Αρχείο για 21 Ιουνίου, 2010

  • Ο πολιτικός λόγος του Αριστοφάνη είναι πάντα επίκαιρος, ιδιαίτερα στη σημερινή κρίση της χώρας μας, τονίζει ο Παύλος Χαϊκάλης
  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 20/06/2010

O Παύλος Χαϊκάλης τρέχει διαρκώς αυτόν τον καιρό. Από τη μία, τα γυρίσματα της «Πολυκατοικίας» και του διαχειριστή για την ερχόμενη τηλεοπτική σεζόν· από την άλλη, οι «Ιππής» του Αριστοφάνη και ο ρόλος του αλλαντοπώλη Αγορακρίτου, που τον φέρνουν πρώτη φορά στην Επίδαυρο (2 και 3 Ιουλίου), με σκηνοθέτη τον Βασίλη Νικολαΐδη και ανταγωνιστή του τον Κλέωνα που υποδύεται ο Γιώργος Αρμένης. Αγχος μεγάλο για τη δουλειά δεν έχει ο Παύλος Χαϊκάλης. Περισσότερο έχει για όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα όλων μας. Η κρίση και το αδιέξοδο που ψαλίδισαν την αισιοδοξία μας. «Ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάθομαι και να οριοθετώ τον κόσμο γύρω από μένα τον καλλιτέχνη. Αυτού του είδους η μοναξιά δεν με συγκινεί. Οσο για την εγωπάθεια, με απωθεί».

Πρώτη φορά Επίδαυρος. Δεν φοβάμαι. Αυτά τα πράγματα είναι να τα πιάνεις από τα κέρατα και να προχωράς. Νιώθω ωραία που κατεβαίνω με ένα τόσο επίκαιρο έργο, ειδικά τώρα που περνάμε αυτήν την πολιτική και οικονομική κρίση. Οι «Ιππής» είναι το πρώτο πολιτικό έργο του Αριστοφάνη στο οποίο στηλιτεύει ονομαστικά τους δημαγωγούς της εποχής του και συγκεκριμένα τον Κλέωνα. Κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ την ίδια εποχή αποφασίστηκε να μην αναφέρονται ονόματα πολιτικών στους θεατρικούς αγώνες. Είναι η πιο ωμή πολιτική του κωμωδία. Καταπιάνεται με τα άμεσα πολιτικά προβλήματα: πώς θα αλλάξει η «κυβέρνηση» της Αθήνας. Στηλιτεύει το γεγονός του πολιτικού συστήματος της εποχής και βρίσκει τρόπο να κατατροπώσει τον δημαγωγό. Σε μια πολιτεία όπου κυριαρχεί η φαυλότητα, μόνο με τα ίδια μέσα την πολεμάς.

Ο αλλαντοπώλης είναι ένας βρώμικος τύπος. Λαϊκός, άγριος, χυδαίος, αγράμματος, απαίδευτος. Χρησιμοποιεί τα ίδια κόλπα του Κλέωνα, αλλά έχει επίγνωση αυτού που κάνει. Στο τέλος γίνεται άνθρωπος. Η κακοδιαχείριση, οι ατασθαλίες της εξουσίας, η παρακμή της χώρας είναι επικαιρότητα του 424 π. Χ. που διδάχθηκε το έργο, αλλά και του 2010. Αλλάξαμε τρία-τέσσερα πράγματα, αλλά ούτε μοντερνιές έχει η παράσταση του Βασίλη Νικολαΐδη ούτε εξυπνάδες και δήθεν εκδοχές. Ο αλλαντοπώλης είναι ο οργισμένος τύπος που μπαίνει σε έναν αγώνα με την εξουσία. Στις μέρες μας είναι ο οργισμένος λαός που έχει κάθε διάθεση να κονταροχτυπηθεί με την εξουσία, αντιμετωπίζοντάς την με τον ίδιο τρόπο που του συμπεριφέρθηκε κι εκείνη.

Εχουμε οργισμένο λαό. Βλέπω τον κόσμο γύρω μου. Μοιάζουν να είναι στο χείλος του ποτηριού. Μια σταγόνα ακόμη και μετά… μπαμ. Είμαστε σε άσχημη κατάσταση, μην κλείνουμε τα μάτια. Το πολιτικό τοπίο μοιάζει σαν την ηφαιστειακή στάχτη της Ιρλανδίας. Σε μας είναι ολόκληρος βούρκος που δεν καθάρισε δεκαετίες. Είχαμε μιαν ευδαιμονία παρεξηγημένη. Το πέρασμα από τη συντηρητική παράταξη στο ΠΑΣΟΚ δημιούργησε μια άνεση που δεν είχε βάσεις να την αντέξει. Νομίσαμε ότι ήρθε «Ο λαός στην εξουσία», αλλά δεν ήρθε ποτέ. Και να τώρα που ο λαός δεν έχει τι να πιστέψει. Το κόμματα γίνονται κομμάτια, όσο για τα οράματα, ποτέ δεν ήταν καθαρά. Φοβάμαι πολύ το πίσω που θα γυρίσουμε.

Ηθελα να κάνω τους άλλους να γελούν. Απ’ αυτό ζούσα. Αντί να μου λένε «μπράβο, είσαι καταπληκτικός», μου αρέσει να ακούω «με κάνεις να γελάω, να ξεφεύγω μαζί σου». Η κωμωδία είναι το πιο δυνατό υλικό για να περάσεις πράγματα ουσίας. Ο κόσμος νομίζει ότι οι κωμικοί είμαστε μες στην τρελή χαρά. Οτι δεν μας αγγίζει τίποτα. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Την κλίση μου για το επάγγελμα αυτό πρώτα την διέκριναν οι φίλοι μου και μετά την πίστεψα εγώ. Οι συμμαθητές και οι παρέες μου με παρότρυναν να γίνω ηθοποιός. Δεν σκεφτόμουν κάτι τέτοιο ούτε είχα το περιθώριο για όνειρα. Γεννήθηκα στο Κατάκωλο Ηλείας, ο πατέρας μου πέθανε νωρίς, η μητέρα αρρώστησε και ο αδερφός μάς στήριζε. Εκείνος έτρεχε. Στην Πάτρα όπου πήγαμε, εγώ συντηρούσα το σπίτι. Μαγείρευα από τα 13.

Ο ήρωας του εαυτού μου ήμουν εγώ. Είχα πάρει από νωρίς τη ζωή στα χέρια μου και δεν είχα καιρό για ήρωες. Επρεπε να επιβιώσω. Δεν είχα περιθώρια να παίζω, να φανταστώ. Απλώς δούλευα και οραματιζόμουν ένα καλύτερο τρόπο ζωής για μένα και την οικογένειά μου. Δεν ένιωσα τη ξεγνοιασιά. Δούλεψα από σερβιτόρος πιτσιρικάς μέχρι ντετέκτιβ μετά τον στρατό. Τη Σχολή Θεοδοσιάδη την τελείωσα πριν από το στρατό. Συχνά μου λένε ή γράφουν ότι έχω τη στόφα των παλιών κωμικών. Μακάρι να είναι έτσι. Με ρωτούν για ρόλους και έργα. Σημασία δεν έχει τι θέλω να κάνω εγώ, αλλά αν θα υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες για να γίνει και με ποιους. Μπορεί να θέλω να παίζω τον Αντρέι στις «Τρεις αδερφές» ή τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ». Ομως υπάρχουν συνθήκες για οράματα σε αυτή τη χώρα; Είτε είναι κοινωνικά είτε καλλιτεχνικά. Παράγοντες καθορίζουν τα οράματα, παρέες το ρεπερτόριο των κρατικών σκηνών, οπότε ας προσγειωθώ.

Ζω απ’ αυτή τη δουλειά. Δεν έχω οικονομικά στηρίγματα πίσω μου, ανθρώπους ή συστήματα. Εργάζομαι όπως όλοι που δεν έχουν πλάτες, έχουν όμως άγχος για την εποχή της σύνταξης. Τώρα ειδικά που νιώθουμε ότι πρέπει να δουλεύουμε μέχρι θανάτου. Το «παλεύεις για τη ζωή» το γνωρίζω από μικρός. Παλιά στη δουλειά μας, ένας πρωταγωνιστής έπαιζε σε 3 – 4 ταινίες και μπορούσε να αγοράσει ένα οικόπεδο. Σήμερα ούτε το σινεμά ούτε η τηλεόραση προσφέρουν τόσα χρήματα. Κάποιοι μπορεί να τα παίρνουν, αλλά η πλειοψηφία όχι. Αν βάλεις και την εφορία, που είναι συνεταίρος σου, πρέπει πάντα να δουλεύεις στην πρώτη γραμμή. Στο παρελθόν, ήταν λιγότεροι και οι καλλιτέχνες και υπήρχε δουλειά συνεχόμενη. Ο κόσμος πήγαινε και θέατρο και σινεμά. Σήμερα δεν είναι το ίδιο. Φοβάμαι το μέλλον τι θα φέρει σε όλους μας.

Ο Κρέων στην Αντιγόνη. Είναι κάτι που θέλω να παίξω. Ο ηθοποιός βλέπεις έχει ανάγκη να παίζει διαφορετικά πράγματα. Το αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο διακρίνεται. Η μοναχική πορεία προς τον θάνατο αυτής της ηρωίδας με συγκινεί όπως οι κωμικές εκφάνσεις που έχει ο Κρέων. Γιατί στην απόλυτά της η εξουσία γίνεται κωμική. Εχω πάθος με τους αρχαίους. Τα έχουν πει όλα. Να, οι «Ιππής» που θα παίξω ήταν το πρώτο έργο που είχα διαβάσει από τον Αριστοφάνη, σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου.

Ημουν τυχερός. Η πρώτη βοήθεια ήρθε από τον σχολάρχη μου τον Γιώργο Θεοδοσιάδη. Οταν τελείωσα τον στρατό, με κάλεσε να παίξω «Το τέλος του ταξιδιού» στο «Αμιράλ». Ηταν και η πρώτη μου επιτυχία. Εκεί με ανακάλυψαν οι συνάδελφοι. Γιατί αυτοί σε στηρίζουν. Στη ζωή ό, τι είναι να συμβεί θα γίνει. Απλώς αξιοποίησα αυτό που μου δόθηκε. Πάλεψα πολύ, αλλά είχα στόχους. Δεν νομίζω ότι χαλαλίστηκα σε πράγματα ανούσια για οικονομικούς λόγους. Κι αν έκανα κάποια λάθη στην καριέρα μου, έχω αυτογνωσία. Οδηγός μου ήταν οι κουβέντες του Τσαρούχη: πάντα οι στόχοι σου να είναι πολύ ψηλά. Μπορεί το βέλος να μην πετύχει τον στόχο, αλλά τουλάχιστον θα έχει φύγει πολύ ψηλά.

  • Το θέατρο, οι ηθοποιοί, ο μισθός, η τηλεόραση

Το θέατρο είναι ένα κορεσμένο επάγγελμα, που συνεχώς ζητάει κόσμο. Ομως οι ηθοποιοί–ηθοποιοί είναι ελάχιστοι. Είναι όπως το αλεύρι που το κοσκινίζεις. Στο τέλος, στη σήτα πάνω, μένουν ελάχιστοι κόκκοι. Το ξεκαθάρισμα γίνεται κάθε χρόνο. Και κάθε χρόνο βγαίνουν πολλοί. Και δεν μιλάω για το θέατρο που καλύπτεται κυρίως από ένα βασικό μισθό και σε λίγο κι αυτός θα καταργηθεί, αλλά για την τηλεόραση. Τα παιδιά τρέχουν, συχνά τα στηρίζουν οι γονείς, και καλά κάνουν. Μπορεί να τους βγει σε καλό η προσπάθεια. Το θέατρο είναι έκφραση και μια κοινωνία πρέπει να εκφράζεται. Το καλό υλικό πάντα θα βγει στο φως. Οταν δεν βγει, όμως, καλύτερα να διαλέξουν κάτι άλλο.

Η παράσταση είναι παραγωγή της Θεατρικής Διαδρομής, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου.

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ Φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Επτά, Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
  • «Δαίμονες» από το παρελθόν αλλά και από το μέλλον φέρνει το Φεστιβάλ Αθηνών στις 3 και 4 Ιουλίου στην Πειραιώς 260. Το κορυφαίο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Δαιμονισμένοι» παρουσιάζεται σε μια 12ωρη -ναι, 12ωρη παράσταση διασκευής-σκηνοθεσίας Πέτερ Στάιν και μ’ έναν θίασο 24 ιταλών ηθοποιών. Στην παράσταση-ποταμό θα γίνουν συνολικά έξι διαλείμματα: τέσσερα των 50 λεπτών και δύο της μιας ώρας για μεσημεριανό και βραδινό. Και όποιος αντέξει…

Ο γερμανός σκηνοθέτης Πέτερ Στάιν ξέρει να οργανώνει τέτοιες παραγωγές. Εχουν προηγηθεί η «Ορέστεια» αλλά και ο 22ωρος «Φάουστ» σε δύο ημέρες… Τον συναντήσαμε στο «Χίλτον», όπου διαμένει, και μας μίλησε όχι μόνο για τους «δαίμονες» του Ντοστογιέφσκι αλλά και για τους δικούς μας, αυτούς που ζει η χώρα μας στη σκιά του ΔΝΤ. Ο εκλεκτός προσκεκλημένος του φεστιβάλ δεν διστάζει να πει τα πράγματα όπως τα βλέπει: λάθος η ένταξή μας στην ΟΝΕ (να φύγουμε), δεν έχουμε πάρει κανένα μάθημα μετά τον πόλεμο, ας ασκηθούμε επιτέλους στην πειθαρχία, ας σταματήσουμε να ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε…

  • «Η ουσία είναι η πολιτική»

Αλλά ας ξεκινήσουμε από τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Σλαβόφιλοι, ευρωπαϊστές, μηδενιστές, άθεοι, λιμπεραλιστές, οπαδοί των ουτοπιστικών ιδεών του Φουριέ, παθιασμένοι έρωτες, κρυφές σχέσεις, συνθέτουν το βαθιά πολιτικό έργο του συγγραφέα με φόντο μια Ρωσία που διαλύεται. Αφορμή για τη συγγραφή του αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός: η δολοφονία του τρομοκράτη φοιτητή Ιβανόφ υπό την καθοδήγηση του σκληρού επαναστάτη Νετσάγεφ, ηγέτη του κινήματος των Ναρότνικων. Η δημοσίευση του μυθιστορήματος το 1871 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους πολιτικούς και τους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας.

Ο σκηνοθέτης έστησε την παράσταση μέσα από το θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμί «Οι Δαιμονισμένοι», εμπνευσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Οι Δαίμονες δεν είναι πρόσωπα, αλλά κακά πνεύματα που εισβάλλουν στο μυαλό των ανθρώπων ως συμπτώματα ασθενειών και τους τρελαίνουν: κράτος, κοινωνικά προβλήματα, συμπλέγματα. Το θαύμα του Ιησού όταν θεραπεύοντας ένα δαιμονισμένο στέλνει τα κακά πνεύματα στα γουρούνια και κείνα μισοτρελαμένα πέφτουν στο νερό και πνίγονται, συμπυκνώνει αλληγορικά την ουσία της παράστασης.

«Οι ήρωες έχουν καταληφθεί από δαιμόνια που βασανίζουν την παλιά Ρωσία. Η ασφάλεια που παρείχαν ο χριστιανισμός και η παλιά τσαρική τάξη πεθαίνει. Τα πάντα καταρρέουν. Για να θεραπευτεί η χώρα πρέπει να αφανιστούν όλοι, ν’ αυτοκτονήσουν όπως και τα γουρούνια στα Ευαγγέλια. Ο Ντοστογιέφσκι έχει αυτή την τρομερή ικανότητα να μιλά για διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα, να βάζει τα πάντα σε σειρά χωρίς να χάνει την επαφή με ό,τι έχει προηγηθεί. Καταπληκτική μαεστρία, αν σκεφτείτε ότι για να εξασφαλίζει τα προς το ζην, έγραφε και το έργο δημοσιευόταν σε συνέχειες στις εφημερίδες. Στη διασκευή προσπάθησα να συμπεριλάβω όλα τα στοιχεία, να τα παρουσιάσω με θεατρικά μέσα και δραματουργική οικονομία χωρίς ν’ ακολουθήσω κλασικές μεθόδους».

Πώς ξεδιπλώνεται όμως στη σκηνή ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα 1.262 σελίδων που συμπυκνώνει ένα ολόκληρο σύμπαν αναζητήσεων γύρω από την πολιτική, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την πάλη του Καλού με το Κακό, τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής;

«Η παράσταση βασίζεται σε μια μορφή διήγησης πραγματικών ανθρώπων και όχι θεωριών», απαντά ο Στάιν. «Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε, αισθήματα ήθελε να δημιουργήσει με το έργο του. Η θρησκεία παίζει πολύ μικρό ρόλο κι ακόμα μικρότερο η φιλοσοφία. Η ουσία είναι η πολιτική. Ολοι οι ήρωες είναι άθεοι. Μόνο ένας προσπαθεί να επιστρέψει στη θρησκεία, χωρίς αποτέλεσμα. Ο μόνος επιζών είναι ο υποκινητής της καταστροφής που εξαφανίζεται πηγαίνοντας σε άλλα μέρη για να συνεχίσει το έργο του. Στο τέλος δεν απομένει καμιά ελπίδα εκτός, ίσως, από τη φράση ότι η Ρωσία -και τελικά όλος ο κόσμος- θα ξαναγεννηθεί. Είναι εκπληκτική η διορατικότητα του Ντοστογιέφσκι να προβλέπει το μέλλον. Αισθάνεσαι ότι οι ιστορίες των «Δαιμονισμένων» δεν έχουν τίποτα παλιό, μιλούν στο τώρα».

Αυτό που προσέλκυσε τον σκηνοθέτη στο έργο ήταν οι αναφορές στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό:

«Οι ήρωες έχουν καινούριες ιδέες, αλλά δεν ξέρουν πώς να τις εφαρμόσουν. Θέλουν ν’ αλλάξουν την κοινωνία, αλλά αδυνατούν. Το βασικό θέμα είναι η δημιουργία του Νέου Ανθρώπου με κάθε τρόπο, ακόμα και βίαια. Δυο γενιές συγκρούονται: Η μια είναι θεωρητική, ορθολογιστική, η άλλη επιτάσσει δράση. Ο Ντοστογιέφσκι επινοώντας τον Σταβρόγκιν που ισχυριζόταν ότι μπορεί να είναι τα πάντα αλλά και τίποτα, φωτογραφίζει το αδιέξοδο των νέων: «Να καταστρέψουμε τα πάντα ώστε να μπορέσουμε να τα ξαναφτιάξουμε από την αρχή». Σκεφτείτε ότι αρχικά είχε απαγορευθεί η δημοσίευση του μακροσκελούς μονολόγου του. Αλλά αυτό που τότε ήταν σκανδαλώδες, σήμερα αποτελεί κοινή πρακτική. Την ίδια αδιαφορία βιώνουμε στη σημερινή μετα-ιδεολογική εποχή. Το θέμα δεν είναι η έλλειψη αξιών. Είμαστε γεμάτοι τέτοιες, εύκολα διαλέγεις όποια θέλεις… Προσπαθούμε να ζήσουμε απομονωμένοι μπροστά σε μια οθόνη τηλεόρασης ή υπολογιστή και για να το καταφέρουμε χρησιμοποιούμε τρόπους ίσως και διεστραμμένους. Ενεργούμε όπως ακριβώς και το πρόσωπο στην ιστορία του Ντοστογιέφσκι που κατέφυγε στο έγκλημα».

Για τον γερμανό σκηνοθέτη, η πολιτική συνδέεται με μια κοινωνία που στηρίζεται στον αυτοσκοπό, τη δικαιοσύνη, τον αμοιβαίο σεβασμό και την αλληλεγγύη:

«Ισως αυτά ακούγονται γενικόλογα. Αν μπούμε στη λεπτομέρεια πρέπει να επιλέξουμε μια μορφή πολιτικής στάσης, π.χ. το σοσιαλισμό. Αλλά και κει βλέπεις τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε. Προσπαθούμε να μάθουμε από τα λάθη ώστε να γίνουμε καλύτεροι, αλλά δημιουργούμε μεγαλύτερη καταστροφή. Πρέπει να γίνουμε προσεκτικοί. Προσωπικά, αν και αγαπώ την Τουρκία, διαφωνώ με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με την ίδια λογική θα μπορούσε να μπει και η Ν. Αφρική ή το Ισραήλ. Τότε όμως δεν θα μιλούσαμε για Ευρώπη, αφού η Ενωση θα στερούνταν ταυτότητας. Η δική μου γενιά δαπάνησε πολλή ενέργεια και ενθουσιασμό στην υπόθεση του Βιετνάμ. Κι όταν έγινε η γενοκτονία στην Καμπότζη, πάψαμε να πιστεύουμε στις λεγόμενες απόλυτες αξίες. Ομως ποτέ δεν εγκατέλειψα τις βασικές μου πεποιθήσεις. Στη χώρα μου ψηφίζω προς όφελος του λαού θεωρώντας ότι τα πιστεύω μου μπορούν να πραγματοποιηθούν».

Ο Στάιν το παραδέχεται: όταν έμαθε ότι η Ελλάδα έγινε μέλος στην ευρωζώνη έπαθε σοκ…

«Αναρωτήθηκα αν τρελάθηκαν εντελώς κάνοντας αυτό το τεράστιο λάθος. Από την άλλη, σκέφτηκα, δεν θα χρειάζεται τουλάχιστον να κάνω συνάλλαγμα όταν έρχομαι στη χώρα σας… Το πρόωρο του πράγματος ήταν σαφές από την αρχή. Ας φύγει η Ελλάδα, όχι από την Ε.Ε., από την ΟΝΕ. Να λύσει μόνη τα προβλήματά της και να επανενταχθεί υγιής. Θα μου πείτε, οι συμβάσεις εμποδίζουν την έξοδό της. Αλλά οι συμβάσεις είναι λάθος. Πρέπει να εκπονηθούν νέες ρυθμίσεις, ώστε, αν μια χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα, να εξέρχεται. Γιατί αν κάποτε το ευρώ ήταν για τους Ελληνες όνειρο, τώρα είναι βάρος, εφιάλτης»…

  • Να αλλάξουμε τρόπο ζωής

Ο ίδιος θεωρεί ανόητο να πιστεύουμε ότι οι συμπατριώτες του μας κακολογούν:

«Απλώς προβληματίζονται για την οικονομική στήριξη της Ελλάδας. Μην ξεχνάτε ότι επί δέκα χρόνια η ελληνική κυβέρνηση έλεγε ψέματα για τους δείκτες της οικονομίας. Αν ήταν ειλικρινής, πριν την κρίση, ίσως υπήρχε πιθανότητα ανάσχεσης. Οταν η Γερμανία βρέθηκε σε κρίση κατά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, κανείς δεν βοήθησε. Αλλωστε, δεν ζήτησε βοήθεια γιατί ήταν περήφανη και ήθελε να λύσει το θέμα μόνη της. Ο κόσμος τότε δέχθηκε μια τεράστια αύξηση στους φόρους από τη μία μέρα στην άλλη. Οργίστηκε αλλά υπάκουσε. Και τελικά, αυτή η δήθεν προσωρινή αύξηση στη φορολογία, έγινε μόνιμη. Δικαίως λοιπόν ο σκληρά φορολογούμενος Γερμανός αναρωτιέται γιατί πρέπει να πληρώσει τόσα χρήματα στην Ελλάδα».

Η γνώμη του είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξουμε, επιτέλους, τρόπο ζωής.

«Οσο κι αν μου αρέσει η ελληνική καλοπέραση, η φιλοξενία, η γενναιοδωρία, πρέπει ν’ αλλάξετε συμπεριφορά- και όχι εξαιτίας των Γερμανών… Ξοδεύετε παραπάνω απ’ όσα πραγματικά έχετε».

Στην Ιταλία, που αποτελεί τη δεύτερη πατρίδα του, καθώς περνά εκεί μεγάλα διαστήματα, διαπιστώνει επίσης δυσλειτουργίες σε θέματα πειθαρχίας…

«Οι Ιταλοί δεν έχουν μάθει να λειτουργούν με βάση το νόμο, ξέρουν όμως πολύ καλά ότι εξαρτώνται απόλυτα από την Ευρώπη. Δεν θέλουν να μάθουν να υπακούουν και τίποτα δεν δουλεύει σωστά. Ολος ο δημόσιος τομέας δυσλειτουργεί. Υποφέρουν και φυσικά θυμώνουν όπως και οι Γερμανοί. Είναι λοιπόν απαραίτητη η πειθαρχία σε όλους τους τομείς. Και η νέα γενιά πρέπει να το καταλάβει αυτό. Τα πράγματα αλλάζουν. Οι σημερινοί Γερμανοί δεν έχουν καμία σχέση με τους προγόνους τους. Διαπράττοντας το μεγαλύτερο έγκλημα στην Ιστορία, διδάχτηκαν πολλά. Αλλαξαν ριζικά τη στάση τους απέναντι στους άλλους λαούς, έγιναν ένα μαζί τους. Αυτό το σκληρό μάθημα οι Ιταλοί δεν το πήραν -ο δικός τους φασισμός δεν ήταν πραγματικός».

  • Διδάγματα από τον πόλεμο

Αλλά, κατά τον Στάιν, ούτε η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης διδάχτηκε από τον πόλεμο της ναζιστικής Γερμανίας.

«Η Ελλάδα δεν πήρε κανένα σκληρό μάθημα από τον πόλεμο, άρα είναι δύσκολο ν’ αλλάξει. Κι είναι κρίμα που πρέπει να μάθει να πειθαρχεί τώρα κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Φοβάμαι τη βία που ίσως προκύψει και που δύσκολα ελέγχεται. Δεν γνωρίζω καλά τα πράγματα εδώ για να σκεφτώ κίνδυνο απολυταρχικού καθεστώτος, άλλωστε έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή της δικτατορίας. Ελπίζω να συνειδητοποιήσουν οι Ελληνες ότι πρέπει να λυθεί το σημερινό πρόβλημα. Καταλαβαίνω την άρνησή τους για ακόμα μεγαλύτερες θυσίες, όμως αυτό είναι μονόδρομος. Ισως το σοσιαλιστικό κόμμα που αναγκάζεται τώρα να διαχειριστεί την κρίση, να καταψηφιστεί στις επόμενες εκλογές».

Και από την κουβέντα για τη δική μας φτώχεια και την «επιπόλαιη» ελληνική στάση σε ζητήματα φιλοξενίας και τρόπου ζωής, ξαναγυρίζουμε στους «Δαίμονες», που, πριν παιχτούν στο Μιλάνο, έκαναν πρεμιέρα στο ιδιόκτητο κτήμα του σκηνοθέτη στο Σαν Παγκράτσιο της Ούμπρια στην Ιταλία, έκτασης 1.600 στρεμμάτων… Η παράσταση δόθηκε μέσα σ’ ένα υπέροχο τοπίο με λίμνες, μαγικές διαδρομές, ολάνθιστους κήπους, μεσαιωνικά κτίρια που έχουν μετατραπεί σε σπίτια και ξενώνες. Σ’ αυτό τον επίγειο παράδεισο, λέει ο σκηνοθέτης, το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι ήταν παρόν…

«Πιστεύω ότι το 60% της επιτυχίας οφείλεται στο περιβάλλον, που πραγματικά είναι ένας παράδεισος. Ο κόσμος που ήρθε πέρασε ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο. Απόλαυσε το κτήμα στη διάρκεια των μεγάλων διαλειμμάτων, περπάτησε, θαύμασε την υπέροχη θέα, επισκέφθηκε το μικρό μεσαιωνικό χωριό, γευμάτισε κάτω από τα δέντρα και συγχρόνως γνώρισε τον τρόπο σκέψης του Ντοστογιέφσκι»!

Αραγε ο Ντοστογιέφσκι, που υπήρξε και συγγραφέας των «Αναμνήσεων από το σπίτι των πεθαμένων», που αφορά τις «διακοπές» του ως κατάδικου στη Σιβηρία, πώς θα ένιωθε για τους «Δαίμονές» του, τοποθετημένους στον παράδεισο του Σαν Παγκράτσιο; *

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
  • Το πρώτο τσιγάρο της Επιδαύρου. Ο 72χρονος Ρόμπερτ Στούρουα, ο Γεωργιανός διεθνής σκηνοθέτης που με ένα απλό τσιγάρο άναψε θεόρατες «φωτιές» στην Επίδαυρο το 1986, σκηνοθετώντας τον «Οιδίποδα Τύραννο» του ζεύγους Κώστα Καζάκου-Τζένης Καρέζη, βρίσκεται στην καυτή Αθήνα.

«Το  θέατρο στη Ρωσία σήμερα υπηρετεί το καθεστώς του Πούτιν», λέει ο  Στούρουα. Εδώ, αγκαλιά με την Ταμίλα Κουλίεβα, που τον κάλεσε για  σεμινάρια

«Το θέατρο στη Ρωσία σήμερα υπηρετεί το καθεστώς του Πούτιν», λέει ο Στούρουα. Εδώ, αγκαλιά με την Ταμίλα Κουλίεβα, που τον κάλεσε για σεμινάρια

Τον συναντήσαμε στον χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων Γεωργιανών «Καύκασος», στην πλατεία Βικτωρίας. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Ρουσταβέλι της Τιφλίδας, προσκεκλημένος της Ταμίλα Κουλίεβα, παρέδωσε σεμινάρια για τον Σέξπιρ. Ανάμεσα στους μαθητές του, ο Γιώργος Κιμούλης, ο Σπύρος Παπαδόπουλος και ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης.

Αρκετά πιο παχύς απ’ ό,τι τον θυμόμαστε όταν πριν από 11 χρόνια σκηνοθετούσε τον Γ. Κιμούλη στον «Κοριολανό», ο σκηνοθέτης που πρωτοέκανε αίσθηση σε σκηνές του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και του Εδιμβούργου τη δεκαετία του ’70, είχε τη διάθεση να μας μιλήσει για όλα.

  • Πώς βλέπετε την Αθήνα εν μέσω της κρίσης, υπό τον ζυγό του ΔΝΤ; Βλέπετε κάποια διαφορά συγκριτικά με το τελευταίο σας ταξίδι εδώ, πριν από μια δεκαετία;

«Τα πνεύματα, από την ατμόσφαιρα και τους ανθρώπους που κυκλοφορούν στους δρόμους, φαίνεται να έχουν ηρεμήσει. Δεν βλέπω να κάνετε επανάσταση! Πρόσφατα απόλαυσα ένα γερμανικό δημοσίευμα που έγραφε ζηλότυπα: «Οι Ελληνες καλοπερνούν κι εμείς τους πληρώνουμε». Ετσι πρέπει να ζει κανείς!».

  • Οπότε μας τιμωρούν;

«Σας ζηλεύουν. Αλλά οι Ελληνες από τη φύση τους δεν υποτάσσονται σε κανόνες. Αλλωστε, οι νόμοι που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι στον μεγαλύτερο βαθμό ατυχείς και λανθασμένοι. Δεν κατανοούν ότι οι Ελληνες, με τον πολιτισμό και το DNA που κουβαλούν, είναι αδύνατο να γίνουν Γερμανοί. Οταν άρχισε και η Γεωργία να μπαίνει σε μια ευρωπαϊκή πορεία φάνηκε ότι οι νόμοι που πήγαν να επιβληθούν δεν είναι εφαρμόσιμοι. Οι παραδόσεις δεν ξεριζώνονται».

  • Πώς αντιμετωπίζει ο ρωσικός Τύπος την Ελλάδα;

«Η ρωσική αντιμετώπιση βρίσκεται πολύ κοντά στη δυτικοευρωπαϊκή. Με μια μικρή δόση χαιρεκακίας. Ημουν έξι μήνες στη Μόσχα επ’ ευκαιρία της σεξπιρικής «Τρικυμίας» που θα ανεβάσω στο Κεντρικό Θέατρο Μόσχας. Επιμένω στον Σέξπιρ -παρ’ όλο που αγαπημένος συγγραφέας μου παραμένει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ-, γιατί αντίθετα με τη σύγχρονη δραματουργία η σεξπιρική δεν είναι ρεπορτάζ εφημερίδων».

  • Η Γεωργία βλέπει με άλλα μάτια την κατάσταση της Ελλάδας;

«Νομίζω ότι η Γεωργία σάς αντιμετώπισε πιο «μαλακά», γιατί γνωρίζει ότι μας περιμένουν κι εμάς στη γωνία. Η Γεωργία δανείζεται. Οταν θα πρέπει να πληρώσει, θα είναι τα πράγματα πολύ χειρότερα από αυτό που ζείτε σήμερα εσείς. Υπάρχουν χώρες που έχουν καθορίσει τη θέση τους στον κόσμο, όπως η Ελλάδα. Αλλά στη Γεωργία κανένας δεν ξέρει πού πηγαίνει. Πάει προς τους Ρώσους; Τους Αμερικανούς; Είναι ένα ερώτημα».

  • Το θέατρο μπορεί να παίξει ένα «μάχιμο» ρόλο;

«Δεν νομίζω ότι μπορεί να παρέμβει ή να αλλάξει κάτι. Δεν είμαι ιδεαλιστής, σε σχέση με τον κοινωνικό του ρόλο. Μπορεί την ίδια βραδιά να σε κάνει να σκεφτείς κάτι, που όμως την επομένη θα ξεχάσεις και θα συνεχίσεις να ζεις πάλι όπως πριν. Η μεγαλύτερη δυστυχία του κόσμου, που επηρεάζει και τον χώρο του θεάτρου, είναι ότι δεν ξέρει πού βαδίζει. Και το χειρότερο, ούτε θέλει να το μάθει. Ενας ποιητής, ένα συνθέτης, ακόμα και ένας ζωγράφος μπορούν τα έργα τους να τα κρύψουν σε ένα συρτάρι, με την προοπτική, βγάζοντάς τα έξω έπειτα από 50 χρόνια, να μπορεί η εποχή να τα κατανοήσει. Οσοι ασχολούμαστε με το θέατρο δεν έχουμε τίποτα να βάλουμε στο συρτάρι για να περιμένει. Το θέατρο είναι τέχνη που πεθαίνει ακαριαία. Η παράσταση που υπήρχε χθες, δεν υπάρχει σήμερα! Κι εγώ μισούσα το θέατρο – ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχο του Στάλιν. Το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Τελικά έμεινα στην Τιφλίδα και ασχολήθηκα με ό,τι ακριβώς δεν ήθελα: το θέατρο. Στην πορεία με έκανε δούλο του».

  • Αισθάνεστε πως έχετε αλλάξει από την εποχή που δημιουργήθηκε το σκάνδαλο με το τσιγάρο που άναψε η Αννα Μακράκη στην Επίδαυρο;

«Αν ήξερα τι σκάνδαλο θα προκαλούσε, δεν θα το τολμούσα. Για ποιο λόγο να μιλάμε τόσα χρόνια μετά για το τσιγάρο και όχι για την παράσταση ενός σπουδαίου έργου; Το αν στο μεσοδιάστημα άλλαξα, μπορούν να το πουν μόνο όσοι έχουν δει τις τελευταίες παραστάσεις μου. Εγώ αισθάνομαι ότι έχω αλλάξει. Εχω άλλες ιδέες για την τραγωδία, πολύ κοντά προς τον παραδοσιακό τρόπο. Στην τραγωδία δεν μπορείς να συμπεριφερθείς όπως σε ένα ψυχολογικό δράμα. Η τραγωδία, μην το ξεχνάμε, παιζόταν με μάσκες και κοθόρνους».

  • Θέλετε να επιστρέψετε στην Επίδαυρο;

«Δεν νομίζω μετά το σκάνδαλο του τσιγάρου να με ξανακαλέσουν! Αν συμβεί, υπόσχομαι να κάνω μια παράσταση χωρίς σκάνδαλο αλλά με σκανταλιές. Θέλω πολύ να ξαναβρεθώ στην Επίδαυρο».

  • Δουλεύετε ακόμη στη Ρωσία. Είναι απορίας άξιο που σήμερα το ρωσικό θέατρο δεν ακούγεται. Το έχει πάρει «φαλάγγι» το θέατρο των βαλτικών και βαλκανικών χωρών…

«Τα τελευταία χρόνια έχει χάσει μια πάρα πολύ σημαντική αξία του: την ικανότητά του να μιλά για τα πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα με απόλυτη ειλικρίνια. Σήμερα στη Ρωσία το θέατρο υπηρετεί το καθεστώς, όπως συνέβαινε επί Σοβιετικής Ενωσης. Δεν υπάρχει δημοκρατία στη Ρωσία του Πούτιν και του Μεντβιέντεφ. Οι Ρώσοι διανοούμενοι έχουν «ξεπουληθεί» και ζουν αποσυρμένοι στις ντάτσες τους».