαιρία είναι να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο.

Βεβαίως, η δική μου πολιτική είναι εκεί, επάνω στη σκηνή. Νομίζω ότι ο κόσμος δεν έρχεται για ν’ ακούσει μανιφέστα για το Μνημόνιο στο θέατρο. Ερχεται για μια βαθύτερη εξομολόγηση. Και νομίζω ότι ο κόσμος που θα έρχεται τώρα στο θέατρο, θα μάς τιμά δύο φορές περισσότερο. Γιατί όντως γι’ αυτόν δεν είναι απλό, ακόμα και για να βρει το κουράγιο να βγει έξω απ’ το σπίτι του. Οπότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε γι’ αυτόν!»

– Η κρίση, πάντως, ήδη λειτουργεί ως άλλοθι για την εν γένει περιστολή των δαπανών για τον πολιτισμό.

«Κι όμως, η κρίση κάνει πάντα την τέχνη πιο αναγκαία. Δεν ξέρω πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα που ανέπτυξε το θέατρό της! Τώρα ήρθε η ώρα και για τη θεατρική παιδεία. Αυτό που δεν μπορεί να αποτελεί πλέον άλλοθι είναι το χαμηλό επίπεδο πολλών δραματικών σχολών και η έλλειψη σχολής σκηνοθεσίας. Θέλω να πιστεύω ότι ο Παύλος Γερουλάνος θα εκτεθεί. «Προφυλαγμένος» δεν θα μπορέσει να αλλάξει τα πράγματα, γιατί ο πολιτισμός έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές. Θέλω να πιστεύω ότι θα απλώσει το χέρι και στον «άρρωστο», που λέγεται θεατρική παιδεία! Εν μέσω κρίσης είμαι ενεργητικότατα απαισιόδοξος! Ως προβληματικό και άτακτο παιδί πάντα είχα αδυναμία στους προβληματικούς και «ιδιαίτερους». Και η χώρα μας άτακτη είναι. Νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε. Οποιος έχει καταθέσει τα λεφτά του στην τράπεζα της τέχνης και της πνευματικότητας δεν θα χάσει ούτε μισή πεντάρα απ’ την κρίση».

Της ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΑΜΟΥ, Αδέσμευτος Τύπος, 24/10/2010

«Αιώνες μακριά απ’ την Αλάσκα» αλλά στη θεατρική καρδιά της Αθήνας η Πέμη Ζούνη ερμηνεύει έναν εξαιρετικό μονόλογο απ’ το έργο του Ακη Δήμου. Η σημαντική πρωταγωνίστρια δεν έρχεται πρώτη φορά «αντιμέτωπη» με την ηρωίδα του συγγραφέα. Στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας το 2002 είχε ξαναπαίξει το κείμενο για δυο ημέρες, στην Αθήνα.  Πριν από τέσσερα χρόνια πήγε με το ίδιο έργο μια μικρή περιοδεία, σε θέατρα της Περιφέρειας. Ο κύκλος για την Αθήνα φαίνεται πως δεν είχε κλείσει, έτσι η Πέμη Ζούνη μόλις χθες έκανε πρεμιέρα στο θέατρο «Κάππα», όπου θα παραμείνει -με τον Θοδωρή Οικονόμου στο πιάνο- για πέντε Σαββατοκύριακα.

• Τι πραγματεύεται το έργο του Ακη Δήμου; Ποια είναι η ηρωίδα του;

«Ξεδιπλώνεται η ροή του βίου μιας γυναίκας. Η ηρωίδα μπαίνει σ’ ένα ξενοδοχείο με μια βαλιτσούλα στο χέρι και περιμένει έναν άντρα που της έχει δώσει ραντεβού. Οση ώρα τον περιμένει αρχίζει να μιλάει, ν’ αναπολεί. Οταν ήταν μικρή είχε μελετήσει κλασική μουσική και μεγαλώνοντας κατέληξε να τραγουδάει σ’ ένα σκυλάδικο της επαρχίας ονόματι «Αλάσκα». Στο έργο διαγράφεται η πορεία της, οι έρωτες της».

• Θεωρείτε πως αυτό το είδος θεάτρου -οι μονόλογοι- αποτελούν, σήμερα, μόδα;

«Πιστεύω πως δεν είναι ακριβώς «μόδα» αλλά μια «ώριμη» στιγμή. Τελευταία έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν και να εκτιμούν τους μονολόγους. Τα σύνορα, πια, είναι ανοικτά στην τέχνη. Επομένως, το κοινό που ασχολείται με το θέατρο εκπαιδεύεται και ωριμάζει, αρχίζοντας σιγά – σιγά ν’ ανακαλύπτει αυτό το είδος. Και οι ηθοποιοί βεβαίως, εξελισσόμαστε, προχωρώντας σε νέες ερμηνευτικές μεθόδους».

• Δημιουργήσατε έτσι την καριέρα σας ώστε οι προτάσεις που έρχονταν ήταν για έργα ρεπερτορίου ή για εκλεκτές τηλεοπτικές παραγωγές. Το γεγονός ότι σας αντιμετώπιζαν ως ελίτ, σας περιόριζε στις επιλογές σας;

«Δεν αυτοπεριοριζόμουν, παρά μόνο απ’ την αισθητική μου. Είχα μια ελευθερία, μια επιθυμία στο να δοκιμάζω θεατρικά είδη. Τον πρώτο χρόνο της πορείας μου ξεκίνησα με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Εθνικό Θέατρο. Το επόμενο βήμα μου ήταν τρίτος ρόλος στην Ελεύθερη Σκηνή στο «Σώσε» του Βουτσινά και το έκανα γιατί απλώς μ’ ενδιέφερε πολύ να είμαι σ’ αυτή την ομάδα. Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών με Μαριβό και Παπαβασιλείου. Εχοντας περάσει από το μιούζικαλ μέχρι το λεγόμενο «εμπορικό» και απ’ το έντεχνο του απλού θεάτρου μέχρι το μπουλβάρ, καταλαβαίνετε την απόλυτη ελευθερία που ένιωθα να επιλέγω και να δοκιμάζω θεατρικά είδη. Δεν «μάσησα» ποτέ από κριτικές άλλου τύπου γιατί αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της διαδρομής του ηθοποιού. Είτε άκουγα καλά λόγια είτε άσχημα για όλες αυτές τις μεταπηδήσεις, δεν υπήρχε περίπτωση να στερηθώ την ευτυχία των επιλογών μου».

• Ωστόσο, σταθήκατε και τυχερή ως προς το αποτέλεσμα που έφερναν οι εκ διαμέτρου αντίθετες επιλογές.

«Ημουν πολύ τυχερή ίσως γιατί ενστικτωδώς αποφάσιζα να πραγματοποιώ αυτές τις μεταπηδήσεις όταν, και μόνο όταν, ένιωθα ασφάλεια για το αποτέλεσμα. Ασφάλεια που πήγαζε από τους συντελεστές».

• Ετσι, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στη χώρα μας η τέχνη έχει τη δύναμη να σηκώσει τον θεατή απ’ τον καναπέ και να τον φέρει στο θέατρο και στη μουσική σκηνή;

«Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ψάχνουμε την ουσία τόσο για αισθητικούς όσο και για λόγους οικονομικούς αναζητούμε το καλύτερο, αφού πρόκειται να περιοριστούμε στον αριθμό θεαμάτων που πρόκειται να επιλέξουμε, εν μέσω κρίσης. Αρα η ανάγκη για μια όαση σκέψης και αισθητικής μας οδηγεί, πιστεύω σε καλύτερες και αυστηρότερες επιλογές».

• Για τρεις σεζόν ήσασταν με την Ελένη Πέτα, σε μουσικό θεατρικο-χορευτική παράσταση, φέρνοντας στη μουσική παρέα, το έντεχνο τραγούδι. Ποιος είναι τελικά ο ορισμός του έντεχνου, δεδομένου ότι πολλοί ξιφουλκούν στο όνομα του;

«Οποιοδήποτε σχήμα έχει σπουδάσει μουσική και αντιμετωπίζει το χώρο του τραγουδιού συνειδητά και με εργαλεία δουλεμένα. Αν έχεις σπουδάσει, ανεξάρτητα απ’ την επιλογή, το αντιμετωπίζεις με άλλο σεβασμό. Δηλαδή, ένας λαϊκός συνθέτης που έχει σπουδάσει εμπειρικά κι έχει μελετήσει όλη του τη ζωή το είδος με το οποίο ασχολείται, σίγουρα το αντιμετωπίζει μέσα στα πλαίσια της τέχνης. Το έντεχνο, σύμφωνα με την άποψή μου, δεν είναι μόνο το κλασικό αλλά και οι άλλες μορφές, όπως το παραδοσιακό, το λαϊκό».

• Υπάρχουν καλές φωνές. Ανθούν οι μουσικές σκηνές. Ομως, μεγάλο μέρος του μουσικού θεάματος καταλαμβάνει η οπτικοακουστική φθήνια. Πιστεύετε ότι ζούμε σε πολιτισμικό χάος;

«Πιστεύω ότι η Ελλάδα αφενός δεν θα πάψει να παράγει πολιτισμό, αφετέρου δεν του δίνουμε τη σημασία που πρέπει και άρα αφήνουμε αυτή τη χαοτική κατάσταση να επικρατεί. Θεωρώ ότι ο κάθε καλλιτέχνης, κάποια στιγμή, μπορεί να βρει το είδος που του ταιριάζει. Εκείνο που τον αφορά. Στην τέχνη δεν πας βεβαίως με «άνωθεν γραμμή», αλλά πηγαίνεις σε σχέση με τη δική σου αυτογνωσία και προσωπικότητα. Θα μπορούσαμε ως καλλιτέχνες, να βοηθήσουμε την παιδεία που έρχεται μέσα απ΄ την επαφή με την τέχνη, αναδεικνύοντας τα πράγματα που αποπνέουν σεβασμό».

• Ως απλή πολίτης που υπηρετούσατε το θέατρο, διακρίνατε κάποια κακώς κείμενα. Σήμερα, που βρίσκεστε στο Κοινοβούλιο και με αρμοδιότητες στα θέματα Πολιτισμού, ποια ζητήματα προσπαθείτε να εισηγηθείτε προς επίλυση;

«Δυο σημαντικά θέματα θα σας πω. Το πρώτο είναι η πανεπιστημιακή καλλιτεχνική εκπαίδευση, που αποτέλεσε σημαντικό λόγο, προκειμένου να ασχοληθώ με την πολιτική. Η υπουργός Παιδείας έχει κατανοήσει την άμεση αναγκαιότητα του θέματος κι έδωσε την πολιτική βούληση να πραγματοποιηθεί. Ηδη, λοιπόν, έχουμε αρχίσει να ερευνούμε τον τρόπο που θα υλοποιηθεί η πανεπιστημιακή καλλιτεχνική εκπαίδευση. Αξίζει να σημειωθεί, ότι θα γίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας έπειτα από πολλές εξαγγελίες και αποτυχημένες προσπάθειες, κατά το παρελθόν. Το επόμενο βήμα που παράλληλα δουλεύουμε είναι η στήριξη του σύγχρονου πολιτισμού. Ξέρετε η πολιτιστική κληρονομιά μας στηρίζεται αρκετά καλά, ο σύγχρονος πολιτισμός, όμως, έχει ανάγκη μεγαλύτερης προσπάθειας και προβολής».

Της ΜΑΡΙΕΤΤΑΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, Αδέσμευτος Τύπος, 24/10/2010

Είναι ο πρωταγωνιστής της σειράς της 61,7% τηλεθέασης αλλά και η πιο «τραγική φιγούρα» ήρωα της μικρής οθόνης. Αν και ο ίδιος υποστηρίζει… «πρωταγωνιστής δεν είμαι εγώ, αλλά το Νησί, η Σπιναλόγκα».
Ο Στέλιος Μάινας μας μίλησε τόσο στην αποστολή που πήγαμε στην Κρήτη όσο και μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου της σειράς του MEGA, για το ρόλο του Γιώργη του βαρκάρη που χαρακτηρίζει «Θείο δώρο».
• Είχατε διαβάσει «Το Νησί» πριν σας γίνει η πρόταση να παίξετε στη σειρά;
«Εννοείται. Και μου άρεσε γιατί έβγαζε μια χειμαρρώδη ανθρωπιά, είναι ένα βιβλίο με ψυχή. Η Βικτόρια Χίσλοπ έβλεπε μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει μελό από μια αντικειμενική πλευρά. Κι επειδή προέρχεται από μια διαφορετική χώρα εντυπωσιάστηκε από τους Κρητικούς οι οποίοι είναι αφοπλιστικοί στην ειλικρίνειά τους και μπόρεσε να δει ότι βγάζουν μια αλήθεια στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα δύσκολα, την ίδια τη ζωή. Κι αυτό το πέρασε στην ιστορία της».
• Αληθεύει ότι ακόμα κι εσείς, που είστε καταξιωμένος και έμπειρος ηθοποιός, περάσατε από κάστινγκ για το ρόλο του Γιώργη;
«Ναι. Δεν μπορείς να προσαρμόσεις τους ηθοποιούς στους ρόλους. Εγινε οντισιόν για όλους που κράτησε ένα μήνα περίπου. Εμένα μου πρότεινε το κανάλι να κάνω κάστινγκ με τον σκηνοθέτη, τον Θοδωρή Παπαδουλάκη, και πήγα. Μου έδωσαν να διαβάσω κάποια κείμενα και με ρώτησαν ποιο ρόλο θα ήθελα να παίξω. Είπα τον Γιώργη, αν και η παραγωγή μου πρότεινε το ρόλο του δημάρχου της Σπιναλόγκας, του Παπαδημητρίου, που τον κάνει ο Τάσος Νούσιας. Ηθελα μετά τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Ηταν Θείο δώρο για μένα που ήρθε στην κατάλληλη στιγμή»…
• Γιατί διαλέξατε το ρόλο του Γιώργη;
«Γιατί έχει τα λιγότερα λόγια. Ο Γιώργης είναι ένας πολύ φορτισμένος ήρωας που δεν μιλάει με τα λόγια, αλλά με το συναίσθημα. Είναι ο ψυχοπομπός που κουβαλάει στον Κάτω Κόσμο, στη Σπιναλόγκα τις ψυχές. Είναι η σύνδεση με τον έξω κόσμο. Κι από την άλλη χάνει τη γυναίκα του από τη λέπρα, η κόρη του η Μαρία αρρωσταίνει κι αυτή, ενώ την άλλη κόρη του την Αννα τη σκοτώνει ο άντρας της. Είναι τραγική φιγούρα».
• Ουσιαστικά είναι και ο βασικός πρωταγωνιστής αφού τον βλέπουμε σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας;
«Μπορεί ο ρόλος μου να διατρέχει όλο το σίριαλ, αλλά δεν είναι πάνω μου το σίριαλ. Πρωταγωνιστής είναι το Νησί, η Σπιναλόγκα. Δεν καπελώνει κανείς κανέναν. Κι αυτό το έχει συντηρήσει η Μιρέλλα και στο σενάριο το οποίο έχει γράψει με τη σύμπραξη της Βικτόρια».
• Εντοπίσατε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία ως προς την ερμηνεία του Γιώργη;
«Δεν μπορώ να εντοπίσω δυσκολία. Είναι αρχή μου να αφομοιώνω και να κάνω δικό μου το χαρακτήρα που καλούμαι κάθε φορά να υποδυθώ κι εδώ στην Κρήτη έχω και την πολυτέλεια και το χρόνο για να το πετύχω. Γιατί σ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων είμαι μόνιμα στην Κρήτη και κάνω τη ζωή των Κρητικών, πηγαίνω ακόμα και για χειμερινό κολύμπι και φυσικά έχω κάνει και πολλή βαρκάδα. Εδώ κάνεις ένα πράγμα και δεν αποσπάται η προσοχή σου. Είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Η δουλειά σου και η ζωή σου είναι εδώ μέχρι να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Φυσικά βοήθησε πολύ και το καλό κλίμα που έχει φτιάξει ο σκηνοθέτης το οποίο είναι μεταδοτικό. Δεν νιώθεις ότι αυτό που κάνεις είναι ρουτίνα».
• Αλήθεια, πώς είναι η πρώτη σας συνεργασία με τον νέο αλλά βραβευμένο και πολλά υποσχόμενο Θοδωρή Παπαδουλάκη;
«Μόνο ο Παπαδουλάκης ο οποίος είναι Κρητικός και ζει μόνιμα στα Χανιά, θα μπορούσε να κάνει αυτό το σίριαλ. Επιμένει σε μια συγκεκριμένη οπτική που όμως ταιριάζει στη Σπιναλόγκα και σου επισημαίνει δύο άλλους άξονες από αυτούς που είχες στο μυαλό σου. Κοιτάει μ’ έναν πρωτογονισμό και μια αγνότητα ένα κομμάτι που θα μπορούσε αλλιώς να είναι κοινότοπο και σε συνδυασμό με την ελλειπτική γραφή της Μιρέλλας δίνει εικόνες στις οποίες με μια κίνηση, ένα βλέμμα, λέγεται ό,τι κανονικά θα έπρεπε να ειπωθεί με λέξεις».
• Για τις ανάγκες του ρόλου σας ήρθατε σ’ επαφή με χανσενικούς;
«Ναι, και κυρίως με τον Μανώλη Φουντουλάκη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή και ο οποίος έκανε κι ένα μικρό πέρασμα από τη σειρά σε μια περιφορά. Μου έκανε πάρα πολύ καλό».
• Συγκινηθήκατε όταν είδατε το πρώτο επεισόδιο;
«Εμείς συγκινηθήκαμε και κλάψαμε σ’ όλη τη διάρκεια του έργου».
• Οπότε είχατε μόνο αγωνία για το πώς θα πάει η σειρά;
«Σε μια περίοδο πάρα πολύ δύσκολη οικονομικά, το MEGA πήρε το υψηλό ρίσκο να κάνει μια σειρά που δεν είναι κωμωδία, μια σειρά εποχής με θέμα τη λέπρα και κινηματογραφική γραφή. Μια δουλειά –στοίχημα που, όπως δείχνουν τα πράγματα μέχρι στιγμής, το κέρδισε. Την πιο μεγάλη αγωνία πάντως από την αρχή την είχε η Βικτόρια η οποία συμμετείχε στην προετοιμασία της σειράς από τα πρώτα κιόλας δοκιμαστικά. Της είχαν προτείνει κι από άλλες Τηλεοράσεις να κάνουν το βιβλίο της σίριαλ, αλλά η Βικτόρια πάει όπου την πάει η καρδιά της».
• Πράγματι, παρ’ όλο που είναι δραματική σειρά, ο κόσμος την αγάπησε.
«Ναι, γιατί είναι πάρα πολύ αισιόδοξη και καθόλου δραματική κατά βάθος. Γιατί δείχνει τη δυσάρεστη πλευρά της ζωής με μια εκπληκτική αισιοδοξία. Οι χανσενικοί μπορεί να υπέφεραν από την αρρώστια, όμως ζούσαν τη ζωή με μεγαλύτερη αγάπη και δυναμική από τους άλλους που ήταν έξω. Μια σειρά που κι εμάς που συμμετείχαμε σ’ αυτή μας έκανε πιο πλούσιους από τις εμπειρίες που ζήσαμε αλλά και οι τηλεθεατές γίνονται πιο πλούσιοι από αυτά που τους μεταδίδουμε. Και το μήνυμα που περνάει είναι: μήπως τελικά ο πόνος και η απειλή του θανάτου σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο;»…

  • Η σκηνοθέτις και ηθοποιός προτιμά να γράφει με το χέρι, αν και γοητεύεται από την τεχνολογία, συγκινείται όταν θυμάται τη συνεργασία της με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και ονειρεύεται να ανεβάσει μια μέρα την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου

Ανάμεσα σε δύο μεγάλες αγάπες της, την υποκριτική και τη σκηνοθεσία, ακροβατεί αυτήν την εποχή η Ρούλα Πατεράκη. Ερμηνεύει το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου «Ιστορία των μεταμορφώσεων» στο Από Μηχανής Θέατρο και δίνει τις τελευταίες σκηνοθετικές οδηγίες για το έργο «Εξόριστοι» του Τζέιμς Τζόις που ανεβαίνει στις 5 Νοεμβρίου στον ίδιο χώρο. Στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας υπήρξε σύντροφός της ως τον ξαφνικό θάνατό του, σε ηλικία 55 ετών. Στη δεύτερη, ο ιρλανδός λογοτέχνης είναι από τις προσωπικότητες που την έχουν σημαδέψει για την τερατώδη ιδιοφυΐα και την πρωτόγνωρη παιδεία. Η ίδια μάς μίλησε για τη νωχελικότητα με την οποία αντιμετωπίζει την κρίση, για το κοινό που έχει τη δύναμη να σε ξαφνιάσει ευχάριστα ή δυσάρεστα και για την άρνησή της να καταταχθεί, είτε στο «εμπορικό» είτε στο «ποιοτικό» μετερίζι. 

– Βρίσκεστε στην τελική ευθεία για το ανέβασμα των «Εξορίστων». Πότε νιώθετε ότι μια παράσταση είναι έτοιμη;

«Ποτέ. Στο θέατρο δεν υπάρχει κάτι απολύτως ολοκληρωμένο. Αυτό είναι ένα από τα βασικά του συμπτώματα». 

– Αυτή η αβεβαιότητα σάς προκαλεί ανασφάλεια;

«Εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν νιώθω ούτε ασφάλεια ούτε ανασφάλεια στο θέατρο. Εξακολουθώ να εκτίθεμαι και ταυτόχρονα φυλάω τα νώτα μου από το κοινό – στον βαθμό φυσικά που μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο».

– Σας αρέσει να παρακολουθείτε μια παράστασή σας ως θεατής όταν έχει πια ανέβει;
«Πολύ δύσκολα εγκαταλείπω μια παράσταση με το πού θα ανοίξει η αυλαία. Οι ηθοποιοί έχουν τη χαρά ή την απελπισία να με βλέπουν σχεδόν κάθε βράδυ μπροστά τους. Κανείς φυσικά δεν μου έχει πει απροκάλυπτα ότι απελπίζεται, αλλά είμαι απαιτητικότατη σκηνοθέτις, επιδιώκω και επιβάλλω πειθαρχία και αυτό ίσως κουράζει κάποιους». 

– Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που αναζητείτε σε έναν ηθοποιό;

«Το ταλέντο πάνω από όλα. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι άπιαστος και απρόβλεπτος σαν τον υδράργυρο. Να είναι ταπεινός και να δέχεται να τραυματιστεί, να πληγωθεί σε όλους τους τομείς, να τσαλακώσει τον ανθρώπινο εγωισμό του».

– Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε ένα έργο του Τζόις;

«Ηταν μια ιδιοφυΐα, άνθρωπος των άκρων όπως όλες οι ιδιοφυΐες. Ολα τα έργα του λοιπόν είναι από δύσκολα ως θαυμάσια. Ας μη μένουμε όμως με το στόμα ανοιχτό απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Είναι προτιμότερο να ανοίγουμε έναν διάλογο μαζί τους και να μην παραβλέπουμε τα στραβά τους». 

– Το κοινό μπορεί να πλησιάσει εύκολα ένα δύσκολο έργο;

«Ενα δύσκολο έργο περνά δύσκολα στο κοινό που είναι μαθημένο στην ευκολία. Πάντως το κοινό έχει τη δύναμη να σε ξαφνιάσει ευχάριστα. Εχω παρουσιάσει παράσταση στα Γρεβενά, όπου νόμιζα ότι οι θεατές θα βαρεθούν ή θα δυσανασχετήσουν, και αντ΄ αυτού ενθουσιάστηκαν. Στην Αθήνα πολλές φορές το κοινό είναι ενθουσιώδες με γελοίο και ηλίθιο τρόπο. Για παράδειγμα, ένα κοινό ειδημόνων μπορεί να μην καταλάβει Θεό από κάτι που αξίζει την προσοχή του, την ίδια στιγμή που θα χειροκροτεί και θα ποδοκροτεί στη θέα μιας περφόρμανς-παρέλασης από άσχετα και ασύνδετα φαινόμενα».

– Οι «Εξόριστοι» θίγουν με μοναδικό τρόπο τα έλη των ανθρώπινων σχέσεων.Γιατί πιστεύετε ότι οι σχέσεις ήταν και είναι τόσο αδιέξοδες;

«Ο άνθρωπος είναι ένα ον που έχει ωριμάσει ελάχιστα μέσα στους αιώνες. Είναι πολύ αργοκίνητο καράβι στην αλλαγή. Επειδή η τεχνολογία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς δεν σημαίνει ότι και ο βιωματικός χώρος του ανθρώπου πάει πολύ μπροστά».

– Σας γοητεύει η τεχνολογία;
«Πάρα πολύ. Με ιντριγκάρει η δυναμική που έχει να αλλάξει τις συνθήκες ζωής, από το πλέον ωφέλιμο στο πλέον επικίνδυνο. Δεν είμαι από εκείνους που εύχονται να μην είχε συντελεστεί ποτέ ή σχάση του ατόμου ώστε να μην είχε πέσει ποτέ η ατομική βόμβα». 

– Πώς αντιμετωπίζετε την κρίση;

«Νωχελικά».
– Κάποιοι πιστεύουν πως αν ο άνθρωπος δεν έχει να φάει δύσκολα θα πάει στο θέατρο… 

«Ισως οι άνθρωποι να τρέχουν πιο πολύ στο θέατρο τώρα με την κρίση. Το θέατρο είναι πιο φθηνό από την ταβέρνα. Αλλωστε, ακόμη και σε εποχές πολέμου η τέχνη δεν βουβάθηκε ποτέ».

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο θεατρικό σας απωθημένο;

«Να ανεβάσω τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με άλλα λόγια να διασκευάσω Θουκυδίδη. Το φαντάζομαι σε ανοιχτό, μεγάλο θέατρο. Είναι όμως πολύ μεγαλόπνοο σχέδιο, πολυέξοδο και πολυπρόσωπο έργο. Μακάρι να έχω τη δύναμη και το κουράγιο να το τολμήσω κάποια στιγμή».

  • «ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΑΡΟΝΕ»

– Κάποιοι έχουν σχολιάσει ότι έχετε δύο πλευρές σε σχέση με τις καλλιτεχνικές επιλογές σας. Από τη μία σκηνοθετείτε «δύσκολα» έργα όπως οι «Εξόριστοι» και από την άλλη επιλέγετε παραστάσεις όπως «Η παλίρροια του Σεπτέμβρη», με πρωταγωνιστές την Ελένη Ερήμου και τον Αλέκο Συσσοβίτη…

«Με κατηγορούν πολύ για την παιχνιδίζουσα πλευρά μου, την ανάγκη μου να πειραματιστώ σε πολλά πεδία. Αγαπώ το εμπορικό θέατρο. Φέρομαι στο θέατρο όπως καταλαβαίνω εγώ. Δεν λέω ποτέ όχι, αν μου αρέσει η συνεργασία με κάποια πρόσωπα. Δεν θέλω να κάνω διαχωρισμό ανάμεσα στο βαρύ πυροβολικό και στην ελαφρά ταξιαρχία. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να εκπροσωπώ πάντα τα… κανόνια του Ναβαρόνε. Μπαίνω στον πόλεμο και δοκιμάζω όλα τα όπλα».

-Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας με την Αλί κη Βουγιουκλάκη;

«Τη θυμάμαι με πολλή αγάπη. Ηταν εξαιρετικός άνθρωπος και απίστευτα δυνατή. Ηταν τόσο βαριά άρρωστη και κανείς μας δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε τον μύθο και την εικόνα της ως το τέλος της ζωής της θα μπορούσε να διδάσκεται στο πανεπιστήμιο. Μια φράση της που με στιγμάτισε είναι: “Δεν θέλω Ρούλα να με θεωρούν οι άνθρωποι άλογο κούρσας…”».
  • Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλ.210 5231.131.
  • Η «Ιστορία των μεταμορφώσεων» θα παρουσιαστεί σε δύο κύκλους δέκα παραστάσεων τις ακόλουθες Τετάρτες στις 18.00: 27/10. 3,10,24/11. 1,8,15/12. 9,16,23/2. 2,9,16,23,30/3. 6 και 13/4.
  • Οι «Εξόριστοι»: 5/11-13/2.

Παίζουν: Ακις Βλουτής, Γιάννης Παπαδόπουλος, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Τασία Σοφιανίδου, Ιρις Χατζηαντωνίου και οι μικροί Ηλίας Βλάχος και Χρήστος Λιώλης.

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
  • Αν από αύριο ο δρόμος σάς βγάλει στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σας περιμένουν εκπλήξεις. Ισως σας το χαλάμε που τις ξεφουρνίζουμε φόρα παρτίδα, αλλά έχει νόημα να σας προϊδεάσουμε.

Νικόλας Αγγελής, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου, Εύη Σαουλίδου και Φιλαρέτη Κομνηνού στην κουζίνα του «Χρυσού Δράκου»

Νικόλας Αγγελής, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου, Εύη Σαουλίδου και Φιλαρέτη Κομνηνού στην κουζίνα του «Χρυσού Δράκου»

Επί σκηνής ένας νέος άντρας θα υποδύεται την γκαρσόνα και το τζιτζίκι. Μια γυναίκα πάνω από τα εξήντα θα κάνει την ανήλικη εγγονή, το μυρμήγκι αλλά και τον παντοπώλη. Μια νέα γυναίκα θα παίζει έναν Ασιάτη με πονόδοντο και τον πιλότο. Δύο άνδρες θα είναι αεροσυνοδοί. Το μέχρι ενός σημείου ανεξήγητο «όργιο» παρενδυσίας συντελείται στο «Χρυσό Δράκο», το νέο πολυβραβευμένο έργο του Γερμανού Ρόλαντ Σίμελπφενιχ. Κάνει πρεμιέρα σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.

Ενα κείμενο που μιλά με χιούμορ, σκληρότητα και γενναίες δόσεις γκροτέσκας αποστασιοποίησης για το πεπρωμένο, τη μοναξιά, τη μετανάστευση, την ξενοφοβία και το trafficking. Εν ολίγοις, «ένα έργο που μας αφορά», όπως δηλώνει η Κ. Ευαγγελάτου.

Αλλωστε οι πέντε παράξενοι ήρωές του, που διασπώνται μεταξύ πολλών και παράταιρων προσωπικοτήτων και τους υποδύονται οι θαρραλέοι Φιλαρέτη Κομνηνού, Νίκος Χατζόπουλος, Εύη Σαουλίδου, Δημήτρης Παπανικολάου και Νικόλας Αγγελής, διηγούνται μια σύνθετη ιστορία, με επίκεντρο το ασιατικό εστιατόριο «Ο χρυσός δράκος», κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Αλλά θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε στην Ελλάδα, και όχι μόνο στην Αθήνα που έχει «πνιγεί» στα κινέζικα εστιατόρια και καταστήματα.

Το ότι γυναίκες υποδύονται τους ανδρικούς ρόλους -και τανάπαλιν-, και συγχρόνως οι νέοι παίζουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία -και το αντίθετο- δεν είναι σκηνοθετικό καπρίτσιο, αλλά σαφής δραματουργική υπόδειξη. «Ενα ασφαλές στοιχείο αποστασιοποίησης», όπως παραδέχεται η Κ. Ευαγγελάτου, που θα μας φέρνει πιο ενεργά αντιμέτωπους στο δράμα των σύγχρονων ξενόφοβων κοινωνιών.

Γιατί ο συγγραφέας καταφεύγει σε μια τόσο εξόφθαλμη παρενδυσία;

«Εχει πει ότι επιδιώκει τη μη ταύτιση ηθοποιού-ρόλου. Φανταστείτε, η Φιλαρέτη Κομνηνού παίζει τη δεκαεννιάχρονη εγγονή του νεαρού Νικόλα Αγγελή. Ο Σίμελπφενιχ δίνει ακόμη μία απάντηση. Επειδή ήθελε να κάνει ένα έργο που να θίγει την παράνομη μετανάστευση σε μια δυτική μεγαλούπολη, θεώρησε υποκριτικό οι καλοπληρωμένοι Δυτικοί ηθοποιοί να υποδύονται παράνομους Κινέζους μετανάστες. Αυτομάτως, δηλαδή, θέτει το ότι «εμείς δεν είμαστε αυτοί, αλλά μιλάμε γι’ αυτούς».

Μήπως έτσι αποφορτίζονται και παρωδούνται τελικά όσα θέλει να θίξει;

«Κι εγώ όταν πρωτοδιάβασα το έργο ένιωσα τρομερή απόσταση, παγωμάρα και αμηχανία. Ευελπιστούμε ότι το μπολιάζουμε με τη δική μας σκοπιά, χωρίς να του αλλάζουμε κατεύθυνση. Γιατί βάζουμε ακόμη μεγαλύτερες τρικλοποδιές στους ηθοποιούς».

Τρικολοποδιές;

«Διηγούνται φανερά την ιστορία του έργου στο κοινό. Τους βλέπουμε, δηλαδή, να προετοιμάζονται. Να γίνονται και λάθη, τα οποία διορθώνουν. Να λένε τις παύσεις του κειμένου συνεχώς απευθυνόμενοι στο κοινό. Η παράσταση έχει κρατήσει, δηλαδή, κάτι από πρόβα».

Σε ποιο από τα ζητήματα εστιάζετε; Στο μεταναστευτικό, στο trafficking, στη μοναξιά των μεγαλουπόλεων;

«Το πώς στρίβει ο Σίμελπφενιχ το μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα και τον φέρνει στα καθ’ ημάς και τον καπιταλισμό των ημερών, είναι ιδιοφυές. Ξεκινά με το μύθο και ξαφνικά τζίτζικας και μέρμηγκας γίνονται ο παντοπώλης και η μικρή Ασιάτισσα. Ο «Χρυσός Δράκος» δεν είναι μόνο για τη μετανάστευση ή το trafficking. Και ίσως εκεί είναι η διαφορά μας από την παράσταση της Γερμανίας, που εστίαζε στο μεταναστευτικό. Εμείς προσπαθούμε να μιλήσουμε για τη δύναμη της μοίρας και της σύμπτωσης. Και βέβαια για την ανάγκη του ανθρώπου να είναι κάποιος άλλος απ’ αυτόν που είναι. Εκεί πατά και η παρενδυσία. Λέγεται και στο έργο. Ρωτά η 27χρονη αεροσυνοδός τον μεγαλύτερης ηλικίας εραστή της, που είναι πιλότος. «Τι θα γινόταν αν εγώ ήμουν κάποιος άλλος;».

Η αναντιστοιχία του καλοπληρωμένου ηθοποιού με τον κακοπληρωμένο μετανάστη, που θέλει να υπογραμμίσει ο Σίμελπφενιχ, στην ελληνική συγκυρία διαψεύδεται. Ακόμη και ο πρωταγωνιστής μιας κρατικής σκηνής είναι κακοπληρωμένος.

«Εχετε δίκιο. Δεν μπορεί να επιβιώσει κάποιος μόνο από το θέατρο. Το θέμα παραμένει πόσα «όχι» αντέχουμε να πούμε, ακόμη και σε μια κακή συγκυρία, όπως είναι η σημερινή».

Υπάρχει και άλλη αναντιστοιχία με την ελληνική συγκυρία. Ο Κινέζος του Σίμελπφενιχ είναι κακομοίρης, της καρπαζιάς…

«Εχει μεγάλη πλάκα γιατί στο έργο οι Κινέζοι είναι οι κακόμοιροι μετανάστες, που μπορεί να πεθάνουν κι από αιμορραγία στο δόντι. Ενώ εδώ σήμερα οι Κινέζοι μάς εμφανίζονται ως σωτήρες. Τώρα για το αν έχουν έρθει στην Ελλάδα ως σωτήρες ή ως κατακτητές, θα φανεί μακροπρόθεσμα».

Δεν σας καταβάλλει η άσχημη περιρρέουσα ατμόσφαιρα;

«Με επηρεάζει. Κάθε ημέρα βλέπω ένα ψαλίδι, ένα τσεκούρι. Βλέπω απολύσεις παντού. Και στο Εθνικό. Βλέπω τους μισθούς μας να γίνονται της ντροπής. Δεν ξέρω πού θα οδηγηθούμε. Γιατί είναι παράδοση στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης να είναι ο κακομοίρης, ο γραφικός, ο ζήτουλας. Ισως, τελικά, μας έχει κάνει πολύ μεγάλο κακό η μόδα του low budget στο θέατρο. Δεν κατάλαβα γιατί το ποδόσφαιρο έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Ας ξεβολευτεί λιγάκι. Δεν κατάλαβα γιατί εκεί δεν γίνονται περικοπές. Δεν είναι τρομερά υποκριτικό; Οταν μάλιστα υπάγεται στο ίδιο υπουργείο με τον πολιτισμό; Με θλίβει το ότι μια επιτυχία όπως η «Εκδίκηση» του Κιντ δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Εχω περάσει μαύρο καλοκαίρι ψάχνοντας ιδιωτικούς χορηγούς για 30.000 ευρώ. Μόνο για τους μισθούς των ηθοποιών. Είναι κατάντια. Από την άλλη, θα ήταν γελοίο και αχάριστο να βγω και να γκρινιάζω. Είμαι τυχερή, γιατί μου δίνονται διαρκώς ευκαιρίες». *

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010
  • Το Θέατρο του Νέου Κόσμου, ταυτισμένο με το νέο αίμα, τα νεαρά ταλέντα και τις νεανικές ομάδες, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου ήταν μια βουερή «κυψέλη» μαθητών.

Οι τρεις ήρωες που βαθμηδόν ξεγυμνώνονται στα «Ορφανά»: Μιχάλης Οικονόμου, Μαρία Κίτσιου και Ομηρος Πουλάκης

Οι τρεις ήρωες που βαθμηδόν ξεγυμνώνονται στα «Ορφανά»: Μιχάλης Οικονόμου, Μαρία Κίτσιου και Ομηρος Πουλάκης

Στη σκηνή, στο φουαγέ, στο προαύλιο, υπήρχαν παιδιά. Ηταν οι «πρωταγωνιστές» της πρωτοβουλίας «Μονόλογοι από τη Γάζα», που εκτυλίχθηκε την επόμενη ημέρα. Η «ψυχή» του χώρου, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ανάμεσά τους αισθανόταν πανευτυχής.

Εξάλλου, και τα βραβευμένα δις στο Εδιμβούργο «Ορφανά» του ανερχόμενου Βρετανού Ντένις Κέλι, τα ανεβάζει (πρεμιέρα 3 Νοεμβρίου) με τρεις ταλαντούχους μαθητές του από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου: τη Μαρία Κίτσιου, τον Ομηρο Πουλάκη και τον Μιχάλη Οικονόμου.

«Κατέφυγα και πάλι σε ένα σύγχρονο ξένο κείμενο, γιατί η Αγγλία έχει μια μεγάλη παράδοση», μας λέει. «Οχι επειδή έχει βγάλει τον Σέξπιρ -εμείς έχουμε βγάλει τον Αισχύλο. Αλλά οι Βρετανοί τούς τελευταίους αιώνες έχουν σε όλα τα πανεπιστήμιά τους τμήμα θεατρικής γραφής. Στην Ελλάδα απόπειρες γίνονται μόνο. Δεν έχουμε δραματουργική παράδοση. Το ότι ξεπηδά κάθε τόσο ένας συγγραφέας με ένστικτο, δεν δημιουργεί παράδοση. Μοναχικές περιπτώσεις είναι. Αν κάτσεις και διαβάσεις τα θεατρικά μας από το ’50 έως σήμερα με το ζόρι 10 μπορούν να ξανανεβούν».

– Αυτό που λέτε θα θορυβήσει πολλούς νεοέλληνες δραματουργούς.

«Δεν τους υποτιμώ. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Στη νεοελληνική δραματουργία περισσότερο κυριαρχεί η περιγραφή των αισθημάτων ή μια πολύ ωραία ατάκα. Οπως στον παλιό κακό ελληνικό κινηματογράφο».

– Οι συνάδελφοί σας που τον μεταφέρουν με μανία τα τελευταία χρόνια στη σκηνή, προφανώς διαφωνούν.

«Πιστεύω ότι ελληνικές ταινίες, απ’ αυτές που θεωρούνται και καλές, θα έπρεπε να απαγορευτούν! Να περάσουν απ’ το ΕΣΡ! Είναι σεξιστικές και εντελώς αντιδραστικές. Ως προς τη δραματουργία μας, τα ελληνικά έργα συχνά εξαντλούνται από τις πρώτες πρόβες. Πρέπει να τους κάνεις «ενέσεις» για να γίνουν πιο σύνθετα. Γι’ αυτό το λόγο περισσότερο ποντάρω στα ελληνικά έργα που γράφονται στην πρόβα μαζί με τους ηθοποιούς. Επειδή δεν τα καταφέρνω ο ίδιος, καταφεύγω σ’ αυτό που θεωρώ καλό έργο. Ετσι οδηγήθηκα στα «Ορφανά». Ο Κέλι, ναι μεν ακολουθεί την αγγλική παράδοση γραφής, αλλά είναι συγγενής και με τον Τσέχοφ και με τον Ιψεν και με τη γενιά του. Φτιάχνει σύγχρονους σύνθετους χαρακτήρες. Κάθε μέρα στην πρόβα ανακαλύπτω νέα πράγματα. Στα «Ορφανά» βλέπουμε πώς οι βεβαιότητές μας μπορεί να διαλυθούν. Εχουμε ένα μικροαστικό, περιχαρακωμένο στην ασφάλεια του σπιτιού του, ζευγάρι. Εμφανίζεται ο αδελφός της κοπέλας, ένα παραβατικό άτομο, και καταρρέουν όλα».

– Πιστεύετε ότι είναι μια απάντηση στην παρούσα συγκυρία η επιλογή των «Ορφανών»; Ενα πολιτικό έργο για την ξενοφοβία και το ρατσισμό;

«Πραγματεύεται θέματα που μας απασχολούν. Και θα μας απασχολήσουν πολύ περισσότερο μελλοντικά, όπως το θέμα του φόβου απέναντι στον ξένο, που μπορεί να οδηγήσει στο φασισμό και το ρατσισμό. Ακόμα και άνθρωποι που είναι προοδευτικοί μπορεί, λόγω του φόβου που σπέρνει η τηλεόραση, να εκτροχιαστούν σε επικίνδυνα μονοπάτια. Δεν πρέπει να ζήσουμε στον Αγ. Παντελεήμονα! Δεν πρέπει να ζήσουμε στο κέντρο της Αθήνας! Είναι ακριβώς τα ζητήματα που θίγονται στο έργο. Στην Αγγλία το έχουν ονομάσει ψυχολογικό θρίλερ. Εγώ θα το έλεγα ψυχολογικό θρίλερ με πολιτικές διαστάσεις».

– Ο παραβατικός ήρωας με ποιον τρόπο λειτουργεί ως καταλύτης;

«Εμφανίζεται με μια μπλούζα γεμάτη αίμα. Αποκαλύπτεται ότι έχει βασανίσει έναν Πακιστανό, ότι κάνει παρέα με φασίστες. Εχουν βεβαίως χτυπήσει το γαμπρό του μετανάστες και θέλει να εκδικηθεί. Είναι ό,τι βλέπουμε να συμβαίνει στον Αγ. Παντελεήμονα σήμερα. Και, μάλιστα, σε μια χώρα που δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς μετανάστη. Γίναμε οι Ελληνες ρατσιστές γιατί καταλήξαμε μικροαστοί βολεμένοι. Ξεχάσαμε ότι όλο τον 20ό αιώνα και τρένο καβαλάγαμε παράνομα και σύνορα πέρναγαμε παράνομα».

– Οι ισορροπίες του ζευγαριού γιατί ανατρέπονται;

«Η αδελφή θέλει να προστατέψει τον αδελφό της. Δεν υπάρχει μητέρα που δεν θα πει «το παιδί μου είναι καλό», ό,τι κι αν έκανε. Δεν υπάρχει γονιός που δεν θα προσπαθήσει να προστατέψει το παιδί του. Υπερασπιζόμενη τον αδελφό της, αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές της».

– Το έργο οδηγεί σε μια μορφή κάθαρσης;

«Η κάθαρση είναι η διάλυση του ζεύγους. Πολλές πλευρές του εαυτού τους ξεβρακώθηκαν. Δεν θα μπορούν να συνεχίσουν μαζί. Θα μπορούσαν μόνο αν γίνονταν συνένοχοι».

– Ζούμε σε προεκλογική περίοδο. Θα ψηφίσετε;

«Οχι. Γιατί λένε ψέματα ότι είναι δημοτικές εκλογές. Δημοψήφισμα είναι: ναι ή όχι στο Μνημόνιο. Και μέτρημα κουκιών για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Οι ανάγκες των πολιτών για τη ζωή τους στην πόλη έγιναν ψιλά γράμματα! Δεν έχω δει να βελτιώνεται στο ελάχιστο η ποιότητα ζωής στην Αθήνα. Είναι τουλάχιστον σουρεαλιστική η αυταρέσκεια του Νικήτα Κακλαμάνη, όταν λέει ότι την έχει κάνει μία από τις πιο καθαρές πόλεις της Ευρώπης. Η πιο καθαρή, ζωντανή και κοινωνική πλατεία φτιάχτηκε από καταληψίες στα Εξάρχεια».

– Για όλα φταίει η πολιτεία;

«Οχι. Γιατί είμαστε ένας λαός μολυσμένος από το ρουσφετολόι και τα λαδώματα. Αλλά για τη σημερινή κρίση την ευθύνη την έχει το κράτος. Αυτό επέτρεπε και ενθάρρυνε το ρουσφέτι. Οπότε δεν μπορώ να ακούω τον Πάγκαλο να λέει με κυνισμό «όλοι τα φάγαμε». Ας ανεβούμε στη ζυγαριά να δούμε ποιος έφαγε περισσότερο».

– Πώς σας φάνηκε το «ντου» των αστυνομικών κατά των συμβασιούχων και των δημοσιογράφων στην Ακρόπολη;

«Ο ρόλος της αστυνομίας δεν αλλάζει μεταξύ Δεξιάς και Σοσιαλισμού. Ούτε με την Αριστερά. Επεφτε πολύ ξύλο και στη Σοβιετική Ενωση». *

  • Μιλάει για την κωμωδία του Ντάριο Φο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», την τηλεόραση «που μπορεί να σε λιώσει» και την κρίση λέγοντας «ήρθε η ώρα να κάνουμε reset»
  • Διάλειμμα. Η σκηνή αδειάζει. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος ανάβει αμέσως τσιγάρο. «Τι θα κάνετε τώρα με το νέο μέτρο;». «Είναι λίγο ζόρικο. Δεν μου αρέσει».

«Η ζωή μας ήταν πολύ τσιφτετέλι...»

Είχε κόψει το τσιγάρο δύο φορές, αλλά… «έκανα τη βλακεία και το ξανάρχισα». Τη μηχανή, όμως, δεν την έχει βγάλει ποτέ από τη ζωή του («από 17 χρόνων δεν την έχω ξεκαβαλήσει», λέει). Κι ας είχε πρόσφατα ένα σφοδρό τρακάρισμα από το οποίο «δεν σηκώνεσαι ζωντανός. Δεν ξέρω πόσους αγίους και εξαπτέρυγα είχα στο πλάι μου».

Μην έχοντας αποθεραπευτεί ακόμη, με δεμένο το χέρι, έχει παραγγείλει την καινούργια! Ο τραυματισμός του ήταν η αιτία να καθυστερήσει για λίγες ημέρες η πρεμιέρα του έργου «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο που δόθηκε χθες στο θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης».

Παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής παίρνει το ρίσκο σε καιρούς δύσκολους. «Είναι ρίσκο, αλλά ουσιαστικά δεν είναι ρίσκο. Είναι πάντα προς τα κάτω. Δεν βγάζεις κέρδη». Πόσω μάλλον που αποφάσισε να βάλει το εισιτήριο 18 ευρώ, ενώ θα δέχεται στο θέατρο (και Σαββατοκύριακα) 30 ανέργους ημερησίως. Πολιτική μάρκετινγκ; «Είναι και πρακτικοί οι λόγοι -ο κόσμος μετράει πια τα χρήματα-, αλλά κυρίως είναι ψυχολογικοί. Με το να βλέπουμε ότι συμμετέχουν οι άνθρωποι σε αυτό που μας συμβαίνει, γίνεται μια περίεργη συνωμοσία. Συμμετέχουν όλοι με τον τρόπο τους».

Δεν σκέφτεται ότι μπορεί η κίνησή του να θεωρηθεί από κάποιους αθέμιτος ανταγωνισμός; «Εάν νιώθω ότι είναι κάτι σωστό, περνάω μέσα από τοίχο. Από τσιμεντοκολόνα».

Η επιλογή σας να παρουσιάσετε κωμωδία έχει να κάνει με την ανάγκη της εποχής «να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος»;

«Για κωμωδία έψαχνα. Οχι τώρα. Πάντα για κωμωδία ψάχνω. Νομίζω ότι είναι ένα είδος που μου μιλάει πιο πολύ. Και πρακτικά, αν θέλετε, ίσως πιο καλά τα καταφέρνω… Εν προκειμένω μιλάμε για εκπληκτική κωμωδία. Αν την ανέβαζες πριν από τέσσερα χρόνια, θα σου λέγανε ‘ωραία’, αλλά ίσως συμπλήρωναν ‘πώς σου ήλθε;’. Σήμερα νομίζω ότι είναι σα να γράφτηκε πριν από έναν – δύο μήνες. Είναι πολύ ‘up date’. Το γεγονός στα Εξάρχεια με τον Γρηγορόπουλο και όλο αυτό το ‘κύμα’ είναι σε πολύ ενεστώτα χρόνο».

Πώς αντιμετωπίσατε ως πολίτης το γεγονός με τον Αλέξη Γρηγορόπουλο;

«Υστερα από πολλά χρόνια προσπαθώ, κινδυνεύοντας να θεωρηθώ αντιδραστικός, να μοιράζω όσο πιο δίκαια το καρπούζι. Αυτοί οι συλλήβδην χαρακτηρισμοί ότι όλοι οι προοδευτικοί είναι σωστοί ή ότι όλοι οι αναρχικοί είναι τα καλύτερα παιδιά και όλοι οι μπάτσοι ή οι πολιτικοί είναι για πέταμα δεν οδηγούν πουθενά. Τους θεωρώ ίδιον όχι σκεπτόμενων ανθρώπων αλλά μάζας».

Είστε εναντίον της μάζας;

«Η μάζα μόνο με την αγανάκτησή της μας έχει δώσει πρόσκαιρες λύσεις και για λίγο. Οχι, όμως με τις αποφάσεις, με τις ετυμηγορίες της ή με την κρίση της. Αν συνέβαινε τότε, θα ήμασταν ώριμοι να μιλήσουμε και πολιτικά».

Θεωρείτε ότι δεν είμαστε ώριμοι πολιτικά ως λαός;

«Είναι όλα λίγο οπαδοποιημένα… Και πάνω απ’ όλα το εγώ μας. Για λόγους ‘χ’, συγκυριακούς, αποφασίσαμε να είμαστε με τη μία πλευρά ή την άλλη και γίναμε πολέμιοι του ‘αντιπάλου’… Το συλλογικό ‘εγώ’ μας κατευθύνει ένα ‘εγώ’ το οποίο δεν ανταποκρίνεται σε καμία σταθερά».

Αυτό το «εγώ» μας έφερε στην κρίση; Μιλάμε για κρίση οικονομική ή μήπως γενικότερη;

«Γενικότερη κρίση ναι, αλλά όχι με αυτή την έννοια. Να κριθούμε. Μπορούμε να κριθούμε ο ένας με τον άλλον και να επαναπροσδιοριστούμε. Είναι μια καλή ευκαιρία. Από τα πιο απλά και εμφανή πράγματα (π.χ. μπαίνεις σε μαγαζιά που λένε ότι οι τιμές μας έχουν χαμηλώσει) έως τα πιο ουσιαστικά. Δεν έχω τρελή αισιοδοξία. Μας δίνεται μια συνθήκη που αν τα καταφέρουμε, μπορούμε να επαναπροσδιοριστούμε. Να κάνουμε ‘reset’. Είχαμε πάρει μεγάλη κατηφόρα και πολύ τσιφτετέλι και ζεϊμπέκικο ήταν η ζωή μας».

Μέσα σε μια τέτοια κοινωνική συνθήκη, η τέχνη μπορεί να αποτελέσει παρηγορία ή παραμυθία;

«Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει η τέχνη τίποτα. Ούτε καν να βοηθήσει για να αλλάξει. Η παραμυθία, όμως, είναι πολύ αναγκαία και χρειάζεται. Και, παρηγορία, ξεγνοιασιά μπορεί να προσφέρει. Και οφείλει να το κάνει. Από την τέχνη τέχνη μέχρι τη σοουμπίζ που έχει και πιο πολλή δύναμη».

Είστε δημοφιλής, το κοινό σάς ακολουθεί. Θεωρείτε ότι οφείλετε μέρος της επιτυχίας σας στην τηλεόραση;

«Οχι. Αυτό ίσως να μπορούσε να το πει κανείς για την επαρχία. Να κάνει μια περιοδεία και να καρπωθεί την αναγνωρισιμότητά του. Αντίθετα για την Αθήνα, πιστεύω ότι μπορεί να σου κάνει και ζημιά η έκθεση επί τόσα χρόνια στην τηλεόραση. Η πολλή τηλεόραση που έχω κάνει εγώ νομίζω ότι δεν βοηθάει και τόσο. Γιατί ο θεατής σκέφτεται: ‘Τον Παπαδόπουλο τον βλέπω κάθε μέρα στην τηλεόραση’».

Τη δύναμη του μέσου, πάντως, δεν την αμφισβητείτε…

«Αντιθέτως. Τη χαρακτηρίζω ως έναν γίγαντα που ακόμα κι αγαθός γίγαντας να είναι, που δεν είναι, άμα σε πατήσει κατά λάθος σε έλιωσε. Και κάνει πολλά λαθάκια… Είναι τεράστια η δύναμή της. Δεν σε πιστεύει ούτε η μάνα σου. Σου λέει ότι το είπε η τηλεόραση!».

Για το Θέατρο
«Οσο πιο πολλά λουλούδια έχει ο μπαξές, τόσο καλύτερα είναι»

Θέλει τόλμη και αυταπάρνηση για να κάνεις θέατρο σήμερα; Ολος αυτός ο (θεατρικός) πλουραλισμός πού μας οδηγεί;

«Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που ασχολούνται με το θέατρο: αυτοί που θέλουν να λύσουν το υπαρξιακό τους και τα βγάλουν τα σώψυχά τους, σεβαστό κατά τη γνώμη μου έως ένα σημείο. Και είναι και οι άνθρωποι που αγαπάνε πολύ το θέατρο. Θέλουν να κάνουν μόνο αυτό. Δεν θέλουν να κατεβαίνουν από τη σκηνή. Γι’ αυτούς αξίζει να υπάρχει (και να έχουν) πεδίο… Βέβαια, όσο πιο πολλά λουλούδια έχει ο μπαξές τόσο καλύτερα είναι. Είναι μεγάλος ο μπαξές μας… Δεν είναι όλες οι δουλειές ισότιμες. Ωστόσο, κάποια ταλαντούχα παιδιά, αν δεν είχαν κάνει αυτά τα παράτολμα βήματα με προσωπικά τους χρήματα, δεν θα είχαν προσφέρει».

Υπήρξατε εμψυχωτής και υποστηρικτής, με πολλούς τρόπους, του «Θεάτρου Κωφών Ελλάδος» που σήμερα δεν υπάρχει. Γενναιοδωρία ή άποψη ζωής;

«Ηταν πολύ συγκινητικό. Σιχαίνομαι την έννοια φιλανθρωπία. Και ετυμολογικά. Ο,τι γίνεται προς τέτοιου είδους κατευθύνσεις είναι θέμα πολιτισμού…».

Μας λείπει ο πολιτισμός σήμερα;

«Ναι. Οι πιο απολίτιστοι άνθρωποι νομίζω ότι είναι νεόπλουτοι. Διάγουμε τη φάση της νεοπλουτίας μας, πολύ περισσότερο οι άνθρωποι των αστικών κέντρων. Αφήστε που ζούμε για τα μάτια των άλλων. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είμαστε χαρούμενοι άνθρωποι, ευτυχείς, γιατί δεν έχουμε βρει τα πράγματα που μας γεμίζουν».

  • Συνέντευξη στην Αντιγόνη Καράλη, ΕΘΝΟΣ, 21/10/2010
  • ΤΟ ΠΟΛΥΠΑΙΓΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ»
  • Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Δύο ρακοσυλλέκτες, φίλοι γκαρδιακοί (ο ένας λογάς, ο άλλος ντροπαλός), ονειρεύονται να ξελασπώσουν, να ταξιδέψουν σε χώρες εξωτικές. Κάποιος επιτήδειος θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά τους, αν δεχθούν να προσφέρουν ένα…ζωτικό τους όργανο.

Τ. Βαμβακίδης και Α. Αντωνίου σε μια τρυφερή κωμωδία για τη φιλία, τη μοναξιά και την εκμετάλλευση

Τ. Βαμβακίδης και Α. Αντωνίου σε μια τρυφερή κωμωδία για τη φιλία, τη μοναξιά και την εκμετάλλευση

Τρυφερή κωμωδία για τη φιλία, την εκμετάλλευση και τη μοναξιά, το έργο του Μπάμπη Τσικληρόπουλου «Ωχ τα νεφρά μου» έχει πρεμιέρα αύριο στη «Θεατρική Σκηνή», που επιμένει αθόρυβα και ποιοτικά στα Πατήσια.

Ο Αντώνης Αντωνίου, που κάνει τη σκηνοθεσία, υποδύεται τον Μητσάρα, ενώ το ρόλο του Μπούλη ο Τάκης Βαμβακίδης, που τον έχει ερμηνεύσει άλλες δυο φορές (στις «Μάσκες» του Γιώργη Χριστοφιλάκη το ’93 και στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής το ’99). Ο Βαμβακίδης θα είναι από τα τέλη Νοεμβρίου και στο «Μπάντμιντον» τα κυριακάτικα μεσημέρια, ερμηνεύοντας τον Καραγκιόζη στο έργο του Ευγένιου Σπαθάρη «Σκιών καμώματα -ο γάμος του μπαρμπα-Γιώργου» με τον Γιάννη Μποσταντζόγλου στον ομώνυμο ρόλο.

Ο χαρακτήρας του ήρωα που ερμηνεύετε;

Αντώνης Αντωνίου: «Ενας άνθρωπος με όλα τα προτερήματα και ελαττώματα του αγνού λαϊκού ανθρώπου. Είναι μισός όταν είναι μόνος του γιατί το άλλο του μισό είναι ο Μπούλης, ο φίλος του. Και οι δυο μαζί συνθέτουν την εικόνα ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, ευαίσθητου, τρυφερού, τολμηρού, γεμάτου αγάπη για τη ζωή και πάνω απ’ όλα με ποιότητα και ήθος απέναντι στη βρωμιά που τους περιτριγυρίζει».

Τάκης Βαμβακίδης: «Εσωστρεφής, τρυφερός. Ζυγισμένη, «αξιοπρεπής» μελαγχολία. Και ερωτικά «φοβισμένος, τρομοκρατημένος». Είναι ο δικός «μου» Μπούλης. Ισως μια-δυο φορές συμβαίνει σε κάθε ηθοποιό, σ’ όλη του τη διαδρομή, να ερωτευτεί ένα ρόλο έτσι. Και είναι αυτό ευτυχία καλλιτεχνική και συναισθηματική».

Τι κάνει το έργο ξεχωριστό κι ανεβαίνει συχνά σε Αθήνα και περιφέρεια;

Αντωνίου: «Το ότι γράφτηκε σε μια εποχή που θα μπορούσε να ονομαστεί «κλασική εποχή» του ελληνικού θεατρικού έργου, με πάνω από δέκα σπουδαίους συγγραφείς που βάλανε τις βάσεις του ελληνικού θεάτρου. Το «Ωχ τα νεφρά μου» έχει την ξεχωριστή του θέση στις σκηνές και στις καρδιές μας. Η επικαιρότητά του είναι η σπουδαιότητά του. Αλλωστε το κλασικό είναι πάντα επίκαιρο».

Βαμβακίδης: «Διαχρονικότητα που γεννάει την επικαιρότητα και το αντίθετο. Φιλία… αλληλεγγύη… βία… αδικία!»

Οι δυο φτωχοί ήρωες κάνουν όνειρα διαφυγής σ’ εξωτικές χώρες. Εσείς κάνετε ακόμη όνειρα;

Αντωνίου: «Τα όνειρα είναι το καταφύγιο των φτωχών. Ο,τι δεν έχουμε -και δεν έχουμε σχεδόν τίποτα- μπορούμε και το ονειρευόμαστε, τουλάχιστον αυτό δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει. Οπως οι ήρωες, έτσι και οι περισσότεροι από μας ονειρευόμαστε μια πιο όμορφη κοινωνία που δεν θα χρειάζεται να προχωράς σαν το σαλιγκάρι «έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά του»».

Βαμβακίδης: «Μια Αθήνα που να μην είναι η καθαρότερη πόλη της Ευρώπης -όπως είπε ο δήμαρχος Νικήτας ο… «ανίκητος»- για να βρίσκουμε σαν ρακοσυλλέκτες το κατιτίς».

Παρά την εξαθλίωσή τους οι δύο αντιήρωες έχουν μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Υπάρχει σήμερα στην ελληνική κοινωνία ή έχει καταρρακωθεί;

Αντωνίου: «Το μόνο που έχουν είναι η αξιοπρέπειά τους, αυτή τους κρατάει όρθιους, τους δίνει νόημα στη ζωή τους. Οσο για την αξιοπρέπεια στην ελληνική κοινωνία, αν κοιτάξουμε γύρω μας στους καλούς ανθρώπους θα αναγνωρίσουμε αυτή την αξία, που είναι ίσως η μόνη ελπίδα για το αύριο. Ομως αν κοιτάξουμε ψηλά, πάνω από μας, σε χώρους όπου παίρνονται οι αποφάσεις για μας, φοβάμαι ότι μιλάμε για μια άγνωστη λέξη».

Βαμβακίδης: «Εχουν αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια κι ένας λόγος που ανεβαίνει πάλι το έργο είναι να ζωντανέψει, να «τρανέψει» η καταρρακωμένη αξία και αξιοπρέπεια της αδούλωτης μεν αλλά ενίοτε… ανθελληνικής κοινωνίας».

Η ενασχόλησή σας με τον Καραγκιόζη κρατάει 18 χρόνια, ιδιαίτερα με έργα του Ευγένιου Σπαθάρη. Τι σημαίνει για σας ο ήρωας; Αγγίζει την εποχή μας;

Βαμβακίδης: «Είναι η καλλιτεχνική μου ανάσα, η διαφυγή αλλά και το καταφύγιο. Η παράγκα του όχι βαθιά στη γη, αλλά ντάλα απέναντι από τις μ…ααααζονέτες και παράνομα παραθαλάσσια και στη στέγη καρφωμένο το δορυφορικό… τηγανο-πιάτο με τη φράση του Τσε «Hasta La Victoria Siempre». Να ακόμα ένα όνειρο: η επανάσταση!»

info: Παίζουν επίσης Ηλίας Κατέβας, Νατάσα Ασίκη. Σκηνικά – κοστούμια Νίκου Κασαπάκη, μουσική Νίκου Παπακώστα. *