Συνέντευξη: Στάθης Ψάλτης
«Εσύ βρίσκεσαι μπροστά στο φως κι εγώ ακολουθώ δείχνοντάς σου τη λάμψη του», ήταν ο πρόλογος της συνέντευξής μας με τον ηθοποιό Στάθη Ψάλτη, «σημαιοφόρο» του γέλιου και της σάτιρας για δεκαετίες σε θέατρο και κινηματογράφο. Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για τη μέχρι τώρα πλούσια και πολυδιάστατη πορεία του ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, τόνισε στον «Α.Τ.»: «Ηθελα πάντα να με πηγαίνουν πιο… πέρα κι είμαι ενθουσιασμένος που αυτή η κουβέντα μας ταξίδεψε». «Σταθμοί» απόλαυσης στο εν λόγω… ταξίδι ήταν οι αν μη τι άλλο αυθόρμητες κι εγκάρδιες απαντήσεις του.
* Πώς θα χαρακτήριζε ο Στάθης Ψάλτης την πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική επικαιρότητα;
«Η πολιτική άθλια, η κοινωνική το ίδιο και η καλλιτεχνική βγαλμένη από τους… Αθλιους του Ουγκό»!
* Ποιοι είναι οι ρόλοι που έχετε ξεχωρίσει;
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο ρόλο, διότι θα προδώσω τους υπόλοιπους, στους οποίους έχω αφήσει «δροσοσταλίδες» της ψυχής μου».
* Ποια η φιλοσοφία σας για τη ζωή;
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν σύννεφα τα οποία δημιουργούσε η αναπνοή του Θεού, ενώ στην εφηβεία έφευγε αυτή η αναπνοή κι έμενα μόνος. Στη συνέχεια ανδρώθηκα κι είδα τα πράγματα πιο ρεαλιστικά. Δεν μου αρέσει να παρακαλώ και να χτυπώ πόρτες, ειδικά με τα χρόνια που… βαραίνουν την πλάτη μου. Περιμένω να αξιολογηθεί το έργο μου».
* Θεωρείστε ο «βασιλιάς» της πολυσυζητημένης και cult δεκαετίας του ’80. Πείτε μου δύο λόγια γι’ αυτή την εποχή.
«Να διευκρινίσω πως τότε αν δεν ήταν κάποιος ξεχωριστός και ταλαντούχος, τον «ξέβραζε» ο κινηματογράφος. Ηταν απίστευτα εμπορικός. Προσωπικά, αισθάνομαι ευτυχισμένος που υπήρξα κομμάτι της συγκεκριμένης εποχής. Σχετικά με τις αρνητικές κριτικές, τις κατηγορίες και τα καυστικά σχόλια για τις ταινίες που γέννησε η «χρυσή» δεκαετία, ο χρόνος απέδειξε ότι πήγαζαν από κακοήθειες. Ο κόσμος συνεχίζει να τις λατρεύει και να τις αναζητά».
* Τι σημαίνει για εσάς η σάτιρα – επιθεώρηση;
«Μεγαλείο, το οποίο λίγοι μπορούν να το νιώσουν και να το… δαμάσουν. Η μάζα το «μαστιγώνει». Ας σωπάσουν επιτέλους κι ας αφήσουν σπουδαίους ανθρώπους σαν τον Λάκη Λαζόπουλο να κάνουν τους ανθρώπους χαρούμενους, έστω για λίγα λεπτά. Οπως οι Δέκα Μικροί Μήτσοι, οι σύγχρονοι ολύμπιοι θεοί. Μακάρι να τους πλαισίωνα κι εγώ ως… συννεφάκι»!
* Είστε επαναστάτης και… ροκ, όπως φαίνεστε;
«Επαναστάτης είναι αυτός που δεν «χαϊδεύει», δεν φλυαρεί και προσπαθεί ασταμάτητα να πετύχει τους στόχους του. Ακόμα κι αν χρειαστεί να πάει με το μέτωπο στο μαχαίρι! Τέτοιος επαναστάτης είμαι»…
* Τα άμεσα πλάνα σας…
«Θέλουμε με τους συνεργάτες μου να γυρίσουμε μια ταινία με τον αλληγορικό τίτλο «Ρόδα είναι και γυρίζει», που θα αποτελεί μια μικρή «εκδίκηση» για την κινηματογραφική δεκαετία του ’80. Στο… σανίδι ετοιμαζόμαστε να ανεβάσουμε την επιθεώρηση «Πού πας Γιωργάκη με τέτοιον καιρό» στο θέατρο «Αθήναιον», στολισμένη με ένα τεράστιο… μπουκέτο συναδέλφων, υπό το σκηνοθετικό «βλέμμα» του Γιώργου Κωνσταντίνου». [Του ΕΥΘΥΜΗ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗ, Αδέσμευτος Τύπος, 30/05/2010]
Με αφορμή το ανέβασμα του «Προμηθέα Δεσμώτη» στην Ελευσίνα, ο πιο παραγωγικός στο εξωτερικό έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης μιλάει στο «Βήμα» για την κρίση, τα «μικρομάγαζα» και την τέχνη ως αντίδοτο στην ευτέλεια
Μπορεί τα τελευταία χρόνια να δουλεύει συστηματικά στην Αθήνα, με έδρα το θέατρο Αττις, ο Θόδωρος Τερζόπουλος όμως έχει μάθει να ταξιδεύει στις τέσσερις άκρες της Γης και να δίνει παραστάσεις συνεργαζόμενος με ξένους σκηνοθέτες και θιάσους. Θέλοντας πάντα να κάνει ένα θέατρο «ανοίκειο, ένα θέατρο που και το καταλαβαίνεις και δεν το καταλαβαίνεις, γιατί δεν μιλάμε για θέαμα αλλά για τέχνη», μετρά 1.800 παραστάσεις στα 25 χρόνια λειτουργίας του Αττις.
«Ολο αυτό χτίστηκε και συντηρείται από το εξωτερικό. Για μένα η επιχορήγηση ερχόταν προσθετικά. Εγώ έχω 30.000 ευρώ έξοδα τον μήνα, οπότε τι να περιμένω από το κράτος;» αναρωτιέται και προσθέτει ότι «αν εμείς κάνουμε δυόμισι μήνες περιοδεία στο εξωτερικό, μπορούμε να ζήσουμε όλους τους υπόλοιπους» . Στα άμεσα σχέδιά του περιλαμβάνονται παραστάσεις, σκηνοθεσίες και περιοδείες, ενώ από τον Σεπτέμβριο ξεκινά η λειτουργία ενός καινούργιου «αυτοχρηματοδοτούμενου» πολυώροφου χώρου (απέναντι από το θέατρο) για κύκλους σεμιναρίων «με τους καλύτερους και τους ειδικούς».
– Η τέχνη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην εποχή μας;
«Κοιτάξτε, δεν είναι εποχή για αναπόληση, ούτε για δράματα ερωτικά ή για ψυχολογικό θέατρο. Είναι η εποχή που πρέπει να δούμε, εμείς οι καλλιτέχνες, τη ζωή και την τέχνη κατάματα. Να αρχίσουμε να ερευνούμε και να προσαρμοζόμαστε, να προτείνουμε κάτι. Ο ελληνικός λαός, σαν τον Καραγκιόζη, έμεινε γυμνός και δεν ξέρουμε πώς θα συμπεριφερθεί. Αν μάθει κάτι από όλα αυτά ή αν στη θέση του ελληναρά θα δούμε έναν επιθετικό και βίαιο άνθρωπο, ακόμη πιο διεφθαρμένο… Ειλικρινά αναρωτιέμαι».
– Ποιος λέτε ότι ευθύνεται;
«Φταίνε οι πολιτικοί αλλά και ο λαός. Ο Ελληνας δεν είχε ούτε έχει συνείδηση του κράτους και της πολιτείας γιατί δεν έζησε ποτέ σε κράτος. Και αυτό το αποδεικνύουμε την ημέρα των εκλογών. Μπορεί ο Ελληνας να ζήσει χωρίς το μπαξίσι και το κράτος χωρίς το χαράτσι; Ωρες ώρες νευριάζω πάρα πολύ. Τώρα, πράγματι, είναι μια νέα εποχή».
– Θα είχατε να προτείνετε κάτι;
«Είμαι υπέρ της δημιουργίας μιας νέας συνείδησης για τα πράγματα, για τη ζωή και τον κόσμο. Τώρα είναι η ευκαιρία. Αποδείχθηκε ότι τίποτε δεν είχε αντίκρισμα. Ας ξαναβρούμε κάποιες αρχές, ας γίνουμε πιο προσεκτικοί, πιο σωστοί, ας συναντήσουμε τον άλλον και ας γίνουμε πιο minimal. Αυτό το υπερτροφικό εγώ του Ελληνα πρέπει να περιοριστεί».
– Η πολιτεία ενδιαφέρεται για την τέχνη;
«Το κράτος δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την τέχνη, ούτε έμπρακτα ούτε ψυχολογικά. Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Μέσα στη μακρά περίοδο του λαϊκισμού, το κράτος χρηματοδοτούσε καλλιτέχνες ή φεστιβάλ όταν ο πολιτικός είχε άμεσο συμφέρον. Και, ναι, έχω στο μυαλό μου παραδείγματα που δεν κρίνω σκόπιμο να σας πω».
– Υπήρξε όμως πρόθεση για δημιουργία Ακαδημίας Τεχνών, στην οποία μάλιστα θα συμμετείχατε;
«Δεν αρκούν πια οι προθέσεις. Το σενάριο είναι επαναλαμβανόμενο: προθέσεις, ματαιώσεις, ακυρώσεις. Υπήρξαν λοιπόν προθέσεις, αλλά τι σημαίνει αυτό; Πολλές φορές οι ιθύνοντες, μέσα από την πρόθεση, βλέπουν και την υλοποίηση- καθαρά ψυχοπαθολογική περίπτωση. Η υλοποίηση όμως θέλει λεφτά, ανθρώπους, κράτος, ενίσχυση, σεβασμό. Δεν υπάρχουν αυτοί οι όροι στην Ελλάδα».
– Ωστόσο δείξατε ενδιαφέρον για να την αναλάβετε.
«Δεν θα ήθελα να αναλάβω κανένα πόστο, εκτός από την Ακαδημία. Και για το Εθνικό Θέατρο και το Φεστιβάλ Αθηνών, που μου επροτάθη, είπα όχι. Και για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, πέντε φορές όχι είπα. Μόνο για την Ακαδημία είπα ναι. Γιατί είναι ζήτημα παιδείας».
– Και γιατί δεν την έχουμε αποκτήσει;
«Μένουμε στα μικρομάγαζα, στις σχολές που γίνονται, τελικά, σημεία επιρροής των πολιτικών ή και της πελατείας τους. Κανένας πολιτικός δεν ρισκάρει, δεν θέλει να έχει κόστος. Οσο για το ΕΚΕΘΕΧ, αν και δεν το παρακολούθησα, ήταν ένας φορέας που θα μπορούσε να βοηθήσει, όχι επιχορηγώντας, αλλά βοηθώντας τους νέους. Οσο για μένα, τα τελευταία χρόνια επιχορηγούμαι. Τα λεφτά τα έχω φέρει από το εξωτερικό, γιατί εκεί έζησα πιο πολύ. Αισθάνομαι πολλές φορές άσχημα γιατί απέχω από τα πράγματα. Σκέφτομαι όμως ότι ίσως και η δική μου η γενιά να έκανε κακό στους νέους».
– Με ποιον τρόπο;
«Ακολουθήσαμε ένα παράξενο μοντέλο. Οι προηγούμενοι από εμάς, εκείνοι που έγιναν θεσμικοί, μας κράτησαν μακριά και εμείς με τη σειρά μας κρατήσαμε τους νεότερους. Σαν να δημιουργείται μια παράξενη κάστα, σαν να θέλουμε να τα κρατήσουμε όλα για τον εαυτό μας. Το ίδιο βέβαια κάνουν και άλλοι, οι γιατροί, οι επιστήμονες… Ακόμη λέμε τους πενηντάρηδες νέους. Μα είναι δυνατόν; Αυτοί έπρεπε να μεσουρανούν σήμερα».
– Τι κάνετε εσείς για τους νέους συναδέλφους σας στο Αττις;
«Αρχισα να συζητώ με νέους και να τους ανοίγω τις πόρτες. Το έχουν κάνει παλαιότερα ο Χουβαρδάς στο Αμόρε, το κάνει ο Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ωστόσο χωρίς τη μεγάλη αγκαλιά μιας Ακαδημίας, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν. Κάνω και εγώ την αυτοκριτική μου, λοιπόν, τώρα».
«Σιγά σιγά η παράσταση γίνεται μανιφέστο»
Είναι η τρίτη φορά που ο Θόδωρος Τερζόπουλος ανεβάζει τον «Προμηθέα Δεσμώτη». «Αρχικά έκανα έναν τελεστικό “Προμηθέα” με τους όρους της τραγωδίας, όπως τους δουλεύω εγώ. Μετά, στο Πεκίνο, προσπαθώντας να δω τη συλλογική και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, έκανα μια παράσταση με δώδεκα Προμηθείς σε μια φυλακή- ο καθένας με το νούμερό του. Τώρα πια, μετά από όλα αυτά που συμβαίνουν, το πάω στα άκρα. Για μένα ο Προμηθέας δεν είναι αυτός που ηττήθηκε και θα παραμείνει ηττημένος στον Καύκασο, δεν είναι ο πυρφόρος και αλυσοδεμένος. Πολύ πριν από το ήμισυ του έργου έχουμε έναν μανιακό Προμηθέα, ο οποίος αφηγείται, αλλά συγχρόνως διεκδικεί και επιτίθεται. Και σιγά σιγά οι Ωκεανίδες, που είναι ξεβρασμένα πτώματα και όχι κοπέλες με αραχνοΰφαντα πέταλα, μπερδεύονται με δολοφονημένους, μετανάστες, σκουπίδια και αποκτούν και αυτοί συνείδηση από το μηδέν, γίνονται Προμηθείς. Και η Ηώ δεν είναι το κοριτσάκι που ξέρουμε. Είναι μια κυνηγημένη από τις ανατολικές χώρες, χωρίς άδεια παραμονής, χωρίς πράσινη κάρτα. Την κυνηγούν οι διωκτικές αρχές και βρίσκει άσυλο στον Προμηθέα. Κάνω μια απόλυτη προσαρμογή στο σήμερα και σιγά σιγά η παράσταση παίρνει, άθελά μου, τη μορφή διαδήλωσης, ενός μανιφέστου. Είναι μια direct πρόταση. Ο Προμηθέας είναι τούρκος ηθοποιός, το Κράτος και η Βία Γερμανοί, ο Ηφαιστος Ελληνας. »Στον “Προμηθέα” συνεργάζομαι για πέμπτη φορά με τον Γιάννη Κουνέλλη. Στην Ελευσίνα, όπου θα δοθεί η πρεμιέρα, στήνει έναν κατακλυσμό από πέτρες. Χίλιες πέτρες σαν τον Καύκασο, για να πετροβολήσω τον Δία, το άπειρο ή και τους θεατές, ενώ κρύβω και μια έκπληξη για την πρεμιέρα».
- ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ
- Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας
- Στις 9 και 10 Ιουλίου
- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Σάββατο 29 Μαΐου 2010