Αρχείο για 20 Ιουνίου, 2010

Από την τηλεοπτική σειρά «4», Ορέστης στην Επίδαυρο. Δεκατρία χρόνια μετά τον πρώτο ρόλο του ο 36χρονος ηθοποιός δίνει σημασία στην ομαδική αντίληψη, στη δημοκρατία, στην τραγωδία…

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Ηρθε κατευθείαν μετά την πρόβα του «Ορέστη» και, όπως ήταν φυσικό, οι πρώτες κουβέντες μας αφορούσαν την τρέχουσα κατάσταση. Τον απασχολούν όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και τον (μας) εξοργίζουν παράλληλα. Ο Νίκος Κουρής ήταν σαφής: «Δεν πιστεύω κανέναν σήμερα στην πολιτική. Τους ακούω και γελάω. Μέσα τους είναι δυστυχείς. Προσωπικά δίνω σημασία στο δοκιμασμένο, σε αυτό δηλαδή που δοκιμάστηκε, κρίθηκε και πλήρωσε το τίμημα. Δίνω σημασία στον Χατζιδάκι, στη δημοκρατία, στην τραγωδία. Ολα αυτά είναι εδώ, είναι τώρα και έχουν αξία». Ο ηθοποιός λίγο μετά το τέλος της τηλεοπτικής σειράς «4» και λίγο πριν από την πρεμιέρα με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο- Ορέστης στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά- ξεδιπλώνει σκέψεις. Δεκατρία χρόνια μετά τον πρώτο ρόλο, ο 36χρονος σήμερα Νίκος Κουρής αποδεικνύει ότι στο θέατρο μπορείς να παραμείνεις κάνοντας καλά τη δουλειά σου. Τόσο απλά αλλά όχι και τόσο εύκολα. Χρειάζεται αφοσίωση και πολλή δουλειά… «Είχα ερμηνεύσει τον Ορέστη στην “Ορέστεια” που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κόκκος το 2001» μου θυμίζει και κάνει τον διαχωρισμό.

«Τώρατον συναντάμε μετά τον φόνο. Εχει συνείδηση της πράξης του και εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί δεν μπορεί να δεχθεί τις συνέπειες. Προσωπικά με βρίσκει αμήχανο η πράξη του. Στη ζωή, τηρουμένων των αναλογιών, δεν αναλαμβάνουμε το βάρος των συνεπειών για πολύ μικρότερα πράγματα από έναν φόνο. Ούτε μπορούμε να αναμετρηθούμε με πράξεις σαν κι αυτήν. Ο Ορέστης δεν έχει την πολυτέλεια να μετανιώσει. Η πράξη του είναι ακραία. Θέλει όμως να κάνει κάτι γι΄ αυτό». Ο ίδιος χρειάζεται απαντήσεις για να υπηρετήσει τον ρόλο του; «Οχι βέβαια. Ούτε το ίδιο το έργο δίνει απαντήσεις. Δεν ψάχνω να δικαιώσω τον ήρωά μου. Προς το παρόν αναζητώ να γίνω πειστικός στον εαυτό μου. Δεν μπορείς να το φέρεις στα μέτρα σου. Μόνο την ποιητική αναγωγή πρέπει να βρεις. Μου αρέσει όμως στον “Ορέστη” ότι υπάρχουν πράγματα που δεν είναι δικής του επιλογής αλλά έρχονται από παλιά και είναι κληρονομημένα… Πληρώνουμε αμαρτίες άλλων. Γεννιέσαι χρεωμένοςκαι αυτό είναι ένα άλυτο και γοητευτικό θέμα, είναι αστείο και τραγικό μαζί, κλαις και γελάς…».

Αλήθεια, πρόκειται για μια μοντέρνα παράσταση που μεταφέρει τον ήρωα στο σήμερα; «Κοίτα, δεν θεωρώ ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς κάνει μια σκηνοθεσίατης μόδας. Η παράσταση προσπαθεί να βρει την αντιστοιχία του σήμερα χωρίς εκμοντερνισμούς. Τα κείμενα αυτά είναι εδώ και το στοίχημα είναι να τα κάνουμε πειστικά σε εμάς». Ο ίδιος άλλωστε νιώθει «συνυπεύθυνος» και περιμένει το αποτέλεσμα που έρχεται μαζί με το κοινό. Ο ρόλος του Ορέστη δεν είναι παρά άλλη μια περιπέτεια, «η περιπέτεια του ανθρώπου, της ψυχής και του σώματός του».

Ωριμος και γοητευτικός, ο Νίκος Κουρής ανήκει στους πρωταγωνιστές της γενιάς του, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ζεν πρεμιέ του 21ου αιώνα. Ο ίδιος διαφωνεί: «Ούτε ζεν πρεμιέ αισθάνομαι ούτε πρωταγωνιστής. Για μένα πρωταγωνιστής είναι αυτός που κουράζεται περισσότερο. Πιστεύω στη σκηνοθεσία και στην ανάγνωση μιας παράστασης. Πιστεύω στην ομαδική αντίληψη. Σε ό,τι με αφοράμε ενδιαφέρει να αναλάβω την ευθύνη της ηλικίας,της διαδρομής και του γούστου μου.Δεν μου αρέσουν οι χαρακτηρισμοί- αντιθέτως, θέλω να αποχαρακτηριστώ για να είμαι πιο ελεύθερος και πιο δημιουργικός.Θέλω να ανοίξω τα όρια» προσθέτει. Εχοντας ερμηνεύσει ευρεία γκάμα ρόλων, αυτός ο μαθητής του Τάσου Μπαντή, της Ράνιας Οικονομίδου και του Δημήτρη Καταλειφού έχει δουλέψει, μεταξύ άλλων, με σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Γιάννης Χουβαρδάς και έχει συσσωρεύσει εμπειρίες. «Αν και οι ρόλοι με επηρεάζουν,πιστεύω ότι δεν αλλάζω. O πλούτος τους με κάνει πιο ανεκτικόνα χωράω πιο πολλά πράγματα. Είμαι όμως ηθοποιός και ξέρω ότι οι άλλοι με επιλέγουν. Δεν σκέφτομαι ρόλους,ποτέ δεν τους σκεφτόμουν. Είχα διαβάσει τον “Γυάλινο κόσμο” στα δεκάξι μου και κοιμόμουν μαζί με το βιβλίο. Οταν ο Τάσος Μπαντής μου είπε ότι θα ερμηνεύσω τον Τομ τρελάθηκα. Δεν το πίστευα, δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου. Ακόμη και όταν πήγα στη σχολή, δεν ήξερα αν θα γίνω ηθοποιός. Περισσότερο με γοητεύει η ιδέα παρά το ίδιο το γεγονός. Εξακολουθώ να διαβάζω τα έργα ως αναγνώστης και όχι ως ηθοποιός. Απολαμβάνω το κείμενο. Για μένα ο Ορέστης ήταν ένα ανέλπιστο δώρο». Και συνεχίζει: «Εχω την αίσθηση της προσωρινότητας- ούτε σχέδια κάνωούτε οργανώνομαι. Επί της ουσίας δεν ξέρω τι και πού θα είμαι αύριο. Σε αυτή τη δουλειά πρέπει να βρίσκεις αυτό που σε ανανεώνει και αυτό είναι δική σου υποχρέωση. Εχω προχωρήσει μαζί με τη ζωή μου και με όσα με κρατούν ζωντανό- με εργατικότητα, συνέπεια, αναλαμβάνοντας και το κόστος. Σε σχέση με αυτό που τρέχει γύρω μου εγώ υπολείπομαι… Δεν δέχομαι να ακολουθώ τον συρμό».

  • ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΚΟΜΠΛΕΞ

Με το «4» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ο Νίκος Κουρής γνώρισε την ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, αυτή που σου δίνει η τηλεόραση, και πιστεύει ότι δεν άλλαξε: «Ούτε την ψώνισα ούτε τίποτα… Εχω δεχθεί τους όρους του τηλεοπτικού παιχνιδιού και συμμετέχω σε αυτό συνειδητά, με όλη μου την καρδιά, χωρίς κόμπλεξ. Και ομολογώ ότι πιο πολύ με προβληματίζουν αυτοί που βλέπουν τηλεόραση παρά αυτοί που κάνουν». Ξέρει άλλωστε ότι οι κίνδυνοι να χάσει τον καλλιτεχνικό του στόχο εγκυμονούν παντού. «Καλούμαι να διαχειριστώ τον εαυτό μου και νιώθω πολύ αμήχανα. Δοκιμάζομαι και αποκαλύπτομαι όπως όλοι». Με τις απορίες και τα ερωτήματά του, με την ανασφάλεια και τις αγωνίες του και με μοναδική σταθερά τον δίχρονο γιο του, που μπλέχθηκε πολλές φορές στην κουβέντα μας, ο Νίκος Κουρής συνεχίζει την πορεία του. «Αλήθεια, ποιος ξέρει πού θα είμαστε αύριο;» επαναλαμβάνει…

  • «Ορέστης» του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο.
  • Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Παρασκευή 30 – Σάββατο 31 Ιουλίου.
  • Ωρα έναρξης: 21.00.
  • Εισιτήρια: 50- 45 – 25- 15 ευρώ (φοιτητικό).
  • Προπώληση από 10/7.
  • Πληροφορίες στο τηλ.210 3272.000.

  • Παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών τον «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη και μιλάει για τον τυχοδιωκτισμό στην πολιτική και στην καθημερινή ζωή, θεωρώντας ότι η πεμπτουσία του τυχοδιώκτη είναι η εικόνα του κερδοσκόπου

  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Το διαμέρισμα στο Παγκράτι είναι ίδιο εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια που επισκέπτομαι τον Βασίλη Παπαβασιλείου με αφορμή κάθε καινούργια του παράσταση. Μόνο που στις στοιβαγμένες εφημερίδες δεκαετιών έχουν προστεθεί και οι πιο πρόσφατες. «Τις διαβάζετε;» τον ρωτώ. «Αρκεί που ξέρω ότι είναι εδώ» μου απαντά. «Αν θελήσω κάτι, μπορώ να το βρω…».

Ενας από τους πλέον καλλιεργημένους σκηνοθέτες που έχουμε, ένας γοητευτικός ηθοποιός και ένας διανοούμενος του θεάτρου, ο Βασίλης Παπαβασιλείου διαθέτει επιπλέον το χάρισμα του λόγου και μια σπάνια ευστροφία στη σκέψη. Κάθε συζήτηση μαζί του είναι κι ένα μάθημα. «Η ζωή είναι ένα κύμα που γράφει στη ράχη του, παρ΄ όλα αυτά ζούμε» θα μου πει κάποια στιγμή.

Τώρα σειρά έχει ο «Τυχοδιώκτης» του Χουρμούζη (γραμμένος το 1835), τον οποίο ερμηνεύει στην παραγωγή που θα δούμε τον Ιούλιο στο Φεστιβάλ Αθηνών.

– Τέλος εποχής, κύριε Παπαβασιλείου;

«Στη δημόσια ζωή του τόπου, σχετικά με το τι τελείωσε ακριβώς ποικίλλουν οι απόψεις. Για άλλους τελείωσε η Μεταπολίτευση, η μετεμφυλιακή περίοδος, ο 20ός αιώνας… Προσωπικά πιστεύω ότι τελείωσε το πρώτο μέρος του βιβλίου που ακούει στον τίτλο “Νεοελληνικό κράτος”».

– Το καινούργιο μπορεί να είναι καλό ή καλύτερο;

«Τι θα πει καλό ή καλύτερο; Διάβαζα στον “Guardian” ένα ρεπορτάζ για την Ιρλανδία και είχα την αίσθηση ότι όλα είχαν να κάνουν με την Ελλάδα. Η αντίληψη της οικονομίας ως φούσκας, η αποχαλίνωση της κερδοσκοπίας, το να ζει κανείς πάνω από τις δυνατότητές του… Σαν να μιλάει για την Ελλάδα. Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή εισπράττουμε αυτά που συνέβησαν τη δεκαετία του ΄80: Αυτή η κατάσταση δεν έδωσε τη δυνατότητα στον πάσα έναν να ζει χρεωμένος;».

– Και τώρα τι βλέπετε;

«Τώρα ήρθε η άλλη όψη του νομίσματος. Το ζήσαμε με όρους life-style. Παράλληλα ζήσαμε και την πλήρη καταστροφή του κράτους… Μετά το ΄81, μας είπαν ότι το κράτος δεν υπάρχει αλλά θα υπάρχουμε εμείς. Η Ελλάδα έγινε η χώρα του ιδιωτικού πλούτου και της δημόσιας φτώχειας. Αλλά αν και μπορείς να αγοράσεις το τελευταίο μοντέλο μιας Μercedes, δεν μπορείς να αγοράσεις την Εθνική οδό Κορίνθου – Πατρών. Αυτή είναι η εξίσωση από την ανάποδη που μας οδήγησε εδώ. Με μια έννοια, η Ελλάδα ζει πρωτοποριακά: Διότι ο ουραγός στις διαδικασίες συγκρότησης γίνεται πρωτοπόρος στις διαδικασίες διάλυσης. Αυτό είναι το ελληνικό παράδειγμα».

– Για όλα αυτά πιστεύετε ότι φταίνε μόνο οι πολιτικοί;

«Η ελληνική κοινωνία είναι μια δομικώς συνενοχική κοινωνία. Για μένα, θεμέ λιος λίθος της συνενοχής είναι η αντιπαροχή. Προκειμένου να εξασφαλίσω τον ιδιωτικό, καταπατώ και απαλλοτριώνω τον δημόσιο χώρο. Η πολιτική προχωρεί δημιουργώντας εξαρτήσεις. Η συνενοχή έχει και υπόβαθρο βίας- η δουλειά γίνεται με φακελάκι… Αυτή η βία εξερράγη τον Δεκέμβρη του 2008».

– Οπότε; «

Πιστεύω ότι θα έρθει μια άλλη πολιτική γενεά- όχι αύριο- στην οποία θα συμμετάσχουν επανεισαγόμενοι Ελληνες, που τώρα είναι νέοι. Σε συνδυασμό με κάποιες ιθαγενείς νησίδες, θα δημιουργήσουν ένα άλλο κλίμα. Η Ελλάδα θα αναζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία. Οι δικές μας αποσκευές θα είναι η συνείδηση μιας βαθιάς αποτυχίας. Δεν μπορούμε να επιτυγχάνουμε ατομικά και να αποτυγχάνει το περιβάλλον. Δεν μπορεί να είσαι χώρα γιατρών άνευ ιατρικής, δικαστών άνευ δικαιοσύνης, δασκάλων χωρίς εκπαίδευση. Θεμελιώσαμε, φαντασιακά, έναν τρόπο ζωής όπου οι εξαιρέσεις θα αναλάμβαναν να άρουν τον σταυρό για λογαριασμό των άλλων… Η αποτυχία έχει τον χαρακτήρα της αποτυχίας του μέσου όρου. Πολιτισμό δεν φτιάχνουν οι εξαιρέσεις… Το έλεγε ο Γκάτσος. Πολιτισμό φτιάχνει ο μέσος όρος».

– Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η τέχνη τι μπορεί να προσφέρει;

«Τι είναι τέχνη, κατ΄ αρχάς; Ακόμα και ο Ρεμπό έγινε επιχειρηματίας… Εχει διαχυθεί η έννοια του καλλιτεχνικού… Πιστεύω ότι σήμερα από μια άποψη ζούμε την ακραία απόληξη του φαινομένου του εκδημοκρατισμού. Ο άνθρωπος είναι απέναντι στην πραγματική απελευθέρωση του εαυτού του. Είναι μόνος του, ζει την ταραχή, τις αντιφάσεις και τα κενά, κι εκεί μέσα μπορεί ο ίδιος να αυτοθεωρείται καλλιτέχνης με τον τρόπο που ζει και κινείται. Το καλλιτεχνικό δεν εστιάζεται στα έργα σήμερα, αλλά στον τρόπο ζωής- όπως το life-style που είναι μια ξεπεσμένη μορφή του, στις μέρες μας».

– Πού είναι οι διανοούμενοι, γιατί δεν παίρνουν τον λόγο;

«Ελέγχονται όλοι σήμερα- και οι διανοούμενοι για αυτά που έχουν πει, κυρίως όταν ο κόσμος ήταν διπολικός. Προτιμώ τον άνθρωπο που σκέφτεται παρά τον διανοούμενο. Βρίσκεται όμως κι αυτός μπροστά σε μια αβεβαιότητα, έναν κλονισμό των συμβόλων. Σήμερα μας ανήκει μόνον ο αναβρασμός της απορίας. Οποιος βγαίνει στον δημόσιο χώρο και λέει “έχω την τελική λύση”, είναι αυτομάτως ύποπτος».

– Τυχοδιωκτισμός υπάρχει σήμερα στην πολιτική;

«Τυχοδιωκτισμός υπάρχει παντού, στην πολιτική αλλά και στην καθημερινότητα. Η πεμπτουσία του τυχοδιωκτισμού είναι η εικόνα του κερδοσκόπου που αποσταθεροποιεί εθνικές οικονομίες. Ουδείς αθώος σήμερα».

– Ποιος είναι σήμερα τυχοδιώκτης;

«Το προφίλ του είναι πολύ αντιηρωικό. Αυτός που δεν κόβει αποδείξεις, ας πούμε… Μόνο που κι αυτός αυτοεξαιρείται από τον κύκλο του κακού γιατί κάποιος άλλος κλέβει περισσότερο. Ο τυχοδιωκτισμός έχει και μια πλευρά που κάνει τον άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό. Η παθολογική αρνητική εκδοχή χρωματίζει όλη την περίοδο των σχέσεων οικονομίας και πολιτικής τα τελευταία 30- 40 χρόνια».

– Ο δικός σας «Τυχοδιώκτης»…

«Κατά τον Χουρμούζη, είναι ένα παράσιτο βαυαρικό που έρχεται στην Ελλάδα το 1830. Είναι γραμμένο για να παιχθεί και να εκτονώσει μια οργή κι έναν πληγωμένο θυμό ενός αγωνιστή που πολέμησε και ήρθε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα όπου όλοι έρχονται εδώ για να διορισθούν- την ώρα που δίπλα υπάρχουν τα θύματα. Ο τυχοδιώκτης σ΄ αυτή την περίπτωση αξιοποιεί την ευκαιρία του νέου ελληνικού κράτους. Οταν έμαθα ότι χάσαμε την εθνική μας κυριαρχία, η πρώτη σκέψη ήταν να μην κάνω την παράσταση. Σαν να είχε χάσει ο Χουρμούζης, μια που είχαν διώξει τον τυχοδιώκτη, τη βδέλλα… Να όμως που τώρα ήρθε η βδέλλα. Από ποιον έχασε η Ελλάδα; Από τον εαυτό της. Ενιωσα σαν τον προπονητή που έχει χάσει 5-0 εντός έδρας και πρέπει να βγει να μιλήσει για αυτό».

– Αλήθεια, κύριε Παπαβασιλείου, ως αντιπρόεδρος του ΕΚΕΘΕΧ (Εθνικό Κέντρο Θεάτρου Χορού), πώς είδατε την κατάργησή του;

«Το ΕΚΕΘΕΧ είναι πολιτικό θέμα. Νομίζω ότι πρέπει κι εγώ- και κάποιοι άλλοι- να απολογηθώ στον εαυτό μου και στον ελληνικό λαό που δεν αντιλήφθηκα επί τρία χρόνια αυτό που αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες αντιλήφθηκαν μέσα σε έξι μήνες: Οτι ήμουν εκεί για να εκταμιεύω ένα συσσίτιο. Θα πρέπει να απολογηθώ. Θα πρέπει να πω την αλήθεια κατά την κρίση μου. Αλλά δεν είναι η ώρα».

  • «Ο Τυχοδιώκτης…βασισμένος στον Χουρμούζη», από το Θέατρο Εποχή 20.06
  • Πειραιώς 260, Χώρος Η΄
  • Παραστάσεις: 11-15 Ιουλίου
  • Ωρα έναρξης: 21.00
  • Εισιτήρια: 25 ευρώ,20 ευρώ (μειωμένο), 15 ευρώ (φοιτητικό)
  • Η προπώληση αρχίζει αύριο (21/6)