Archive for the ‘Λιβαθινός Στάθης’ Category

  • Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός πιστεύει ότι η αναγέννηση του θεάτρου θα συμβεί αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία
    • Συνέντευξη στη Γιωτα Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Nοεμβρίου 2010

    H πίεση δεν είναι κάτι που ενοχλεί τον Στάθη Λιβαθινό. Εχει μάθει άλλωστε από τα χρόνια των σπουδών του στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας (1984–1990) πως η δουλειά στο θέατρο δεν έχει ούτε ελαστικά ωράρια ούτε ατέλειωτους καφέδες. Με σκληρή δουλειά διακρίθηκε στα πρώτα του βήματα με το βραβείο Κριτικών Μόσχας για την παράσταση «Οι Ρόζενγκραντς και Γκίλντενστερν πέθαναν» στο Θέατρο Μαγιακόφσκι, αργότερα, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού όπου έφερε άλλον αέρα, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο όπου κινείται τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που άλλαξε αυτές τις δυο δεκαετίες είναι το πείσμα του που μεγάλωσε, όπως και το πάθος του για τη δημιουργία σχολής σκηνοθεσίας. Mε αυτό ανοίγει τη συζήτηση, αν και αφορμή γι’ αυτήν είναι η πενταπλή του παρουσία φέτος. «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα, που παρουσιάζει στο θέατρο Κεφαλληνίας η Μπέττυ Αρβανίτη, και o «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ που θα ανέβει τον νέο χρόνο στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Aυτές είναι οι καινούργιες παραγωγές, ενώ ο επιτυχημένος «Βασιλιάς Ληρ» με τον Νικήτα Τσακίρογλου, που παίζεται στο «Παλλάς», το «Κτήνος στο φεγγάρι» στο «Πορεία» και η εναλλακτική του «Κάρμεν», που θα δούμε στο «Κάππα», είναι επαναλήψεις.

    – Από το 2007, οπότε τελείωσε ο κύκλος με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και βγήκατε στην ελεύθερη αγορά, πώς νιώθετε;

    – Κρινόμαστε από την παιδεία μας και όχι από τις αγορές. Επειδή προέρχομαι από ένα μέρος που τα σημαντικότερα πράγματα έβγαιναν από το ινστιτούτο και όχι την αγορά, γνωρίζω καλά τι πλούτος θα εμφανιστεί στα καλλιτεχνικά μας αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία, που τώρα είναι η χειρότερη. Είναι κακό να επαίρεται κανείς για τον πολιτισμό του, όταν οι γείτονές μας, όπως τα Σκόπια, έχουν ακαδημία τετραετούς φοιτήσεως και σχολή σκηνοθεσίας. Eμείς αρκούμαστε στην εμπειρική παιδεία.

    – Τελικά το θέατρο στην Ελλάδα ανθεί όπως ισχυρίζονται κάποιοι ή πρόκειται περί μιας ποσοτικής παρεξήγησης;

    – Ανθεί η παραγωγή παραστάσεων, το ελληνικό δαιμόνιο, τα αναξιοποίητα νέα, το πείσμα των γηραιότερων. Ομως, νέα παιδιά δεν σημαίνει πάντα ταλαντούχα παιδιά. Eίναι η καινούργια παρεξήγηση. Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος το είπε πολύ σοφά: «Νέος καλλιτέχνης δεν είναι επάγγελμα». Είναι καλό να υπάρχουν νέα ταλέντα, αλλά το ζητούμενο στην τέχνη είναι τι θα προσφέρουν όταν ωριμάσουν και πώς θα εξελιχθούν.

    – Εχουμε ταλέντα;

    – Είμαστε χώρα που καταπίνει και φθείρει ανεκπαίδευτα ταλέντα. Δείτε πώς ξεκινούν και μετά πώς τελειώνουν.

    • Για όλα τα γούστα

    – Τη θεατρική μας εικόνα τη χαρακτηρίζουν περίπου 700 ηθοποιοί που βγαίνουν ετησίως από τις σχολές, περισσότερες από 400 παραστάσεις σε χώρους για όλα τα γούστα: από λεωφορεία, τουαλέτες και αποθήκες μέχρι γκαρσονιέρες, που είναι το καινούργιο εύρημα. Θα βγει κάτι απ’ όλα αυτά;

    – Θα βγουν στην επιφάνεια προσωρινά πολλές ταλαντούχες προτάσεις, ενδιαφέροντες αναξιοποίητοι άνθρωποι, οι οποίοι θα θέλουν κάπου να ενταχθούν γιατί το θέατρο είναι επάγγελμα συνόλου και όχι μοναχικών μη αναγνωρισμένων ταλέντων. Δείτε το θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όχι αυτό που ήρθε φέτος –αλλά το ουσιώδες–, είναι θέατρο που προέρχεται από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες οι οποίες εργάζονται αρμονικά μαζί και συχνά με αντιθέσεις. Αυτό το θέατρο μας λείπει. Σε μας, θα βγαίνουν ιδέες και άνθρωποι σαν μικρές παλίρροιες. Mόνο που θα έρχονται και θα φεύγουν σαν τα νερά, χωρίς να μένει κάτι. Είναι καλό να έχουμε το θέατρο στο ασανσέρ, αλλά το θέατρο δεν προχωράει μόνο έτσι.

    – Οι παλιότεροι δεν προβληματίζεστε που η νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών εργάζεται χωρίς να αμείβεται;

    – Η ζωή κάθε καλλιτέχνη έχει κι έναν τραγικό χαρακτήρα, αλλιώς δεν είναι ζωή καλλιτέχνη. Είναι η ζωή ενός ανθρώπου περαστικού από την τέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι φτιαγμένος για να πάρει στους ώμους του κάτι από τα ανθρώπινα προβλήματα. Κάποιος είπε ότι πρέπει να αμείβεται όταν δεν δουλεύει. Σ’ αυτό πιστεύω.

    – Πώς ζείτε;

    – Εμαθα να ζω με λίγα. Αν κάποιες γενιές μαθαίνουν να ξεκινούν την καριέρα τους χωρίς να πληρώνονται, δεν βλέπω κάτι κακό σ’ αυτό. Αρκεί να μη συνεχιστεί για πολύ.

    – Δεν φλερτάρατε ποτέ με το χρήμα;

    – Το χρήμα ναι, τον πλούτο όχι.

    – Πώς δημιουργεί ένας καλλιτέχνης σε καιρό κρίσης;

    – Μια χαρά. Η κρίση θα φέρει δύσκολες ώρες για το θέατρο, αλλά καθόλου δύσκολες για την τέχνη. Και σιγά τις δυσκολίες. Οταν οι γονείς και οι παππούδες μας έζησαν Κατοχή, εμείς θολώνουμε επειδή θα στερηθούμε το εξοχικό, το τρίτο αυτοκίνητο και τις επτά εξόδους την εβδομάδα. Ε, δεν είναι δα και η μεγάλη απώλεια. Το θέατρο από τη μια θέλει να τολμήσει και από την άλλη φοβάται πολύ. Bρίσκεται σε μια δύσκολη εποχή αλλά αναγκαία για να αυτοπροσδιοριστεί.

    – Θέατρο για σας τι είναι;

    – Καταρχήν οι νέοι συγγραφείς. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε στάση αναμονής νέα και παλιά ταλέντα Eλλήνων συγγραφέων. Πεθαίνω για τα κλασικά έργα, αλλά θα ήθελα πολύ να συνομιλήσω με νέους Ελληνες συγγραφείς. H αναγέννηση ενός θεάτρου συμβαίνει πάντοτε από το εγχώριο προϊόν.

    • Σχολή σκηνοθεσίας

    – Από το 1990, που επιστρέψατε από τη Μόσχα, αφήσατε κατά μέρος τον ηθοποιό Λιβαθινό επιλέγοντας τη σκηνοθεσία. Μετανιώσατε;

    – Τόσο καλοί ηθοποιοί υπάρχουν, εγώ μπορώ να δώσω περισσότερα κάτω από τη σκηνή. Οπως ο καλός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει καλά να πιάνει το νυστέρι, έτσι και ο καλός σκηνοθέτης πρέπει να έχει βγει στη σκηνή. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το σύγχρονο θέατρο όπως ο Στανισλάβσκι και ο Ντεμίροβιτς Ντάντσενκο αλλά και οι κλασικοί, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος, έπαιζαν τη σκηνή στα δάχτυλα. Για τον Ροντήρη έλεγαν ότι ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός κ.ά

    – Σε ποιους οφείλετε;

    – Στην οικογένειά μου. Δεν ήταν μόνο ο θείος μου (Μάνος Κατράκης) αλλά και οι γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν η λογίστριά του, ο πατέρας μου βοηθούσε, η Λίντα Αλμα ήταν πάντα δίπλα. Η θητεία μου στη σχολή Κατσέλη ήταν σημαντική, γιατί ο Κατσέλης πίστευε στην ηθική υπόσταση του θεάτρου. Η Ρωσία ήταν το αποκορύφωμα. Εχω μεγάλη αγάπη στην εκπαίδευσή της.

    – Αυτό τον καιρό έχει αναθερμανθεί πάλι η ιδέα της σχολής σκηνοθεσίας.

    – Δεν θα πω πολλά παρά μόνο ότι θα δώσω το είναι μου. Εχω κοντά μου ανθρώπους όπως ο Στρατής Πασχάλης, η Χρύσα Προκοπάκη, η Ελένη Μανωλοπούλου, ο Γιώργος Δεπάστας, ο Θοδωρής Αμπαζής κ.ά. Πολλοί θέλουν να προσφέρουν σε κάτι που δεν θα έχει το όραμα μιας δήθεν πολυφωνικής παιδείας σαν αυτή που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή «μπάτε σκύλοι αλέστε», ο καθένας διδάσκει το δικό του και φεύγει. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να γίνει κάτι.

    • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς, τραγικούς γονείς, τον βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ και την Μπερνάρντα Αλμπα του Λόρκα, αισθάνεται μάλλον άνετα. «Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια», δηλώνει για τους ήρωες των παραστάσεων που δουλεύει με πυρετώδεις ρυθμούς ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα.

    Ο Στάθης Λιβαθινός...

    Ο Στάθης Λιβαθινός…

    Ο «Βασιλιάς Λιρ», είναι η γνωστή βραβευμένη παράσταση που ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2008, με συγκλονιστικό Λιρ τον Νικήτα Τσακίρογλου -επαναλαμβάνεται από τις 7 Νοεμβρίου στο «Παλλάς», σε παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων.

    Η Μπερνάρντα είναι η μία από τις δυστυχισμένες ηρωίδες του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα που, κόντρα στην κρίση, ανεβαίνει στις 3 Νοεμβρίου με έναν γυναικείο θίασο πρωταγωνιστριών στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Η τυραννική μητέρα, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει πένθος 8 ετών μαζί με κατ’ οίκον εγκλεισμό στις πέντε θυγατέρες της.

    Υπάρχει και τρίτο «μέτωπο» για τον Λιβαθινό: ο «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ, τη διασκευή του οποίου επεξεργάζεται ήδη μαζί το μεταφραστή Γιώργο Δεπάστα. Η παράσταση με την οποία «θα κάνουμε διάλογο απευθείας με την Επανάσταση», όπως λέει ο σκηνοθέτης, θα ανεβεί στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση στις 20 Ιανουαρίου.

    – Ζορίζεστε που δουλεύετε δύο παραστάσεις ταυτόχρονα;

    «Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει και 2 και 3 πρόβες. Το θέμα δεν είναι αν κάνω δύο πρόβες, είναι αν προσφέρω κάτι. Κάνω τους ηθοποιούς καλύτερους;»

    – Λειτουργείτε καλύτερα υπό καθεστώς πίεσης;

    «Η αλήθεια είναι ότι η μόνη περίοδος που δούλεψα χωρίς πίεση ήταν την εποχή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Ετσι θα ‘πρεπε να είναι κανονικά οι συνθήκες στο θέατρο. Δεν κατηγορώ κανέναν. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας συχνά ξεπέρασα τα όρια των προβών. Θεωρώ πάντως ότι η πίεση μπορεί να είναι ένα καλό ερέθισμα. Μην ξεχνάμε ότι η θέση του σκηνοθέτη είναι αυτή του κυματοθραύστη. Δεν πρέπει να πιέζονται οι ηθοποιοί, πρέπει να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι έχουν άπειρο χρόνο. Ο σκηνοθέτης, σαν καλός «προφυλακτήρας», σβήνει και απορροφά τους κραδασμούς».

    – Βρίσκεστε ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς γονείς που καταλήγουν θύμα του εαυτού τους. Σύμπτωση;

    «Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια. Δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε η «συνύπαρξή» τους ούτε η σημερινή επιλογή τους. Ζούμε μια εποχή που την προσδιορίζει η σύγκρουση των γενεών. Είμαστε όλοι παιδιά που δύσκολα μεγαλώνουμε. Και για το λόγο αυτό, έργα σαν την «Μπερνάρντα Αλμπα» μάς κάνουν διπλό καλό. Θέλεις κάποια στιγμή να σκοτώσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου για να πας μπροστά… Είναι αναπόφευκτο.

    »Σήμερα, ιδίως, βλέπουμε να τραβιέται το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μανάδων αυταρχικών, όπως η Μπερνάρντα, γονέων παραπλανημένων και τυφλών, όπως ο Λιρ, γονιών που ζήσαν μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα και ένα μέρος του το μετέφεραν στα παιδιά τους.

    Το έργο του Λόρκα είναι επομένως επιτακτικά επίκαιρο για ορμονικούς και αρμονικούς λόγους, αφού συνεχίζει να υπάρχει μια δυσαρμονία ανάμεσα στους νέους και στους γέρους, καθώς και οι μεν και οι δε βλέπουν το δίκαιο με το δικό τους τρόπο και αρνούνται να συμβιβαστούν.

    Οπότε, είτε βγαίνουν και τα σπάνε (όπως οι νέοι), είτε απλώς αποχωρούν (όπως οι γέροι). Επειδή λοιπόν σήμερα θερίζουμε ό,τι σπείραμε, θεωρώ ότι είναι δίκαιη πράξη να επιστρέφεις στην κοινωνία αυτό με το οποίο ζει. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δίνει στην κοινωνία τον καθρέφτη της».

    – Υπάρχουν, δηλαδή, σήμερα Μπερνάρντες;

    «Η Μπερνάρντα Αλμπα δεν ξέρω αν υπάρχει. Το σπίτι της υπάρχει πάντως. Δεν είναι τυχαίο που ο Λόρκα ονόμασε έτσι το έργο του. Γιατί μέσα στις ντουλάπες του σπιτιού υπάρχουν σκελετοί, ενώ μες στα δωμάτια κυκλοφορούν μητέρες, παιδιά, γιαγιάδες και υπηρέτες. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του ο Λόρκα αναπαρέστησε το μοντέλο μιας μικροκοινωνίας, που παραδόξως δεν είναι κομμένη στα δύο. Οι γονείς στο έργο έχουν ακριβώς το ίδιο δίκιο με τα παιδιά τους. Είναι μια τραγική, αντιφατική, μοιρασμένη ισάξια ιστορία.

    »Ο Λόρκα μπορεί να έλεγε «θα γράψω ένα έργο όλο ζωή και όχι ποίηση». Τελικά, όμως, δεν τα κατάφερε, γιατί η «Μπερνάρντα» είναι ένα έργο όλο ποίηση. Εξ ου μάς έβαλε σε τεράστιους μπελάδες, προκειμένου να ανακαλύψουμε το αίνιγμα. Μάλιστα, η Μπερνάρντα στην παράστασή μας δικαιώνεται και δεν καταδικάζεται ως η κακή αυταρχική μαμά. Εύχομαι στις μανάδες του μέλλοντος να μην είναι το ίδιο… αυταρχικές. Αν και φοβάμαι ότι θα είναι ίδιες και χειρότερες. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο DNA μας πάντα κουβαλούμε και την προηγούμενη γενιά».

    – Πώς ακριβώς δικαιώνεται η, καταπιεστική με τις κόρες της και άκρως ευνουχιστική με τους έρωτές τους, Μπερνάρντα;

    «Δικαιώνεται ως ένα απολύτως τραγικό πρόσωπο. Οπως και ο Λιρ. Η δική μας Μπερνάρντα μεταφέρει την περιφρονητική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς η κοινωνία είναι πολύ πιο υποκριτική απ’αυτήν. Η ηρωίδα έχει το προτέρημα αλλά και το μειονέκτημα να μην υποκρίνεται, παρ’ όλο που την απασχολεί πολύ η γνώμη των άλλων. Εχει τις αρχές της και πρέπει να σώσει την οικογένειά της. Με τον τρόπο της…».

    – Ακόμη και αν καταντά … φασιστικός;

    «Αυτό το λέμε σήμερα εμείς. Αλλά, μην ξεχνάμε ότι η Ισπανία κατάφερε να έχει δεκαετίες δικτατορία και να μην κουνιέται φύλλο. Πώς συνέβη μια χώρα τόσο ανεπτυγμένη και με τόση καλλιέργεια να αντέξει τον εφιάλτη μιας δικτατορίας και συγχρόνως να δημιουργεί; Αυτό είναι παράδοξο».

    – Εχει γραφτεί ότι ο Λόρκα πίσω από την αυταρχικότητα της Μπερνάρντα Αλμπα προφητικά στηλίτευε την επερχόμενη ισπανική χούντα.

    «Δεν θέλει καμία χούντα να στηλιτεύσει. Ο Λόρκα πάει ακόμα πιο βαθιά, καθώς φτάνει να εξετάσει τον έρωτα σαν συμφορά. Ηξερε, ζώντας μια απαγορευμένη ερωτικά ζωή, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, να κρύβει το μεγαλύτερο κομμάτι της. Γιατί, κι αν ήταν ερωτικός ο Λόρκα! Φυσικά, το έργο συντονίζεται με τη σημερινή συγκυρία, μέσω των αντιθέσεων που σπαράσσουν τόσο το ίδιο όσο και την κοινωνία. Και η μεγαλύτερη αντίθεση είναι η αγάπη για ζωή. Η ανάγκη, με άλλα λόγια, που σπαράσσει κάθε κοινωνία».

    – Είπατε ότι η μάνα του Λόρκα με τον εμβληματικό πατέρα του Σέξπιρ είναι αδέλφια. Σε τι διαφέρουν;

    «Δεν είναι τυχαίο ότι στον Σέξπιρ δεν αναφέρεται ποτέ η μητέρα. Γιατί ο Λιρ είναι μάνα και πατέρας μαζί. Οπως και η Μπερνάρντα. Μάλιστα, θα έλεγα η Μπερνάρντα είναι ο πατέρας, κατά τον τρόπο που ο Λιρ είναι η μητέρα. Ετσι αναπληρώνουν και οι δύο ένα κενό. Αλλωστε, ο Λιρ αποκαλύπτεται πιο θηλυκός, με τη βαθύτερη έννοια, απ’ την Μπερνάρντα. Μέσα σ’ αυτό το τόσο καλά προφυλαγμένο αμύγδαλο αποκαλύπτεται μια ευαίσθητη ψυχή. Δεν νομίζω πάντως ότι τον «Λιρ» τον έχει γράψει άνθρωπος. Ιδού το έργο ενός εξωγήινου. Ο «Λιρ» βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τη Βίβλο».

    – Εσείς τολμήσατε πάντως να τον αγγίξετε.

    «Μια ζωή είναι αυτή. Να μην τολμήσω; Ο Τσακίρογλου, στη δεύτερη συνάντησή του με το κείμενο, πηγαίνει ακόμα πιο βαθιά. Το ότι παίζει τον Λιρ είναι τιμή για το ελληνικό θέατρο. Δεν πρέπει τους ηθοποιούς που μεγαλώνουν να τους ξεχνάμε. Είναι σημαντικό στο θέατρο να δημιουργούμε γενιές. Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος όπου δεν χρειάζονται οι κατ’ επάγγελμα νέοι».*

    info: μετάφραση Εφης Γιαννοπούλου. Σκηνικά-κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου. Πρωταγωνιστούν οι Μπέττυ Αρβανίτη, Σμαράγδα Σμυρναίου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη και Λουκία Μιχαλοπούλου.

    • Ο κόσμος δεν ψάχνει στο θέατρο μανιφέστα για το Μνημόνιο

    – Η κρίση δεν θα ενεργήσει «κατασταλτικά» στο κοινό;

    «Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος που θα έρθει στο θέατρο θα σκέφτεται το ΔΝΤ. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έρχονται για να ανακαλύψουν κάτι που κανένα Νομισματικό Ταμείο δεν μπορεί να ακυρώσει. Αν, τώρα, υπάρχει ΔΝΤ στη χώρα μας, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Εμείς που θέλαμε να βάλουμε τα παιδιά μας στο Δημόσιο. Εμείς που μάς άρεσε να σπαταλάμε. Εμείς που ζήσαμε μια καταναλωτική ζωή και σήμερα καλούμαστε να ζήσουμε σαφέστατα με λιγότερα. Καλό θα μας κάνει! Η κρίση υπήρχε εδώ και χρόνια. Τώρα μιλάμε για κρίση; Επειδή λιγόστεψαν τα χρήματα; Ε, ας ζήσουμε με λιγότερα. Οι γονιοί μας τα βγάλαν πέρα στην Κατοχή. Θα πεθάνουμε; Οχι. Ευκαιρία είναι να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο.

    Βεβαίως, η δική μου πολιτική είναι εκεί, επάνω στη σκηνή. Νομίζω ότι ο κόσμος δεν έρχεται για ν’ ακούσει μανιφέστα για το Μνημόνιο στο θέατρο. Ερχεται για μια βαθύτερη εξομολόγηση. Και νομίζω ότι ο κόσμος που θα έρχεται τώρα στο θέατρο, θα μάς τιμά δύο φορές περισσότερο. Γιατί όντως γι’ αυτόν δεν είναι απλό, ακόμα και για να βρει το κουράγιο να βγει έξω απ’ το σπίτι του. Οπότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε γι’ αυτόν!»

    – Η κρίση, πάντως, ήδη λειτουργεί ως άλλοθι για την εν γένει περιστολή των δαπανών για τον πολιτισμό.

    «Κι όμως, η κρίση κάνει πάντα την τέχνη πιο αναγκαία. Δεν ξέρω πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα που ανέπτυξε το θέατρό της! Τώρα ήρθε η ώρα και για τη θεατρική παιδεία. Αυτό που δεν μπορεί να αποτελεί πλέον άλλοθι είναι το χαμηλό επίπεδο πολλών δραματικών σχολών και η έλλειψη σχολής σκηνοθεσίας. Θέλω να πιστεύω ότι ο Παύλος Γερουλάνος θα εκτεθεί. «Προφυλαγμένος» δεν θα μπορέσει να αλλάξει τα πράγματα, γιατί ο πολιτισμός έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές. Θέλω να πιστεύω ότι θα απλώσει το χέρι και στον «άρρωστο», που λέγεται θεατρική παιδεία! Εν μέσω κρίσης είμαι ενεργητικότατα απαισιόδοξος! Ως προβληματικό και άτακτο παιδί πάντα είχα αδυναμία στους προβληματικούς και «ιδιαίτερους». Και η χώρα μας άτακτη είναι. Νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε. Οποιος έχει καταθέσει τα λεφτά του στην τράπεζα της τέχνης και της πνευματικότητας δεν θα χάσει ούτε μισή πεντάρα απ’ την κρίση».

    Ξεκίνησε ως ηθοποιός με σπουδές στην πρώην ΕΣΣΔ και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της ελληνικής σκηνής. Καλλιτέχνης ανήσυχος και ευφάνταστος, ανιψιός του Μάνου Κατράκη, δημιούργησε το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας που έγινε ο πυρήνας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, η οποία δέσποσε για αρκετά χρόνια στα πολιτιτιστικά μας πράγματα. Πρόσφατα είδαμε την εναλλακτική του «Κάρμεν» σε μια αυλή στο Μεταξουργείο, και τον χειμώνα θα δούμε «από τα χέρια του» το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», τον «Θάνατο του Δαντόν» και τον «Βασιλιά Ληρ».

    • Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;

    Απόλυτη ευτυχία δεν ξέρω. Ξέρω ευτυχία σε μικρές δόσεις, ανά διαστήματα και παντού.

    • Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;

    Η ανάγκη να κερδίσω το μεγάλο στοίχημα.

    • Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;

    Βλέποντας Χοντρό- Λιγνό, πρόσφατα.

    • Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας, είναι;

    Να υπομένω και να επιμένω.

    • Το βασικό ελάττωμά σας;

    Φαντασιομανής, όλο ενοχές για όσα δεν έκανα, εγωισμό για όσα έκανα και αργώ, αργώ στα ραντεβού.

    • Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;

    Στα λάθη που έγιναν από Πάθη.

    • Η τελευταία φορά που κλάψατε;

    Α! πολύ πρόσφατα, όταν εξομολογήθηκα κάτι. Ε, και;..

    • Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;

    Με τον Υψηλάντη, τον μονόχειρα.

    • Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;

    Αγαπώ τους μικρούς ήρωες που μεγαλώνουν· όπως την Αναστασία και την Ελενα.

    • Το αγαπημένο σας ταξίδι;

    Από τα Κύθηρα στο Θιβέτ.

    • Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

    Ντίκενς. Θερβάντες. Τα παιδικά μου χρόνια.

    • Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;

    Εχεμύθεια, γενναιοδωρία και χιούμορ. Με δυο λόγια, να έχει μεγαλείο.

    • … Και σε μια γυναίκα;

    Το ίδιο ακριβώς.

    • Ο αγαπημένος σας συνθέτης;

    Ιωάννης Σεβαστιανός, Βόλφγκανγκ Αμαντέους, Ιαν Αντερσον.

    • Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;

    Ανάλογα το μέρος του σώματος.

    • Το βιβλίο που σας σημάδεψε;

    «Οι Δώδεκα καρέκλες», ο «Δον Κιχώτης».

    • Η ταινία που σας σημάδεψε;

    «Το κόκκινο μπαλόνι».

    • Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;

    Ο γέρος Πικάσο, ο νέος Νταλί και ο Δομήνικος ολόκληρος.

    • Το αγαπημένο σας χρώμα;

    Γαλαζοπράσινο σαν τα νερά της Σύμης.

    • Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;

    Το ότι η Σχολή Σκηνοθεσίας Θεάτρου έγινε πια ένα θέμα και ένα ζητούμενο για όλους.

    • Το αγαπημένο σας ποτό;

    Τσάι πράσινο καυτό, όλον τον χρόνο. Δροσερό κρασί, για το καλοκαίρι.

    • Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

    Για την έλλειψη θράσους.

    • Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ΄ όλα;

    Τη γοητεία που ασκεί η μετριότητα στον τόπο μας.

    • Οταν δεν σκηνοθετείτε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;

    Πρόβα, εσύ, αγάπη μου.

    • Ο μεγαλύτερος φόβος σας;

    Νά ΄χουν περάσει λέει, τα χρόνια, εκείνη να με πλησιάζει, κι εγώ να μη βλέπω…

    • Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;

    Σε καμία. Ωωπ! Σχεδόν σε καμία.

    • Ποιο είναι το μότο σας;

    Ακου.

    • Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;

    Ακαριαία. Και κοντά στη σκηνή.

    • Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;

    Ας εκφραστεί ο Κύριος ελεύθερα· ακούω.

    • Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;

    Παραπλανητικής ηρεμίας.

    • ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 21 Αυγούστου 2010

    Στάθης Λιβαθινός

    Η δουλειά του στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου άφησε εποχή. Σήμερα είναι άστεγος αλλά όχι άνεργος και διεκδικεί ένα θέατρο που θα είναι κοινωνική ανάγκη και όχι χόμπι

    ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Κυριακή 18 Απριλίου 2010

    «Η δουλειά της Πειραματικής είναι δουλειά κρατικού θεάτρου, όχι ιδιωτικού. Τα στοιχήματά της, το είδος της εγκυμοσύνης που περιείχε, και μάλιστα της προχωρημένης εγκυμοσύνης, όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Ημελλος, είναι για κρατικό θέατρο. Η δουλειά είχε να κάνει με το θέατρο ρεπερτορίου και την ποιότητα των ηθοποιών, της στάσης τους απέναντι στο θέατρο αφενός και την εκπαιδευτική πλευρά αφετέρου, που τόσο λείπει».

    – Φαντάζομαι όμως ότι θα έχετε πικρία για το Εθνικό…

    «Φυσικά και έχω, είναι δυνατόν να μην έχω; Εδώ έχει το κοινό της, εγώ δεν θα έχω;».

    – Μέσα σας δώσατε τις εξηγήσεις;

    «Οχι, γιατί δεν πρόκειται για προσωπικό ψυχολογικό μου πρόβλημα. Εχω την εντύπωση ότι αν η Πειραματική Σκηνή ήταν λίγο πιο μέτρια θα υπήρχε ακόμη».

    – Ωστόσο δεν ανταποκριθήκατε σε ένα ύστερο κάλεσμα του Γιάννη Χουβαρδά…

    «Θεώρησα ότι δεν θα έπρεπε να είμαι εκεί γιατί δεν συμφωνώ με την πορεία που έχει πάρει το Εθνικό Θέατρο. Τον ίδιο τον Γιάννη Χουβαρδά τον σέβομαι, τον εκτιμώ και τον συμπαθώ πάρα πολύ. Και του εύχομαι να πετύχει το καλύτερο. Ιδεολογικά και φιλοσοφικά όμως διαφωνώ».

    – Ποια είναι τα σημεία όπου διαφωνείτε;

    «Δεν συμφωνώ στην κατεύθυνση του ρεπερτορίου. Δεν συμφωνώ στην απόλυτη έλλειψη εκπαιδευτικής κατεύθυνσης. Δεν συμφωνώ στο ότι δεν υπάρχει σχολή σκηνοθεσίας. Δεν συμφωνώ στον τρόπο επιλογής των σκηνοθετών. Δεν συμφωνώ στον τρόπο επιλογής των συνεργατών. Δεν συμφωνώ στην ιδεολογία που γενικότερα εκπέμπει ένα τέτοιο κρατικό ίδρυμα. Μπορεί να είναι πάρα πολύ καλή για κάποιους άλλους, αλλά όχι για μένα. Επειδή το θέατρο είναι πράξεις και όχι λόγια, προτιμώ να μην κάνω κάτι όταν δεν το πιστεύω παρά να το κάνω επειδή θα έχω ανάγκη από δουλειά. Πρέπει να είμαστε συνεπείς με τον εαυτό μας…».

    – Κύριε Λιβαθινέ, πιστεύετε ότι το Εθνικό δεν έχει πρόταση; Η μετάκληση ξένων σκηνοθετών είναι μια επιλογή;

    «Η Ελλάδα γενικότερα ζει με δανεικά. Γι΄ αυτό και οι ερμηνείες μπορεί να είναι πολλές. Μπορεί να υπάρχει η διάθεση για πρόταση ή πρωτοτυπία… Αλλά ξέρετε κάτι; Οι μεγάλες πράξεις των ανθρώπων, η αλήθεια, καμιά φορά, βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Η στάση που κράτησε η Αμαλία Μουτούση μετά το τέλος της Πειραματικής και τα λόγια που είπε εμένα μου αρκούν. Είπε ότι υπήρξε μια γενικότερη σιωπή σ΄ αυτό το θέμα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Οσο για τους ξένους σκηνοθέτες, δεν έχω κανένα θέμα. Ξέρετε, εμείς οι σκηνοθέτες δεν έχουμε πατρίδα. Το πρόβλημα είναι ότι το θέατρο από τη φύση του είναι εθνικό προϊόν. Εχει γλώσσα, σημαία και γη. Η εισαγωγή ενός σκηνοθέτη είναι πολύ μεγαλύτερο θέμα απ΄ όσο φαίνεται. Πάντα μπορεί να έρθει ένας σκηνοθέτης και να πασαλείψει μια παράσταση, όπως συνήθως γίνεται. Το να έρθει όμως ένας φωτισμένος άνθρωπος από έξω και να διδάξει τον τρόπο της δουλειάς του, αυτό είναι που θεωρώ αναγκαίο. Αλλά απογοητεύομαι όταν ξέρω ότι ήρθαν εδώ επτά σκηνοθέτες και ούτε ένας Ελληνας δεν θα πάει στη δική τους πατρίδα».

    – Οι ηθοποιοί όμως κερδίζουν μέσα από αυτή την επαφή…

    «Από πότε το κέρδος των ηθοποιών είναι και κέρδος του θεάτρου; Ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται δυσάρεστο αυτό. Εχω δουλέψει στην Αμερική με αμερικανούς ηθοποιούς και κέρδισα πολλά. Αρα; Δεν έχουμε παρά να δουλέψουμε εμείς οι σκηνοθέτες με ξένους ηθοποιούς, να έρθουν ξένοι κριτικοί, ξένοι φωτογράφοι, όπως θα μπορούσαμε να εισάγουμε και ξένους. Αναρωτιέμαι αν οι ξένοι σκηνοθέτες φεύγοντας από την Ελλάδα παίρνουν μαζί τους και κάτι άλλο εκτός από την επιταγή τους…».

    – Θα πηγαίνατε στο εξωτερικό;

    «Αύριο…».
    – Εχετε ένα όραμα για το θέατρο; Πώς θα το υλοποιήσετε;

    «Θα μπορούσε να γίνει και ιδιωτικά, αλλά πιστεύω ότι είναι κατ΄ αρχήν κρατική υπόθεση. Δεν είμαι μόνος μου… Δεν έχω μιλήσει ποτέ με υπουργό Πολιτισμού και δεν γνωρίζω κανέναν υπουργό Πολιτισμού που να έχει ανοίξει έναν διάλογο για το θέατρο ως σήμερα. Εχω μιλήσει με ιδιώτες και μπορεί κάτι να γίνει… Το θέμα είναι να αναλάβει ρόλο το κράτος. Σίγουρα η παρακαταθήκη σημαντικών ανθρώπων όπως ο Νίκος Κούρκουλος έχει μεγάλη σημασία».

    – Η πολιτεία έχει ποτέ θελήσει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέατρο; Το βλέπουμε με τις επιχορηγήσεις…

    «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να κρίνει κανείς μια μαμά από το χαρτζιλίκι που δίνει στο παιδί της. Οι επιχορηγήσεις είναι το χαρτζιλίκι. Τώρα δεν έχει και δεν δίνει και καλά κάνει που δεν δίνει… Τώρα που κανείς δεν έχει, το θέατρο πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνο του, όπως και η τέχνη, και να αναζητήσει λύσεις. Ζούμε μια δύσκολη στιγμή. Φάγαμε τα λεφτά των δύο επόμενων γενεών. Η πολιτεία πρέπει να ασχοληθεί με το θέατρο με τον ίδιο τρόπο που μεγαλώνεις ένα παιδί: Να το προστατεύσει, να το περιχαρακώσει, να το αναδείξει και να το εκπαιδεύσει».

    – Μα ενδιαφέρεται η πολιτεία για το θέατρο,την τέχνη;
    «Νομίζω πως ναι: Αναλαμβάνοντας τις κηδείες μας δημοσία δαπάνη. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι δεν ξέρει ακόμη πόση ανάγκη το έχει. Οταν το καταλάβει, θα ασχοληθεί. Για την ώρα το θέατρο στην Ελλάδα είναι κάτι σαν τα γαλλικά και το πιάνο στις καλές οικογένειες. Θέαμα και όχι κοινωνική ανάγκη, παραμένει χόμπι. Στην πραγματικότητα κρύβεται μια εικόνα μετριότητας και καταστροφής».

    – Η ίδια εικόνα μετριότητας αφορά συνολικά τη ζωή μας;

    «Ναι. Ζούμε μια πιο ενδιαφέρουσα και πιο επικίνδυνη περίοδο. Γιατί οι μέτριοι έχουν γίνει καλύτεροι και αυτό έχει κάνει πιο επικίνδυνη την παρουσία τους. Στην Ελλάδα κανείς δεν θέλει να επενδύσει στην τέχνη γι΄ αυτά που θα συμβούν χωρίς εμάς. Ακριβώς το ίδιο πράγμα πρέπει να συμβεί και στην οικονομία και στην παραγωγή. Ας μείνουμε για λίγο σιωπηλοί, και κάτι καλό θα γίνει αύριο. Εχουμε τόσους ταλαντούχους ανθρώπους! Και τι τους κάνουμε; Τους στέλνουμε στο κρεματόριο ή στο εξωτερικό. Ξέρετε πόσα ελληνικά επώνυμα διδάσκουν σε μεγάλα πανεπιστήμια της Αμερικής;».

    Δύσκολα πιστεύεις ότι ο ρωσοτραφείς Στάθης Λιβαθινός δοκιμάζεται αυτό τον χειμώνα στον πρώτο Τσέχοφ της καριέρας του. Το γεγονός ότι διαβάζει τον Ρώσο δραματουργό απ’ το πρωτότυπο και έχει δει άπειρες παραστάσεις έργων του στη Μόσχα, μόνο ανασφάλεια και φόβο τού γεννά.

    «Τα έργα του Τσέχοφ είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά», λέει ο Στάθης Λιβαθινός

    «Τα έργα του Τσέχοφ είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά», λέει ο Στάθης Λιβαθινός

    Τόσο που, αν δεν ήταν η Μπέτυ Αρβανίτη με το πείσμα και την πίστη της να ανεβάσουν παρέα τον «Βυσσινόκηπο», δεν θα τολμούσε να αναμετρηθεί με την τσεχοφική δραματουργία – την οποία ο ίδιος θεωρεί μάλιστα πολύ δυσκολότερη από τη σεξπιρική.

    Την Τετάρτη (ύστερα από τέσσερις μήνες προβών) σε ένα εκ βάθρων γκρεμισμένο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, πάνω σε ένα θρυμματισμένο σύμπαν με σπασμένους καθρέφτες και γυαλιά, ο «Βυσσινόκηπος» κάνει αισίως πρεμιέρα. Κι ο θίασος είναι εντυπωσιακός. Σε αυτόν συναντιούνται από τον Γιάννη Φέρτη και την Μπέτυ Αρβανίτη μέχρι τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και τον Κώστα Γαλανάκη.

    • Το παράδοξο, κύριε Λιβαθινέ, είναι ότι ο «Βυσσινόκηπος» είναι ο πρώτος Τσέχοφ σας. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Τι φταίει;

    «Το ότι τον Τσέχοφ τον φοβάμαι, τον λατρεύω, τον σέβομαι και μπορώ να τον διαβάσω από το πρωτότυπο».

    • Το τελευταίο είναι ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων μη Ρώσων ή ρωσομαθών σκηνοθετών. Οπότε;

    «Αντιθέτως, το γεγονός μόνο φόβο και δέος μπορεί να προκαλεί. Δεν έχω καμιά οικειότητα με τον Τσέχοφ. Και ακριβώς επειδή έχω δει αρκετό Τσέχοφ στη ζωή μου, και μάλιστα καλό Τσέχοφ, σκεφτόμουν ότι ίσως εγώ δεν έχω κάτι να προσθέσω. Τελικά δοκιμάζομαι με το βαρύτερο «πούπουλο» που μπορεί κανείς να συναντήσει. Τον «Βυσσινόκηπο» μπορείς να τον κάνεις είτε όταν δεν ξέρεις τίποτα είτε όταν ξέρεις πολλά».

    • Εσείς πού ανήκετε;

    Γιάννης Φέρτης και Μπέτυ Αρβανίτη. Ο Γκάγιεφ και η Αντρέγεβνα: η ρωσική αστική τάξη, που σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει

    Γιάννης Φέρτης και Μπέτυ Αρβανίτη. Ο Γκάγιεφ και η Αντρέγεβνα: η ρωσική αστική τάξη, που σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει

    «Ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία είμαι. Γι’ αυτό τον λόγο έχω ακόμα τις επιφυλάξεις μου. Παρ’ όλα αυτά δουλεύουμε 4 μήνες. Για τον Τσέχοφ, όμως, είναι λίγοι. Τον «Λιρ» τον δούλευα 3,5».

    • Θεωρείτε τον Τσέχοφ δυσκολότερο από τον Σέξπιρ;

    «Εκατό τοις εκατό. Ο Σέξπιρ ανήκει σε ένα είδος θεάτρου που τα πράγματα λέγονταν παρά κρύβονταν. Ο Τσέχοφ είναι το Θέατρο του 20ού αιώνα. Ολα υποβόσκουν, όλα υπονοούνται. Εχει προηγηθεί ο Ντοστογιέφσκι που έχει διασπάσει τις προσωπικότητες. Κι έτσι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σε έναν. Είναι κάτι που ο Τσέχοφ το έκανε επιστήμη. Τα έργα του είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά».

    • Πώς δουλεύονται στην πράξη;

    «Εγώ είδα τον «Βυσσινόκηπο» ως άσκηση περιεχομένου, ύφους και επικοινωνίας. Βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ κοντά στο παιχνίδι με τον χρόνο που κάνουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας, τότε που έχουμε την αίσθηση ότι κάτι χάθηκε. Δεν ξέχασα στιγμή ότι το έργο το έγραψε ένας άνθρωπος που λάτρευε τη ζωή και μετρούσε τα δευτερόλεπτα προς τον θάνατο. Ακόμα και στη Ρωσία όμως δεν έλυσαν το αίνιγμα του Τσέχοφ. Ούτε εγώ βαυκαλίζομαι πως μπορώ. Δεν ξέχασα επίσης ότι ο Τσέχοφ έκανε ντουκουμέντο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι «Τροφίμοφ» και οι «Λοπάχιν» κάθονταν στην πρώτη σειρά του θεάτρου…».

    • Εσείς τι θέλετε να πείτε στο κοινό που όμως δεν θα έχει Λοπάχιν και Τροφίμοφ;

    «Θα μιλήσω για τον χρόνο, την ποίηση της καθημερινής ζωής και τους απροστάτευτους ευαίσθητους ανθρώπους. Τη «φυλή» του «Βυσσινόκηπου». Παρεμπιπτόντως, 14 χρόνια από τότε που γραφόταν το έργο, οι ήρωες θα ήταν όλοι μακαρίτες. Σαν να το ήξερε ο Τσέχοφ ότι το 1917 δεν θα υπήρχε κανένας τους. Ο «Βυσσινόκηπος» είναι επομένως το πιο χαρούμενο ρέκβιεμ που γράφτηκε ποτέ».

    • Στη μετά το Εθνικό Θέατρο περίοδό σας κινείστε από το «Μεταξουργείο» στο ΚΘΒΕ και από το «Πορεία» στο «Κεφαλληνίας». Αυτό ψυχολογικά και μεθοδολογικά είναι τελείως κόντρα σε ό,τι κάνατε και πρεσβεύετε. Δεν σας φθείρει;

    «Είμαι πλέον ένας πλανόδιος. Ή μάλλον ένας «πλανόβιος», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του ποιητή Γιώργου Γεραλή. Είναι ένα ωραίο μάθημα της θεατρικής ζωής. Εκκρεμεί ο «Βασιλιάς Λιρ» του ΚΘΒΕ. Θέλω να πιστεύω ότι το 2010 θα μπορέσω να τον επαναλάβω με τον Τσακίρογλου στην Αθήνα. Ηταν η πρώτη φορά που σκηνοθετούσα στο ΚΘΒΕ και έτυχε μια συγκυρία όπου ο ίδιος ο Τσακίρογλου έγινε πραγματικά ο Λιρ της Θεσσαλονίκης: Εχασε το βασίλειό του, καταδιώχθηκε, κατηγορήθηκε».

    • Είχατε κι εσείς κάποτε ένα «βασίλειο», αυτό της Πειραματικής Σκηνής. Εκτοτε οι πόρτες του Εθνικού είναι κλειστές;

    «Ο Γιάννης Χουβαρδάς με τίμησε προσκαλώντας με πρόσφατα ξανά στο Εθνικό ως σκηνοθέτη. Θεώρησα σωστό να μην ανταποκριθώ, γιατί η δουλειά που γίνεται σε αυτό και ο τρόπος δεν με αφορούν». *

    «Χάθηκαν οι παρορμητικοί ήρωες του Τσέχοφ»

    Η Μπέτυ Αρβανίτη παίζει την τρομερά αντιφατική ηρωίδα, Λιουμπόβ Αντρέγεβνα

    Ενας κόσμος που καταρρέει… ηδυπαθώς: Χορεύοντας, φλερτάροντας, αναπολώντας. Δηλαδή, ο κωμικοτραγικός κόσμος του Τσέχοφ, στο κύκνειο άσμα του, τον «Βυσσινόκηπο» (1904). Το… κύμα της ζωής και της αδράνειας παίρνει ένα από τα ομορφότερα κτήματα μαζί με το αγαπημένο πατρικό σπίτι.

    «Στον Τσέχοφ δεν πρέπει να παίζεις αλλά να ζεις», πιστεύει η Μπέτυ Αρβανίτη

    «Στον Τσέχοφ δεν πρέπει να παίζεις αλλά να ζεις», πιστεύει η Μπέτυ Αρβανίτη

    Και τα δύο χάνονται, γιατί οι αστοί ιδιοκτήτες τους, εγκλωβισμένοι σε ένα σύμπαν που πεθαίνει και ανίκανοι να διακρίνουν τη μεγάλη αλλαγή που φτάνει, δεν μπορούν να αντιδράσουν. Η Μπέτυ Αρβανίτη είναι ένας από αυτούς: η «τρομερά αντιφατική» Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, η γοητευτική ηρωίδα με το «αμαρτωλό παρελθόν». Μια ηρωίδα που «είναι ερωτική, δυστυχής και αστεία», σύμφωνα με την Αρβανίτη. Κυρίως όμως τη χαρακτηρίζει το ταλέντο της «να γλιστρά, μέσα στις καταστάσεις, ανέμελα. Ξεπερνά τα πάντα, περνώντας από το γέλιο στο κλάμα».

    Στην περίπτωση του Τσέχοφ, έτσι κι αλλιώς, «έχεις να κάνεις με αληθινούς ανθρώπους, συνεπώς αντιφατικούς», προσθέτει η ηθοποιός. Το γνωρίζει καλά, μια και «έχω υποδυθεί -όπως τονίζει- στις σωστές ηλικίες ηρωίδες του». Την Ελένα στον «Θείο Βάνια» με τον Παπαμιχαήλ, τη Μάσα στις «Τρεις αδελφές» του Σεβαστίκογλου, την Αρκάντινα στον «Γλάρο» του Μαστοράκη. «Στον Τσέχοφ δεν πρέπει να παίζεις, αλλά να ζεις. Είναι μια επώδυνη διαδικασία», εξομολογείται.

    Ο Λιβαθινός δεν αντιμετώπισε τον «Βυσσινόκηπο» με «τσεχοφίτιδα», αλλά με «σύγχρονη ματιά». «Γιατί ο Τσέχοφ επαληθεύεται ανατριχιαστικά στο δικό μας σήμερα, όπου όλα καταρρέουν. Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε πριν από 100 χρόνια, αλλά είναι σαν να γράφτηκε χθες», καταλήγει η ηθοποιός. Υπάρχει μία μόνο διαφορά: «Σήμερα, οι παρορμητικοί, ανέμελοι άνθρωποί του, έχουν εκλείψει».

    Info: Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη. Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής. Χορογραφία: Κωνσταντίνος Μίχος. Παίζουν οι Μπ. Αρβανίτη, Κ. Γαλανάκης, Στ. Ιακωβίδης, Β. Καραμπούλας, Π. Μαρκοπούλου, Δημ. Παπαδόπουλος, Τζ. Παπαδοπούλου, Δ. Παπανικολάου, Μ. Σαββίδου, Μ. Συμεού, Άρ. Τρουπάκης και Γ. Φέρτης.

    • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
    «Ο Σαίξπηρ έγραψε θέατρο  για... ορθίους» λέει ο  Στάθης Λιβαθινός (που  σηνοθετεί «Βασιλιά Ληρ»  στο ΚΘΒΕ) με φόντο τον  Λευκό Πύργο. «Δεν υπάρχει  καλό και κακό, οικείο και  ξένο θέατρο. Υπάρχει μόνο  πληκτικό και θέατρο για  ορθίους-μη πληκτικό  θέατρο»
    Έμεινε ενεός, δηλώνει ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, λίγο πριν την επισφαλή, λόγω απεργιών, πρεμιέρα του «Βασιλιά Ληρ» (με τον διευθυντή του ΚΘΒΕ Νικήτα Τσακίρογλου στον ομώνυμο ρόλο. «Απεργίες; Το δικαίωμα στην εργασία- και στις απεργίες είναι ιερό και αναγκαίο, αλλά το θέατρο δεν μπορεί να κλείνει γιατί είναι εκκλησία. Το θέατρο δεν είναι επάγγελμα των ανθρώπων αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν στον χώρο του, όχι αυτοί που απλώς εργάζονται».

    • Τα Κρατικά Θέατρα περνούν – λόγω και των καιρών- μια θεσμική κρίση…
    «Χρειαζόμαστε πάντα και απόλυτα τα Κρατικά Θέατρα γιατί υπάρχουν και τα εμπορικά- ιδιωτικά και με την ύπαρξη των πρώτων εξασφαλίζεται ένας αντίλογος, μια δημιουργική σύγκρουση. Όταν υπηρετούνται από ανθρώπους που υπηρετούν τον λόγο και αφουγκράζονται την κοινωνία, τότε μόνο πετυχαίνουν».

    Σκηνοθετεί για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τον Ληρ, λέει, «είναι μάλλον ερεθιστικό γιατί απευθύνομαι σε διαφορετικό θέατρο και κοινό απ΄ αυτό της Αθήνας. Έχει άλλες εικόνες, είναι άλλη γη, και μόνο το τοπίο κάνει τους ανθρώπους διαφορετικούς».

    • Το θέατρο αυτό καθ΄ αυτό είναι στους καιρούς μας αυτό που ήταν;

    Οι γενιές- ως οπτική ζωής- αλλάζουν πολύ γρήγορα πλέον. Ίσως και κάθε τριετία. Αλλάζει η γλώσσα στους δρόμους. Πώς μπορεί το θέατρο να μείνει το ίδιο; Η διαφορά είναι στη σπορά. Πώς θα μεταδώσεις στους καλλιτέχνες και στο κοινό ένα μέτρο σύγκρισης. Δεν υπάρχουν όμως καλά και κακά είδη θεάτρου. Υπάρχει μόνο το πληκτικό θέατρο κι αυτό που δεν σε κάνει να βαριέσαι: Το θέατρο για ορθίους.

    • Είναι σύγχρονος και «οικείος» ο Σαίξπηρ;

    Ο Ληρ είναι ένας σύγχρονος γέρος 400 ετών. Έχει τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης αυτό το μιλφέιγ που το λένε Ληρ. Σήμερα, ζούμε την εποχή των κακών γιων και των καλών μπαμπάδων. Μα ήταν αναγκαία αυτά τα γεγονότα. Ήρθε η στιγμή ο θυμός και η οργή να γίνουν οι πρωταγωνιστές. Είναι η φάση για να περάσει ο άνθρωπος στην απόλυτη ταπείνωση και στη μετάνοια. Δεν υπάρχει ιδεολογική πρόταση- μην την αναζητάτεόταν η ίδια η φύση θέλει να τα σπάσει όλα, γιατί πόσο ακόμα θα μεγαλώνουμε με χάρτινα κατασκευάσματα του υποτιθέμενου μεγαλείου. Ιδεολογίες εκ του ασφαλούς απ΄ τα γραφεία και τα τραπέζια συσκέψεων δεν υπάρχουν πια… Όσο για τον Σαίξπηρ, ο Τζόρτζιο Στρέλερ έλεγε ότι τον καταλαβαίνει κανείς όταν αρχίζει να τον ερμηνεύει- στη σκηνή ή στη ζωή.

    ΙΝFΟ: «Βασιλιάς Ληρ» στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης.
    Προγραμματισμένη πρεμιέρα: 20 Φεβρουαρίου στις 21.00. Έως τις 24/5.

    • Σας είναι γνώριμος και συμπαθής ο Ληρ;
    Απόλυτα γνώριμος. Η κολακεία φέρνει την αλαζονεία και ο θυμός τη δικαιοσύνη. Όλοι όσοι πάσχουν και παθαίνουν είναι συμπαθείς…
    • Τι χρειάζεται το θέατρο και οι σκηνοθέτες του σε μια εποχή με τόσα γεγονότα;

    Ο σκηνοθέτης για να δώσει την απόλυτη σφραγίδα η οποία θα καθορίσει τον τρόπο με τον οποίον συνομιλεί το θέατρο με την εποχή του. Και το θέατρο θα υπάρχει πάντα όσο θα υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, το εδώ και το τώρα. Μπορεί κάποτε να εκπέσει. Δεν θα χαθεί όμως ποτέ. Πάντα οι άνθρωποι θα θέλουν να καταφύγουν σ΄ αυτό…

    • Διάβαζα πως στη Βρετανία παρά τη σοβαρή οικονομική κρίση το θέατρο κάθε άλλο παρά έχει πληγεί…

    Κρίση; Ποια κρίση; Απλώς «βαφτίσαμε» οικονομική κρίση τη διεθνή κρίση κατανάλωσης, αξιών, σοβαρότητας, έπαρσης και ταυτότητας γενικότερα. Αν έχουμε εμείς κρίση, τι θα ΄πρεπε να πουν οι Αφρικανοί; Αυτά είναι κόλπα για να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Όλα αυτά είναι φαινόμενα προς κατανάλωση. Κρίση ίσως να υπάρχει όσο θα θέλουμε να έχουμε ο καθένας τρία αυτοκί- νητα, δύο σπίτια και εκατό κάρτες…  Ήρθε επιτέλους η ώρα να ταπεινωθούμε.

    • «Ας σπάμε βιτρίνες για την έλλειψη θεατρικής παιδείας»
    Ο Στάθης Λιβαθινός δηλώνει «εμμονή» με το θέμα της θεατρικής και γενικότερα της παιδείας. «Δεν μπορώ να ξεφύγω από την παιδεία μου», λέει. «Η Ρωσία με σφράγισε (σ.σ.: σπούδασε στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας) μαθαίνοντάς μας να είμαστε άνθρωποι όχι μόνο στο θέατρο αλλά στην τέχνη γενικότερα. Δεν διδάχτηκα στη σχολή μου μόνο τον Στανισλάβσκι. Ο λόγος για τον οποίον παραμένει η ρωσική σχολή είναι πως εξελίσσεται. Είναι κανάλι όπου χύνονται πολλά ποτάμια. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα στη σχολή των μονολόγων. Το ελληνικό θέατρο έχει πρόβλημα να παρακολουθήσει τις αλλαγές. Κι αυτό οφείλεται στην έλλειψη θεατρικής παιδείας. Μια κρατική σχολή σκηνοθεσίας θα δίδασκε πώς οφείλουν οι ηθοποιοί να περπατάνε όχι στη σκηνή- αλλά στην εποχή τους. Αυτή η έλλειψη- θεατρικής, αλλά και γενικότερα παιδείας θα ήταν ίσως ο σημαντικότερος λόγος για να σπάμε βιτρίνες… αλλά το λέει κι ο Σαίξπηρ στον Ληρ πως «είναι κανόνας στην εποχή μας οι τρελοί να οδηγούν τυφλούς».
    • Της Βίκυς Χαρισοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009