Αρχείο για 20 Νοεμβρίου, 2010

  • Η ηθοποιός μιλάει για την πολύ ιδιαίτερη εμπειρία που έζησε ως αναγνώστρια-πρωταγωνίστρια αλλά και συνδημιουργός, μαζί με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς, της παράστασης «Ημερολόγια μιας θλιμμένης βασίλισσας»

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Τα αναλόγια που έκανε στο παρελθόν λειτούργησαν θετικά: η Μαρία Ναυπλιώτου έχει μάθει πλέον να δουλεύει από μόνη της κείμενα, χωρίς σκηνοθέτη. Ετσι, όταν ήρθε η πρόταση για τη συνεργασία με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς στα «Ημερολόγια μιας θλιμμένης βασίλισσας», ανταποκρίθηκε θετικά και απόλαυσε την πρώτη φάση του θεατρικού ταξιδιού, για μια βραδιά, τον περασμένη Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο. Τώρα που έρχεται η σειρά της Θεσσαλονίκης- την προσεχή Δευτέρα θα δοθεί στο εκεί Μέγαρο Μουσικής η μοναδική παράσταση- η ηθοποιός έχει ήδη πίσω της εμπειρία.

Ολα ξεκίνησαν από την ιδέα του βόσνιου συνθέτη να χρησιμοποιήσει κείμενα αντιπολεμικού χαρακτήρα και, μέσα από μια γυναίκα, να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν, θέλοντας να δώσει το στίγμα του για όλα όσα συνέβησαν πρόσφατα στην πρώην Γιουγκοσλαβία- και όχι μόνο. Ο Μπρέγκοβιτς, που έστησε την παράσταση αφού προηγουμένως η ηθοποιός είχε δουλέψει καλά το έργο, διευθύνει και την ορχήστρα που αποτελείται από κρουστά, μπάσο, τρομπέτες, σαξόφωνο και κουαρτέτο εγχόρδων, ενώ συμμετέχουν δύο βαρύτονοι και έξι χορωδοί.

«Είναι εμπειρία το να δουλεύεις μόνος σου» λέει η Μαρία Ναυπλιώτου.

Ενα μπαούλο, μια βαλίτσα, ένα φόρεμα, δύο βιβλία: «Με αυτά τα στοιχεία καλείσαι να φτιάξεις έναν ολόκληρο κόσμο από την αρχή» εξηγεί.

Και αν διαβάζει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είναι επειδή «πρέπει να το κάνω ανάγλυφο και ενδιαφέρον για τον θεατή». Αν κρίνουμε από την παράσταση του Ηρωδείου, τα κατάφερε: με τη μουσική να παίζει καθοριστικό ρόλο, απαντά, μέσα από μια προσωπική ματιά, στο πώς αντιλαμβάνονται τον πόλεμο οι γυναίκες. «Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ μπλέκονται τρεις γυναίκες,οι οποίες μιλούν για τα ίδια πράγματα σε διαφορετικές εποχές, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποια λέει τι και για πότε. Είναι τόσο αληθινό όλο αυτό και τόσο κοινό μέσα στα χρόνια» επισημαίνει η Μαρία Ναυπλιώτου, τονίζοντας ότι μόνο από τα ονόματα και τις ημερομηνίες καταλαβαίνει κανείς τις διαφορετικές εποχές.

«Η μάνα κατέληξε στο ψυχιατρείο,η κόρη στα ναρκωτικά, αν και στο τέλος είναι εκείνη που θα εγκαταλείψει τον πό λεμο, αναζητώντας λίγο φως. Είναι σημαντικό που κάποιος σώζεται ή θέλει να σωθεί μέσα από όλο αυτό, και προσωπικά ταυτίζομαι και με τις δύο,μάνα και κόρη.Εχει μέσα του ζωή». Προσθέτει, μάλιστα, ότι κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της αθηναϊκής παράστασης ένιωθε την ικανοποίηση μιας δουλειάς που αντλεί στοιχεία από προσωπικές της εμπειρίες και την οδηγεί σε νέους δρόμους.

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

  • Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, τηλ. 2310 895 938/9
  • Στις 22 Νοεμβρίου, στις 21.00
  • Εισιτήρια: 70, 50, 40, 30, 20 ευρώ
  • Από τη βασίλισσα Μαργκό στην Ντούσανκα

Τα κείμενα που χρησιμοποιούνται- του βόσνιου νομπελίστα συγγραφέα Ιβο Αντρις, του ποιητή και κειμενογράφου Σιντράν, του γάλλου ποιητή Πιερ Ρονσάρ και του Σαίξπηρ συνδέουν τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και τη βασίλισσα Μαργκό με την Ντούσανκα, την ηρωίδα του έργου, κόρη και σύζυγο ανδρών που πολέμησαν, αλλά και τη μητέρα της, της οποίας τα ημερολόγια διαβάζει η ίδια. Η παράσταση έχει τη μορφή ενός recitando accompagnato, μιας δημοφιλούς φόρμας του 16ου αιώνα, η οποία λειτούργησε και ως προπομπός στην πρώτη όπερα του Μοντεβέρντι. Οσο για τη Μαρία Ναυπλιώτου, διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την κλασική μουσική, λόγω της πολυετούς ενασχόλησής της με το μπαλέτο: «Υπάρχει πάντα μέσα στη ζωή μου» λέει.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=368467&dt=20/11/2010#ixzz15qdJXjiv

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Ο 43χρονος Βρετανός σκηνοθέτης και ακαδημαϊκός Πίτερ Μάινεκ, ιδρυτής του «Aquila Theatre», με ντοκτορά στο αρχαίο ελληνικό δράμα και τον Σέξπιρ, στις 25 Νοεμβρίου θα συμμετάσχει στους «Διαλόγους των Αθηνών» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Στην ομιλία του θα εστιάσει στην «αναγκαιότητα» της θεατρικής τέχνης στην εποχή μας και στον ρόλο της μάσκας στο αρχαίο δράμα.

Η εμπλοκή του με το θέατρο δεν ήταν αναμενόμενη. «Ηθελα να γίνω κομάντο και να κάνω καριέρα στον στρατό», αποκαλύπτει. Υπηρέτησε στο Βασιλικό Ναυτικό για ένα διάστημα, αλλά «η μοίρα με οδήγησε σ’ άλλο δρόμο», εξηγεί. Στο University College London και τις κλασικές σπουδές.

«Ενδιαφερόμουν γενικά για τον αρχαίο κόσμο. Αλλά μετά την επιλογή του μαθήματος του αρχαίου ελληνικού δράματος υπό τον συναρπαστικό καθηγητή Π.Ε. Ιστερλινγκ, ο οποίος με παρότρυνε να διαβάσω Αισχύλο, αμέσως το ερωτεύτηκα».

Εκείνο το διάστημα μια ομάδα σπουδαστών επρόκειτο να ανεβάσει αρχαία τραγωδία. Ο Μάινεκ ενεπλάκη σε ρόλο… τεχνικού. «Από τότε ποτέ δεν εγκατέλειψα το θέατρο για κάτι άλλο», λέει. Βεβαίως, ο «σπόρος» υπήρχε μέσα του. «Η μητέρα μου, δασκάλα μουσικής, με έσερνε σε συναυλίες και παραστάσεις. Ηταν η «βάση» για την ισόβια αγάπη μου για το θέατρο».

Γρήγορα πήρε «φωτιά». «Στα 22 ανέβασα την πρώτη παράστασή μου στο Λονδίνο και τη Ν. Υόρκη. Ηταν μια βερσιόν των αριστοφανικών «Νεφελών» για πέντε ερμηνευτές. Τη φέραμε και στο Αρχαίο Στάδιο των Δελφών το 1990».

Επειδή αντιλήφθηκε ότι «ελάχιστες παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Αγγλία άγγιζαν το κοινό, είτε μεγάλες είτε fringe», πήρε την απόφαση το 1991 να ιδρύσει το περίφημο σήμερα «Aquila Theatre», συνώνυμο του ανεβάσματος αρχαίων δραμάτων και σεξπιρικών έργων. «Θέλω να δείξω στο μεγάλο κοινό πόσο συναρπαστικά είναι αυτά τα έργα», τονίζει.

Η πρώτη παραγωγή του ήταν ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Και «παρ’ όλο που από τότε έχουμε γίνει γνωστοί κυρίως για τις παραστάσεις Σέξπιρ, θεωρώ το αρχαίο δράμα υπόβαθρο για τη μεγάλη επιτυχία μας στη σεξπιρική δραματουργία. Με τις παραστάσεις του «Aquila» γρήγορα έγινε σαφές ότι υπήρχε αληθινή ανάγκη για το αρχαίο δράμα και στην Αμερική». Σήμερα η έδρα του είναι στο Μανχάταν, υπό την αιγίδα του Center For Ancient Studies του New York Univercity.

«Η εμπειρία των αρχαίων Ελλήνων συνομιλεί ευθέως με τη σύγχρονη ζωή», υπογραμμίζει. «Εγκλώβισαν στους μύθους τους την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στη διασκευή του Ανούιγ μπορούσε να θέτει το ζήτημα της ναζιστικής κατοχής της Γαλλίας, ενώ στην παράσταση στις φυλακές του απαρτχάιντ με Κρέοντα τον Νέλσον Μαντέλα είχε άλλη αιχμή. Το έργο ήταν εξίσου επίκαιρο όταν το ανέβασαν τα παιδιά του Χάρλεμ. Ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί μέσω των κειμένων αυτών στο γνώθι σαυτόν, όσο «άβολο» και αν αποδειχτεί».

– Ποιο είναι το αληθινό επίτευγμα του «Aquila Theatre»;

«Οτι φέραμε το αρχαίο ελληνικό δράμα σε χιλιάδες κόσμο. Το ότι κάναμε το θέατρο να μπει σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, γκαλερί, μουσεία, συνδυάζοντας παραστάσεις, διαλέξεις, ομαδικές αναγνώσεις και workshops. Εχουμε εκπαιδεύσει εκατοντάδες καλλιτέχνες και έχουμε απομυθοποιήσει πολλούς από τους μύθους που στοιχειώνουν το αρχαίο δράμα.

Εχουμε γίνει μια πανίσχυρη πολιτιστική δύναμη στις ΗΠΑ. Είναι σημαντικό, γιατί οι Αμερικανοί πρέπει να είναι διαρκώς εκτεθειμένοι στα «μαθήματα» του παρελθόντος. Το αρχαίο δράμα είναι ιδανικό. Ενα καλό παράδειγμα είναι το πρόγραμμά μας για τους βετεράνους του στρατού. Τους «εκθέτουμε» σε έργα που συνομιλούν με την εμπειρία τους στον πόλεμο, όπως ο «Αίαντας» και ο «Φιλοκτήτης»».

– Ο εκπαιδευτικός ή καλλιτεχνικός χαρακτήρας έχει προτεραιότητα στις παραστάσεις σας;

«Είχαμε προσκληθεί να παίξουμε στον Λευκό Οίκο για τον πρόεδρο Μπους. Είχα μια έντονη συζήτηση με τη Λόρα Μπους. Θεωρούσε ότι το θέατρο πρέπει να είναι εκπαιδευτικό. Διαφώνησα έντονα μαζί της πρεσβεύοντας ότι δεν υπάρχει θεατρική παράσταση που να μην εκπαιδεύει. Φτάνει να είναι καλή».

– Εχετε αναπτύξει συγκεκριμένη μέθοδο στην παραστασιολογία του αρχαίου δράματος;

«Η δουλειά μου πάντα ξεκινάει από τη μετάφραση».

– Δεν σας ικανοποιούν οι υπάρχουσες;

«Καθόλου. Υπήρχε τεράστια απόσταση μεταξύ του αρχαίου κειμένου και του σύγχρονου. Υπάρχουν τόσες πολιτικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές, θρησκευτικές και μυθολογικές αναφορές, που κάποιος πρέπει να τις μελετήσει στην τελευταία λεπτομέρεια στην πρωτότυπη γλώσσα και να τις μεταφέρει στο μοντέρνο κοινό. Ωστε το έργο να ξαναζήσει, να μην είναι απλώς απολίθωμα.

Βασιζόμαστε τρομερά στη σωματικότητα και την ομαδικότητα. Η δουλειά μας στηρίζεται στον ηθοποιό και όχι στα σπέσιαλ εφέ. Αγωνιζόμαστε να προσφέρουμε ό,τι αδυνατεί να δώσει η τηλεόραση, τα video games ή το i-pad. Οι παραστάσεις μας έχουν εικαστική καθαρότητα και απλότητα. Δημιουργούμε, δηλαδή, «τόπους» με ελάχιστα υλικά. Οι ηθοποιοί μας δουλεύουν σκληρά και αγαπούν αυτό που κάνουν».

– Διατηρείτε τον Χορό και την όρχηση;

«Ναι, ειδικά στον Αριστοφάνη. Κάθε φορά αποκτά πάντως άλλη φόρμα. Το 2004 για τον «Αγαμέμνονα» είχαμε 12μελή Χορό, ενώ το 1991 τον Χορό ενσάρκωνε ένα μόνο άτομο».

– Χρησιμοποιείτε στις παραστάσεις αρχαίου δράματος μάσκα;

«Ναι. Αλλά δεν είναι κανόνας. Επειδή όμως η μάσκα είναι αντικείμενο της πιο πρόσφατης έρευνάς μου, ανέβασα το «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, όπου ο ίδιος ο δραματουργός ζητεί τη χρήση μάσκας. Συγχρόνως, τα τελευταία συναρπαστικά πορίσματα της έρευνας στη νευρολογία μάς οδηγούν στον τρόπο που οι Ελληνες χρησιμοποιούσαν τη μάσκα. Τείνω να υποστηρίξω ότι η τραγωδία δεν θα είχε επινοηθεί αν δεν υπήρχε προσωπείο. Γι’ αυτό το θέμα θα επεκταθώ περισσότερο στους «Διαλόγους των Αθηνών»». *

info:Η ομιλία του θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 25/11, στη συνεδρία των 9 π.μ. – 14.30, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (λεωφόρος Συγγρού 107-109, τηλ. 213-0178000, http://www.sgt.gr).

  • Μιλάει για το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη που παίζεται στις αίθουσες, εξηγεί τι τη συγκινεί στην ταινία και λέει ότι ανάμεσα σε θέατρο, σινεμά, τηλεόραση θα επέλεγε «το κείμενο»
«Είναι επικίνδυνο να αναπαραστήσεις την τρέλα...»

Θέατρο, τηλεόραση, σινεμά. Εδώ και δύο δεκαετίες η Μαρία Ζορμπά δουλεύει πυρετωδώς και στα τρία μέσα, αλλά σχεδόν ποτέ ταυτόχρονα, όπως διευκρινίζει. Από το μονόπρακτο «Ο γάμος» του 1991 μέχρι το πρόσφατο 4ωρο ανέβασμα του «Τρίτου στεφανιού», από το «Φάντασμα» και τις «Κεραίες» της ΕΡΤ μέχρι τις φετινές «Κούκλες» του MEGA, από το «Μεταίχμιο» του Πάνου Καρκανεβάτου μέχρι το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη, που προβάλλεται από την Πέμπτη στις αίθουσες. Ενα «Ταξίδι» νοσταλγικό, που μας έδωσε την αφορμή να κουβεντιάσουμε τόσο για τον ιδιαίτερο ρόλο της -υποδύεται στα μακρά φλασμπάκ τη διανοητικά διαταραγμένη μητέρα του ήρωα- όσο και για την καριέρα της γενικότερα. Οι Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Δημήτρης Καταλειφός, Χρήστος Στέργιογλου, Μυρτώ Παράσχη και Θόδωρος Κατσαδράμης είναι μερικοί μονάχα από τους ηθοποιούς που «συνοδεύουν» τη Μαρία Ζορμπά στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη.

Συνέντευξη στον: Ρόμπυ Εκσιέλ, ΕΘΝΟΣ, 20/11/2010

  • Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη»;

Μάλλον απλά. Με πήρε τηλέφωνο ο Λάκης Παπαστάθης, μου ‘στειλε το σενάριο, μου άρεσε πολύ. Παρακολουθώ τη δουλειά του από την εποχή του «Παρασκηνίου» κιόλας, αλλά δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί. Μονάχα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παλιότερα, μας είχε δοθεί ευκαιρία να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες. Ζεστός άνθρωπος, πολύ εγκάρδιος, έχει κάτι που σε μαγεύει. Μου έστειλε, λοιπόν το σενάριο έντυπο -είμαι της παλιάς σχολής, δεν τα καταφέρνω με τα κομπιούτερ και τα μέιλ- όταν είχε ακόμα τον αρχικό του τίτλο «Το σπίτι». Και ήταν πολύ ανοιχτός στο πώς θα έπρεπε να δουλευτεί ο ρόλος.

  • Ο οποίος, με τις τόσες μεταπτώσεις του, δεν πρέπει να ήταν και τόσο εύκολος…

Οχι, δεν ήταν καθόλου. Η τρέλα είναι δύσκολο και επικίνδυνο πράγμα να το αναπαραστήσεις. Ο Παπαστάθης, βέβαια, το βλέπει από την πλευρά του ότι «ψιλαίνει ο νους» την παπαδιαμαντική. Από την πλευρά της αγιότητας, θα έλεγα, όχι από τη σκοτεινή.

  • Αν μπορούσατε να πάρετε τις αποστάσεις σας από το συνολικό φιλμ, τι θα λέγατε πως είναι εκείνο που σας αρέσει περισσότερο στα θέματά του;

Με συγκινεί ιδιαίτερα αυτή η αναφορά στην τρίτη ηλικία. Στον τρόπο που ένας άνθρωπος φεύγει από τη ζωή. Νομίζω πως ακόμη κι ένας νέος χρειάζεται να αρχίσει να κοιτάει λίγο προς τα εκεί, σε σχέση όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με όσους γύρω του βρίσκονται ακόμα εν ζωή.

  • Είστε από τις λίγες ηθοποιούς που έχουν κάνει τόσο πολύ σινεμά την τελευταία δεκαετία, μετά την επιτυχία του «Σώσε με». Μόνα τους ήρθαν τα πράγματα ή το επιλέξατε;

Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κυνηγήσει κάτι. Μου στέλνουν σενάρια ταινιών, συμμετέχω σε ό,τι μπορώ, αλλά όχι σε όλα. Πέρυσι, ας πούμε, είχα προτάσεις για τρία φιλμ, αλλά λόγω χρόνου δεν τα κατάφερα, ήμουν στο θέατρο. Δεν είμαι άνθρωπος που να μπορεί να χειριστεί πολλά πράγματα μαζί. Τώρα, ας πούμε, με τη σειρά «Κούκλες», τα γυρίσματα είναι πολύ εντατικά και θα ήθελα πρώτα να πάει κατ’ ευχήν αυτό, να γνωριστούμε καλύτερα με τους συναδέλφους και τους συντελεστές, να σιγουρευτούμε ότι έχουμε βρει κώδικες. Και μετά, προς την άνοιξη, που θα τελειώνουν κιόλας τα γυρίσματα, θα ξανακάνω θέατρο.

  • Κι αν σαν έλεγαν ότι θα πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξετε ανάμεσα στο σινεμά και στο θέατρο;…

Θα επέλεγα το κείμενο. Ο,τι είναι πιο δυνατό.

  • Στην ερμηνευτική τεχνική ποιο μέσο θα λέγατε ότι προτιμάτε;

Οταν έχεις δοκιμάσει και τα δύο, και σινεμά και θέατρο, θες και τα δύο. Το ένα, τρόπου τινά, συμπληρώνει το άλλο.

Οταν στο θέατρο έχεις εξασκηθεί στην εμπειρία της αναπνοής, στο άνοιγμα στο κοινό, στα μεγάλα κείμενα, θες να το ξανακάνεις.

Το σινεμά, πάλι, που είναι η υποκριτική της επιδερμίδας, δηλαδή κάτι πάρα πολύ κοντά στη ζωή, είναι κι αυτό μια διαδικασία που πάντα σε θέλγει.

  • Ποια θυμάστε ως την πιο έντονη επαγγελματική σας εμπειρία;

Παρότι μπορεί να έχουν γίνει πολύ σημαντικά πράγματα στο παρελθόν, κατεστημένα μέσα μου που κατά καιρούς επανέρχονται, είμαι πιο πολύ στο παρόν. Είμαι πάντα ερωτευμένη μ’ αυτό που κάνω τώρα.

  • «Σώσε με»
    Η ταινία που καθιέρωσε τη Μαρία Ζορμπά στη μεγάλη οθόνη ήταν το δράμα του Στράτου Τζίτζη «Σώσε με», για το οποίο και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου το 2001, ενώ πέρυσι την είδαμε και στην πολυβραβευμένη κομεντί του Φίλιππου Τσίτσου «Ακαδημία Πλάτωνος», δίπλα στον Αντώνη Καφετζόπουλο.