Αρχείο για 11 Ιανουαρίου, 2009

Η Κάτια Γέρου (τετ-α-τετ με τον εαυτό της) σε στιγμιότυπο από την παράσταση «Από της ζωής τα μέρη- Χάθηκαν οι ποιητές» αφιερωμένη στον Κάρολο Κουν

Η γνωστή ηθοποιός, παραδοσιακό στέλεχος του θεάτρου του Κουν, μιλάει για την ανάγκη να ξαναγίνουμε ενεργοί πολίτες μέσα από την τέχνη

της αφροδιτης γραμμελη | το βήμα, Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Την ερχόμενη εβδομάδα θα πάρει τη βαλίτσα της και θα πάει στο Αγρίνιο για να περιπλανηθεί σε καφέ της πόλης. Η Κάτια Γέρου εδώ και εννέα χρόνια κρατά τη συγκεκριμένη βαλίτσα, το μοναδικό σκηνικό αντικείμενο που χρειάζεται για να ερμηνεύσει την Ιρίνα, την ηρωίδα στο μονόπρακτο της Μάρως Δούκα «Σας αρέσει ο Μπραμς;». Ταξιδεύει ανά την Ελλάδα και συνεχίζει μέσα από αυτοσχέδιες θεατρικές σκηνές να αφηγείται την ιστορία ενός θύματος του trafficking: «Η Ιρίνα όταν κάνει αναδρομή στο παρελθόν της προκύπτει ένα άτομο δυνατό, προικισμένο με χιούμορ και λαχτάρα για ζωή. Από ΄κεί και πέρα όλο αυτό κόβεται και έρχεται ο θάνατος, μια φοβερή μαυρίλα, ένας εφιάλτης, ένα θρίλερ. Ενας νέος και ζωντανός άνθρωπος δια ροπάλου αλλάζει και η ζωή του γίνεται εφιάλτης. Είναι πολύ άγριο πράγμα».

Μετά το ταξίδι στο Αγρίνιο θα επιστρέψει στην Αθήνα και από τις 5 Φεβρουαρίου θα συμμετάσχει σε μια παράσταση με τίτλο «Από της ζωής τα μέρη- Χάθηκαν οι ποιητές», η οποία είναι αφιερωμένη στον δάσκαλό της Κάρολο Κουν, με αφορμή τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννησή του. Η Κάτια Γέρου θα ερμηνεύσει αποσπάσματα από θεατρικά έργα και τραγούδια που ακούγονταν σε έργα που καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1946- 1960. Ηρωίδες αλλά και ήρωες των Γουίλιαμς, Λόρκα, Ανούιγ και Μπρεχτ, ζωντανεύουν στην παράσταση αυτή μέσα από τραγούδια και μουσική που είναι αποκλειστικά του Μάνου Χατζιδάκι, σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη. «Για μένα αυτό είναι κάτι καταπληκτικό. Ηταν μια πρωτοβουλία του Βασίλη Νικολαΐδη και όταν μου το πρότεινε είπα “ναι” στο δευτερόλεπτο· γιατί είναι αφιέρωμα στον Κουν με σπουδαίες στιγμές του Υπογείου, γιατί συνεργάζομαι με τον Βασίλη Νικολαΐδη και γιατί ξαναγυρίζω στην πόλη όπου γεννήθηκα».

Αρκετοί συγγραφείς, πολλά έργα. Τι μπορεί να τα συνδέει εκτός από τη ματιά του Κουν και πώς μπορούν όλα αυτά να ενταχθούν σε μια ενιαία παράσταση; «Δεν είναι συρραφή μονολόγων,όπου κάποιος κάνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Επιθυμία μας ήταν κάποιος που δεν έχει δει ή δεν έχει διαβάσει αυτά τα κείμενα να μη χάνεται· και νομίζω ότι το πετύχαμε».

Η συζήτηση αναπόφευκτα φτάνει στο ταραγμένο σήμερα του Θεάτρου Τέχνης. Τη ρωτώ πώς νιώθει για όλα όσα γίνονται, για την απόσταση που κρατά η ίδια από τα πράγματα και για το πώς φαντάζεται το μέλλον του θεάτρου στο οποίο «μεγάλωσε» θεατρικά. «Ηταν πολύ δυσάρεστο για μένα που αποχώρησαν η Ρένη Πιττακή και η Μάγια Λυμπεροπούλου, αλλά δεν μπορώ να το κρίνω. Οι δυσκολίες είναι ευρύτερες, όμως οι συνυπάρξεις ανθρώπων που έχουν διαφορετική γνώμη είναι καλό. Η συνύπαρξη είναι το μόνο που μπορεί να σώσει από τα όποιου είδους αδιέξοδα σε όλα τα επίπεδα. Πιστεύω στις κολιγιές ακόμη κι αν φάμε τα μούτρα μας. Ελπίζω κάποια στιγμή να γίνει. Εγώ αποφάσισα να αποσυρθώ λόγω της κούρασης που είχα. Αισθανόμουν εξοντωμένη από διάφορα πράγματα και ήθελα αυτή τη χρονική στιγμή να μη συμμετέχω. Τα διοικητικά άλλωστε δεν είναι το φόρτε μου. Ηθελα να είμαι μόνον ηθοποιός και δασκάλα. Ο,τι μπορούσα και μπορώ να προσφέρω από αυτή τη θέση έχει καλώς». Τελικά μήπως δεν μπορούμε να μιλάμε για το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, αλλά πρέπει να μιλάμε για ένα άλλο θέατρο, που επαναπροσδιορίζει το στίγμα του; «Εγώ θα ευχόμουν το Τέχνης να γίνει ένα θέατρο το οποίο να συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες, να μιλάει για τα προβλήματα που τσακίζουν 11 εκατομμύρια πληθυσμό, την έλλειψη κοινωνικής συνοχής, την επέλαση της φτώχειας, την ένταση, για όλα αυτά τα προβλήματα. Αυτή θα ήταν η επιθυμία μου. Ο Κουν έλεγε «δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο, κάνουμε θέατρο για να φτιαχτεί ένας πολιτισμός ψυχικά πλούσιος και ακέραιος». Αυτό θα έπρεπε να είναι η παντιέρα μας, η σημαία μας, αλλά αυτό ως υλοποίηση, αναγκαστικά έτσι όπως εξελίσσεται η ζωή, θα έπρεπε να προσαρμοστεί και να αλλάξει. Δεν είναι ζητούμενο μόνον οι καλές παραστάσεις. Υπάρχουν πολλά θέατρα που κάνουν καλές παραστάσεις. Το ζήτημα είναι ο περίγυρος, το πώς θα μιλήσουν οι καλλιτέχνες για αυτή την αλλαγή. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Το Τέχνης πρέπει να ξαναγίνει βήμα προσαρμοζόμενο στην πραγματικότητα που διανύουμε. Θέλει συνυπάρξεις, βαθιές συζητήσεις, ρεπερτόριο, λάθη και σωστά. Είναι αγώνας, δεν είναι απλό. Από παιδί πίστευα ότι το θέατρο δεν είναι χώρος που ησυχάζουμε και δίνουμε συγχαρητήρια. Είναι πεδίο πάλης ιδεών. Το περιεχόμενο θα καθορίσει τη φόρα μας».

Η συζήτηση ολοκληρώνεται με την πιο έντονη ανάμνηση από τον δάσκαλό της. «Κρατώ αυτό από τον Κουν, το ότι μας έκανε πιο ενεργούς πολίτες μέσα από το θέατρό του».

Του ανταποκριτή μας Αχιλλέα Πατσουκα

Σάββατο απόγευμα. Από το γραφείο του καλλιτεχνικού διευθυντή Θόδωρου Κουρεντζή στο Θέατρο του Νοβοσιμπίρσκ βγαίνουν πέντε Γάλλοι δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους και ο διευθυντής του γαλλικού καναλιού ΑΡΤ, δύο Γερμανοί και ένας Βρετανός. Ολοι τους έφτασαν στο μέσο του πουθενά στη Σιβηρία, για να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα του «Μάκβεθ» που αποτελεί συμπαραγωγή του Θεάτρου του Νοβοσιμπίρσκ και της Οπερας της Βαστίλλης. Τη σκυτάλη πήραμε εμείς, ανακρίνοντας επί δύο ώρες τον συμπατριώτη μας.

— Θα μας μιλήσετε για τον «Μάκβεθ»;

— Είναι ένα έργο ιδιαίτερα δύσκολο για να του βγάλεις τα στερεότυπα του παρελθόντος, τις στάμπες του 20ού αιώνα. Αυτή ήταν η μεγάλη μας αγωνία, να προσπαθήσουμε να βρούμε το αυθεντικό κείμενο, μετά τις διορθώσεις που είχε κάνει ο Βέρντι. Εμείς επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τον Βέρντι στις πρόβες του, τον Βέρντι στη διδασκαλία αυτού του έργου. Δεν είναι τυχαίο ότι έκανε 150 πρόβες μόνο για το ντουέτο, αναζητώντας ψιθυριστές και σπηλαιώδεις φωνές. Σήμερα όλοι προσπαθούν να τραγουδήσουν μελοδραματικά, με αποτέλεσμα να χάνουν τη δραματικότητα που έχει το έργο στα χρώματα της φωνής. Το ίδιο συμβαίνει με την ορχήστρα. Η σωστή χρήση του βιμπράτο, η σωστή ανάλυση είναι αυτό που δίνει τη δραματικότητα στο έργο.

— Τις φωνές τις βρήκατε;

— Ο ιδανικός Μάκβεθ γι’ αυτό το παιγνίδι των χρωμάτων είναι ο Δημήτρης Τηλιακός, γι’ αυτό και τον προσκάλεσα. Δεν είναι ο γνωστός μαύρος βαρύτονος Μάκβεθ που τραγουδάει κλασικά. Πρόκειται για έναν άνθρωπο διχασμένο. Ο διχασμός έρχεται μέσα από μια πολυχρωμία που διαθέτει ο Δημήτρης. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι επιλογή του σκηνοθέτη. Η Λαρίσα Γκογκολέφσκαγια, δραματική σοπράνο του Θεάτρου Μαριίνσκι, δεν είναι η τραγουδίστρια του δικού μου γούστου. Ολοι θεωρούν πως η Λαίδη Μάκβεθ πρέπει να είναι μια σοπράνο που να ουρλιάζει συνεχώς, πράγμα που δεν ισχύει. Ο Ντμίτρι Τσερνιακόφ είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κόσμου στην όπερα. Η σκηνοθεσία του από μόνη της είναι έργο τέχνης και προτείνει πάρα πολλές λύσεις στο έργο.

— Οσες φορές μου μιλούσατε για το θέατρο, θεωρούσα πως ήσαστε λίγο υπερβολικός, μέχρι τη στιγμή που πέρασα το κατώφλι του.

— Είναι από τους ελάχιστους ελεύθερους χώρους στις τέχνες στον κόσμο. Εδώ μπορείς να πλάσεις τα πάντα χωρίς νόμους, χωρίς συνδικαλιστικούς φραγμούς. Με ανθρώπους οι οποίοι διψάνε για τέχνη και με τις σχέσεις μας να είναι πολύ απλές σχέσεις.

1176765902_kurenzis«Εδώ η τέχνη μάς καίει»

— Γιατί είστε τόσο αγαπητός, από τους μουσικούς μέχρι τη μαγείρισσα και τον φύλακα του θεάτρου;

— Σε άλλα θέατρα το γραφείο του αρχιμουσικού είναι άβατο. Στο δικό μου η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Εδώ μαζεύονται οι μουσικοί και όποιος άλλος θέλει και συζητάμε τα πάντα. Χθες, για παράδειγμα, ήρθαν τα παιδιά από το μπαλέτο στις 5 το πρωί για να μας ευχαριστήσουν για τον Μάκβεθ που παρακολούθησαν, μας χόρεψαν συγκλονιστικά μοντέρνες χορογραφίες. Αυτά δεν τα βρίσκεις πουθενά. Παντού όλα είναι αποστειρωμένα και επαγγελματικά. Εδώ η τέχνη καίει τους ανθρώπους.

— Η ιστορία του θεάτρου;

— Στον πόλεμο εδώ ήταν ο Σοστακόβιτς, ο Μραβίνσκι, η Φιλαρμονική του Λένινγκραντ. Εδώ παίχτηκε η 7η συμφωνία του Σοστακόβιτς πριν παιχτεί στο Λένινγκραντ. Παράλληλα εδώ στη διάρκεια του πολέμου είχαν μεταφερθεί όλα τα εκθέματα των κεντρικών μουσείων της Μόσχας για να σωθούν στην περίπτωση που οι Γερμανοί θα έμπαιναν στην πόλη.

Να πετούσαν οι Ελληνες τις τηλεοράσεις τους

— Πώς σχολιάζετε τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα;

— Θα ήθελα να ήμουν στο πλευρό τους. Οπως όλα τα κράτη, έτσι και το ελληνικό πρέπει κάποια στιγμή να τιμωρείται. Σήμερα τιμωρείται το κράτος και μέσω αυτού και η αμερικανική πολιτική που επιθυμεί να επικρατήσει μέχρι το DNA της ανθρωπότητας και να μας διαφθείρει με όλους τους τρόπους. Αυτό έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στην Ελλάδα. Κοιτάξτε την ελληνική τηλεόραση πώς έχει γίνει. Είναι ένα αίσχος. Ολη η υποκουλτούρα έχει ευνοηθεί απίστευτα, πράγμα που ήταν και ο βασικός στόχος, δηλαδή η διάβρωση του ελληνισμού. Η αδέσμευτη τηλεόραση που υποτίθεται πως προσφέρει ελευθερία σε έναν βαθμό, είναι η κύρια αιτία της πνευματικής μας καταβαράθρωσης. Καταλαβαίνω την οργή να βγεις και να σπάσεις όλες τις τράπεζες, μόνο που τα παιδιά πρέπει να είναι προσεκτικά και να μην καίνε τα μικρά μαγαζιά. Αν θες από οργή να σπάσεις την περιουσία ενός μικροαστού, το δέχομαι ως ιδεολογία, με την προϋπόθεση όμως να βάλεις πρώτα φωτιά στο δικό σου σπίτι. Οσο για τις καπιταλιστικές περιουσίες, που είναι φτιαγμένες από τις κλοπές και την εκμετάλλευση, δεν με απασχολεί καθόλου. Πιο ουσιαστικό από το να σπάνε βιτρίνες θα ήταν να πετούσαν όλοι οι Ελληνες μια συγκεκριμένη ώρα τις τηλεοράσεις τους από το παράθυρο. Το πιο λυπηρό για εμένα είναι πως πολλοί από αυτούς που βγαίνουν και φωνάζουν, αύριο θα ψηφίσουν τους ίδιους.

— Υπάρχει ιδανική κοινωνία;

— Στο Αγιον Ορος…

— Είδατε όμως και εκεί τι έγινε;

— Οποιος θέλει να πάει στα σκ…ά, ακόμα και στον παράδεισο να τον βάλεις, σε αυτά θα πάει. Οποιος θέλει να πάει στο λουλούδι, θα πάει στο λουλούδι. Είναι άδικο να στιγματίζεται ολόκληρο Αγιον Ορος από ελάχιστους ανθρώπους.

— Θεωρείς πως ο Ελληνισμός επιζεί;

— Μόνο στην εκκλησία και σε απομονωμένα νησιά και χωριά.

— Σας ενόχλησε το πανό στον Παρθενώνα;

— Οχι, αλλά θα ήθελα να μάθω πέραν του συνθήματος «αντίσταση», τι άλλο προτείνει ο Συνασπισμός. Επί της ουσίας, όλοι οι Νεοέλληνες έχουν καταπατήσει τα ιερά και τα όσια. Π.χ. τη γλώσσα. Τι είναι ο Ελληνισμός; Το να δακρύζουμε στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων; Ο ελληνισμός έχει άλλο ήθος. Δεν έχει να κάνει με αυτόν τον λουτροκαμπινέ του πολιτισμού. Ας πάρουμε το Ελληνικό Φεστιβάλ, για παράδειγμα: ο Λούκος το μεταμόρφωσε, του έδωσε μία νέα ποιοτική διάσταση, αλλά ο κόσμος δεν πηγαίνει. Προτιμάει να βλέπει τηλεόραση και να ακούει κακή μουσική.

— Προσφάτως ο Ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να σας απονείμει το ανώτατο παράσημο για την προσφορά σας στη διάδοση του ρωσικού πολιτισμού. Θέλετε να πειτε κάτι;

— Τίποτα. Χαίρομαι που οι άνθρωποι βλέπουν πως έκανα πολλή και καλή δουλειά.

— Δηλώσατε σε ρωσική εφημερίδα ότι δεν αποδέχεστε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό;

— Δεν έχω απολύτως καμία σχέση με τη νεοελληνική καθημερινή κουλτούρα συμπεριφοράς του σήμερα. Δεν εννοώ τον Σαχτούρη, τον Ελύτη, το Σινόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Τερζόπουλο, τον Απέργη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Λαζαρίδη ή τον Λούκο. Για εμένα αυτός είναι ο ελληνικός πολιτισμός. Αυτός που είναι αντάξιος και που αρμόζει στην Ελλάδα. Αν ορίσουμε ως πολιτισμό αποκλειστικά την τέχνη που προωθείται σήμερα στον τόπο μας ως ρεύμα, αυτό εμένα δεν με αφορά και όντως δεν μπορώ να αποτελώ μέρος του. Από την Ελλάδα δεν λείπουν τα ταλέντα, αλλά τα συστήματα ανάδειξης των ποιοτικών θεαμάτων και ο κόσμος που θα συμμετέχει σε αυτά. Αν θα έπρεπε να αλλάξει κάτι η Ελλάδα, αυτό θα ήταν οι νοοτροπίες. Κάποιοι βγαίνουν στις εφημερίδες και ψάχνοντας να πιαστούν από τις λέξεις σε παρουσιάζουν σώνει και καλά ως ανθέλληνα! Τι να πω; Που γράφουν ότι παίζω σε πορνογραφικό σίριαλ; Είναι σημεία των καιρών, τα διαβάζω και διασκεδάζω…

  • Ιnfo: -Η όπερα του Βέρντι «Μάκβεθ» θα παρουσιαστεί στις 4 Απριλίου στην Οπερα της Βαστίλλης, στο Παρίσι.

Ο βετεράνος ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής μιλάει για την έλλειψη παιδείας, τον Ρομπέρτο Τσούκο, τον εαυτό του και το θέατρο

Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 11 Iανoυαρίου 2009

Τη δεκαετία του ’70 η τότε ΥΕΝΕΔ πρόβαλλε κάθε Σάββατο βράδυ ταινίες του παλιού ελληνικού σινεμά. Οι μπόμπιρες της εποχής μάθαμε τους ηθοποιούς του ’50 και του ’60 μέσα από εκείνες τις ταινίες. Ενας από τους αγαπημένους πρωταγωνιστές ήταν και ο Γιάννης Βογιατζής, με τεράστια γκάμα ρόλων: Επίδοξος σύζυγος της Ρένας Βλαχοπούλου, λαϊκός μάγκας και φιλαράκι του Φαίδωνα Γεωργίτση, κακοπαθημένος σύζυγος της Κατερίνας Γιουλάκη ή χαζούλης – σοφός Μικές/Λαλάκης, ο Γιάννης Βογιατζής είχε πάντα τον τρόπο να είναι απολαυστικός.

Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω τον τρομερό συνδυασμό «ευνουχισμένου» συζύγου και εξαίσια σαρκαστικού ανδρός στην «Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» («η μόνη αφρικανική αρρώστια εδώ μέσα, μπαμπά, είστε εσείς!»), όμως δεν μπορείς να τον λησμονήσεις και για την εμφάνισή του στο «Ρομπέρτο Τσούκο», που παίζεται στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία της Εφης Θεοδώρου: ως έναν μοναχικό ηλικιωμένο, που βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα παρακμιακό μετρό, με τα τρένα σταματημένα, τις κυλιόμενες σκάλες να μη λειτουργούν και τις εξόδους φραγμένες. Μόνος με έναν νεαρό απέναντί του, έναν κατά συρροή δολοφόνο, τον οποίο προσπαθεί, μέσα από έναν αγωνιώδη μονόλογο, να προσεγγίσει.

Ο Γιάννης Βογιατζής του «Τσούκο» δεν έχει καμία σχέση με τον Γιάννη Βογιατζή που είχαμε μάθει μικροί – και όμως, είναι πάντα ο ίδιος, ένας αθόρυβος, ουσιαστικός εργάτης της υποκριτικής τέχνης, ο οποίος μας δέχθηκε στο σπίτι του και μας μίλησε για όλα. Ενας άνθρωπος 82 ετών, με πάθος και σπάνια ευγένεια.

  • Μεταπτυχιακό στο «Αμόρε»

— Ο ρόλος σας στον «Ρομπέρτο Τσούκο» δεν έχει σχέση με τους ρόλους που σας έχουμε συνηθίσει, ειδικά εμείς οι νεώτεροι…

— Πάνε δέκα χρόνια τώρα που έκανα στροφή στην καριέρα μου. Το οφείλω στον Γιάννη Χουβαρδά. Ηρθε στο θέατρο «Μουσούρη», με είδε και με κάλεσε να δουλέψω μαζί του στο «Αμόρε». Πρέπει να ήταν το 1997 ή το 1998. Του είπα, μα εγώ παίζω επιθεώρηση, βουλεβάρτο κ.τλ. Ξέρω τις δυνατότητές σου, μου απάντησε. Στο «Αμόρε», και μετά στο Εθνικό, έπαιξα Τσέχωφ, Σαίξπηρ κ.ά. Από τότε δεν έχω ξαναπαίξει επιθεώρηση, το απίστευτο είναι ότι στην ηλικία μου στέκομαι ακόμα καλά, πράγμα σπάνιο, και μπορώ να πω μάλιστα ότι τώρα θα μπορούσα να παίξω καλύτερα επιθεώρηση. Με άλλο κέφι πλέον. Δεν ξέρω, ίσως κάτι να είδε σε μένα ο Γιάννης ο Χουβαρδάς και να πήρε το ρίσκο. Μάλλον τού βγήκε, αλλά αυτό θα το κρίνει ο κόσμος. Πάντως, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν μου αρέσουν οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου ποιοτικό και εμπορικό θέατρο, πιστεύω ότι κάθε ηθοποιός εξυψώνει ή υποβιβάζει ένα έργο. Πάντως, στο «Αμόρε» γινόταν τρομακτική δουλειά. Για μένα προσωπικά, ήταν σα να φοιτούσα σε μεταπτυχιακό. Τώρα, αν το πήρα το δίπλωμα ή όχι, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα…

  • Ανατομία της εποχής

— Μιλήστε μας για το «Ρομπέρτο Τσούκο», όπου εμφανίζεστε τώρα.

— Οπως το βλέπω εγώ, είναι ένα έργο που μοιάζει με έρευνα για τη σημερινή εποχή. Είναι κι ένα ρίσκο για όλους τους συντελεστές της παράστασης. Ο «Ρομπέρτο Τσούκο» είναι μια ανατομία της εποχής μας. Βρισκόμαστε όλοι σε κάποιο κλοιό, θέλουμε να κάνουμε το κάτι παραπάνω μα δεν τολμούμε. Μέσα από τον ρόλο μου, προσπαθώ να ερμηνεύσω τον φονιά Τσούκο.

— Τι ψάχνετε να βρείτε σε έναν φονιά σαν τον Τσούκο;

— Μα δεν είναι ένας τυχαίος δολοφόνος. Αν ήταν αυτό μόνο, θα είχαμε απλώς ένα έργο δράσης, ένα αστυνομικό θρίλερ. Μέσα από τους φόνους που διαπράττει ο Τσούκο κάτι μας λέει, κάτι εκφράζει. Είναι ένα ατόφιο δημιούργημα της κοινωνίας μας.

— Πολύ πρόσφατα είχαμε τη δολοφονία ενός νέου παιδιού. Πιστεύετε ότι το χέρι που τράβηξε τη σκανδάλη εκείνο το βράδυ, είναι και αυτό ένα δημιούργημα της κοινωνίας μας;

— Η δολοφονία ενός παιδιού με αφήνει πραγματικά άφωνο. Οποιος απλώνει χέρι στα παιδιά είναι καταδικαστέος… Μέσα από τον ρόλο μου προσπαθώ πάντως να προσεγγίσω την ανθρώπινη ψυχή συνολικά, το αδιέξοδο στις σχέσεις των ανθρώπων. Ολοι σήμερα έχουν ένα παράπονο, και δικαίως: η εποχή αυτή είναι άκαρδη.

  • Εγκαταλείψαμε τα παιδιά

— Γιατί το λέτε; Εχετε ζήσει σε πιο σκληρές εποχές.

— Οντως. Δεκατεσσάρων χρονών, μαζί με άλλα παιδιά, θέλαμε να πάρουμε μια βάρκα, να φύγουμε από την Κέρκυρα να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Στην Κατοχή όμως υπήρχε αγάπη μεταξύ μας, ένας κοινός αγώνας κατά των Γερμανών. Είχαμε τρυπήσει τα παντελονάκια μας και κρύβαμε προκηρύξεις κατά των κατακτητών, αγνοώντας τον κίνδυνο. Γι’ αυτό και κάπως κατανοώ τα παιδιά σήμερα. Εχουμε δείξει αναισθησία στα παιδιά. Δικαίως ανησυχούν. Τα παιδιά είναι ένα βήμα μπροστά από τους μεγαλύτερους. Οντως τα παιδιά σήμερα έχουν τα πάντα από υλική σκοπιά. Ομως υπάρχει βαθύτατη έλλειψη παιδείας. Η παιδεία είναι μια συνεχής μάχη με τον εαυτό σου. Εχουμε εγκαταλείψει τα παιδιά. Νιώθω ένοχος γι’ αυτό. Πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι. Μια κοινωνία για να πάει λίγο παραπέρα, πρέπει να αισθάνεται και λίγο ένοχη. Να ντρέπεται λίγο.

— Μιλάτε με αγάπη για τα παιδιά…

— Οι πρώτοι ρόλοι που έπαιξα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απομιμήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Και μ’ αγαπούν τα παιδιά και οι μητέρες. Ισως επειδή σκέφτομαι πάντα τη μητέρα μου. Την έχω χάσει εδώ και χρόνια, όμως τη σκέφτομαι κάθε μέρα. Δεν υπάρχει περίπτωση πριν βγω στη σκηνή να μην σκεφτώ τη μάνα μου. Η τελειότερη αγάπη είναι της μάνας προς το παιδί και ειδικά προς τον γιο της. Θυμάμαι, ο πατέρας μου έλεγε στη μητέρα μου: αν δεν ήξερα ότι είναι γιος μου, θα πίστευα ότι είναι εραστής σου…

— Ο Τσούκο όμως σκοτώνει τους γονείς του. Κι η Μήδεια τα παιδιά της…

— Εχετε δίκιο. Πώς πάει ο Τσούκο και σκοτώνει τη μάνα του; Κι έχουμε δει γυναίκες που σκοτώνουν τα παιδιά τους. Εχουμε δει γυναίκες που δίνουν τα πάντα για να αποκτήσουν ένα παιδί και από την άλλη, έχεις μανάδες που πάνε και σκοτώνουν τα παιδιά τους. Αυτή η αντινομία μέσα στους ανθρώπους σε τρελαίνει. Πώς να μην μου έρχονται αυτές οι σκέψεις όταν παίζω αυτόν τον ρόλο;

  • Απολαμβάνω τη σκηνή

— Σας απασχολεί αυτός ο ρόλος.

— Ολη τη μέρα ζω για τη στιγμή που θα ανεβώ στη σκηνή. Οταν πάρω ένα ρόλο δεν κοιμάμαι μέχρι να τον μάθω – όχι τα λόγια, αλλά την ουσία του. Δεν μπορώ να πω ούτε μια λέξη αν δεν την έχω αισθανθεί πρώτα. Ολη μέρα δεν κάνω τίποτε άλλο παρά περιμένω τη στιγμή που θα ανεβώ στη σκηνή. Οι περισσότεροι ηθοποιοί βιάζονται να τελειώσουν με τη σκηνή. Κι εγώ έχω μια νευρικότητα, αλλά με το που βγαίνω στη σκηνή το απολαμβάνω. Θέλω να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο που με ζητάει σε αυτή την ηλικία να βγω στο θέατρο. Οφείλω κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κ. Θεοδώρου, που με βοήθησε πολύ στον «Τσούκο», όπως και όλους μας. Ειδικά τα νέα παιδιά με τα οποία παίζω είναι εξαιρετικά. Είναι τιμή μου που παίζω στο πλάι τους.

  • «Με στήριξαν οι κριτικοί»

— Ηθοποιός θέλατε να γίνετε πάντα;

— Ναι, αλλά δεν με άφηνε ο πατέρας μου, που ήταν αρεοπαγίτης. Πήγαινα κρυφά στη δραματική σχολή, μόνο η μητέρα μου το ήξερε. Κάποια στιγμή, συνάντησαν τον πατέρα μου στο δρόμο και του λένε, βρε Κώστα, υπάρχουν δύο Γιάννηδες Βογιατζήδες, ηθοποιός και τραγουδιστής, έχεις συγγένεια μαζί τους; Και ο πατέρας μου απάντησε: Ούτε με τον ένα με τον άλλο. Ο ένας ήταν γιος του και ο άλλος πρώτος ανιψιός του και βαφτισιμιός του, ο τραγουδιστής. Και είχε έναν ακόμα γιο, τον αδελφό μου το Γιώργο, που ήταν ζωγράφος. Η πρώτη μου δουλειά στην Αθήνα ήταν στην εφημερίδα «Εμπρός». Ημουν γενικών καθηκόντων. Εγραφα κάτι μικροειδήσεις για την κεντρική αγορά, τρυπούσα τις εφημερίδες που έρχονταν με επιστροφή, τέτοια. Ο Σπύρος ο Μελάς δούλευε εκεί, ήρθε και μ’ έπιασε μια μέρα και μου είπε: «Βρε παιδάκι μου, να σου δώσω μια συμβουλή: όταν γράφεις να είσαι εσύ και ο Θεός». Χρόνια μετά, διάβασα τα βιβλία του και είδα κάπου αυτή τη φράση. Παράξενος άνθρωπος ο Μελάς, αντιφατικός. Αλλος ως δημοσιογράφος, άλλος ως ιδιώτης.

— Και το ξεκίνημα, πώς έγινε;

— Ο Τάκης ο Χορν με έβαλε στο θέατρο. Πήγαινα συνεχώς στο Εθνικό για να βρω τον Χορν. Μια ευλογημένη μέρα έπεσα πάνω του. Του λέω: Κύριε Χορν, αν μου πείτε ότι κάνω, θα γίνω ηθοποιός, αν μου πείτε ότι δεν κάνω, εγώ πάλι θα γίνω ηθοποιός! Και μου λέει: Ε, τότε θα γίνεις ηθοποιός! Θήτευσα κοντά στον Ροντήρη, δούλεψα κοντά στον Κουν, έπαιξα στο «Μουσούρη». Θέλω όμως να γράψετε ότι έκανα καριέρα χάρη στους κριτικούς του θεάτρου. Με στήριξαν από την αρχή, απ’ όταν ήμουν άγνωστος. Μου έδωσαν μεγάλη δύναμη, κουράγιο και με γνώρισαν στο κοινό. Μην ξεχνάτε ότι εκείνη την εποχή έντεκα θέατρα υπήρχαν όλα κι όλα, πού να βρεις δουλειά; Ολοι έλεγαν, μα ποιος είναι αυτός για τον οποίο γράφει ο Αλκης Θρύλος ή ο Αιμίλιος Χουρμούζιος ή ο Νίτσος; Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, οι κριτικές ήταν μεγάλη υπόθεση. Υπόψη, δεν με ήξεραν ούτε τους ήξερα.

— Και το σινεμά πότε μπήκε στη ζωή σας;

— Το σινεμά μπήκε στη ζωή μου το 1957 με το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Εκανα ένα γιατρό. Ενα πλάνο ήταν όπου εξέταζα την Καρέζη. Δεν κοιμήθηκα την προηγούμενη νύχτα. Πριν από κάθε γύρισμα δεν κοιμόμουν. Ο Δαλιανίδης με έβαλε κάποια στιγμή να κάνω τον παρτενέρ της Βλαχοπούλου, κοντά στον Ηλιόπουλο. Στάθηκα τυχερός, έζησα με σπουδαίους ανθρώπους. Βγαίναμε να φάμε, εγώ, ο Νίκος ο Ρίζος και ο Κώστας Βουτσάς, με τις γυναίκες μας, μαζί με τον Τσιφόρο, τον Φίνο, τον Σακελλάριο – εμείς οι ηθοποιοί δεν βγάζαμε λέξη. Τι να πούμε; Οι ηθοποιοί συχνά κάνουμε τους έξυπνους, αλλά τότε μάθαινες από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μιλούσες, άκουγες μόνον.

  • «Κάθε ερμηνεία είναι ένα βήμα παραπέρα»

«Θέλω να πω ότι αν είχα πολλά λεφτά, κάποιες ταινίες που έκανα και ήταν κουταμάρες, θα τις είχα καταστρέψει», λέει ο Γιάννης Βογιατζής και συνεχίζει: «Εκανα και σαχλαμάρες, τι να κάνουμε. Εμένα μου το συγχωρεί βέβαια ο κόσμος διότι με έχει δει σε όλα τα είδη του θεάτρου και σχεδόν σε όλους τους ρόλους.»

— Εχετε μείνει και ως ο Μικές με τον γάτο αγκαλιά…

— Ο Μικές είχε επιτυχία μόνο στο ραδιόφωνο, στο σινεμά δεν πήγε καλά. Ηταν αποτέλεσμα της συνεργασίας μου με τον Κώστα Πρετεντέρη. Μου λέει μια μέρα: Γιάννη, θέλω να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα. Εναν συγκεκριμένο τύπο νεαρού, ο οποίος να είναι κάτι μεταξύ σοφού και ηλιθίου. Να λέει πράγματα τα οποία όλοι σκεφτόμαστε αλλά δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε. Του λέω τότε, θυμάμαι που σαν παιδί στο Αλιβέρι της Ευβοίας, όπου υπηρετούσε ένα διάστημα ο πατέρας μου, οργανώνονταν βεγγέρες, κι εγώ, από υπερβολική ευγένεια, έλεγα στους επίσημους «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα» κ.λπ. Ο Πρετεντέρης το τσίμπησε και το έβαλε μέσα στον ρόλο. Πολλά τέτοια γίνονταν από συμπτώσεις.

— Ο κόσμος σήμερα σας χαιρετάει στον δρόμο;

— Συνέχεια, μέχρι που ντρέπομαι. Ο κόσμος με αγάπησε από το σινεμά αλλά μπορεί να με μάθει πολύ καλά από το θέατρο. Στο θέατρο, κάθε ερμηνεία είναι ένα βήμα παραπέρα. Η καλύτερή μου ερμηνεία είναι στην τελευταία παράσταση. Ο καλλιτέχνης να είναι σε συνεχή εγρήγορση – όχι δημόσιες σχέσεις, αυτά είναι σαχλαμάρες. Ακόμα πάω πρώτος στις πρόβες και τελευταίος φεύγω, διότι έτσι λυτρώνομαι εγώ. Δεν το κάνω για τους άλλους. Κάνω χάρη στον εαυτό μου. Δεν ζω παρά μέσα από το θέατρο. Κλέβω τον χρόνο. Εχω δυο ζωές, μία αυτή που έχω ως ιδιώτης και άλλη μία ως ηθοποιός. Αν πεθάνω στα 90 θα είναι σαν να έζησα 180 χρόνια!

Το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας στην παράσταση «Δον Κιχώτης» (στην επάνω φωτογραφία η Anette Delgado)

Την αποκάλεσαν «απόλυτη πρίμα μπαλαρίνα» του 20ού αιώνα, ενώ ο Τύπος αναφερόμενος στην εντελώς υπερβατική της ερμηνεία έγραψε για «μια ψυχή που χορεύει». Η μεγάλη πάλαι ποτέ μπαλαρίνα και στη συνέχεια ιδιοφυής χορογράφος παγκοσμίου κύρους Αλίσια Αλόνσο επισκέφτηκε τη χώρα μας τα Χριστούγεννα, στο πλαίσιο των παραστάσεων που έδωσε στην Αθήνα το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, το οποίο διευθύνει. Δεκατέσσερις συνολικά παραστάσεις, με τα έργα «Δον Κιχώτης» και «Ζιζέλ», οι οποίες με τον καλύτερο και πιο εύγλωττο τρόπο «μίλησαν» στο αθηναϊκό κοινό για το πολιτιστικό θαύμα που συντελείται στο Νησί της Επανάστασης. Εξάλλου, η ιστορία του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη όχι μόνο με την Αλίσια Αλόνσο, που το ίδρυσε πριν εξήντα χρόνια, αλλά και με την ίδια την Επανάσταση, που του άνοιξε τα «φτερά».Γεννημένη το 1921 στην Αβάνα, η Αλίσια Αλόνσο έκανε μεγάλη σολιστική καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ντεμπούτο της έγινε το 1938 σε μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του American Ballet Caravan (σημερινού New York City Ballet). Καθώς βασικό μέλημά της ήταν ανέκαθεν η προώθηση του κλασικού χορού στην Κούβα, η Αλίσια Αλόνσο ίδρυσε στην Αβάνα το δικό της μπαλέτο το 1948. Για δέκα χρόνια το λειτουργούσε χωρίς την παραμικρή βοήθεια και μόνο μετά την Επανάσταση το μπαλέτο τέθηκε κάτω από την προστασία του κράτους και πήρε την ονομασία Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας. Εχοντας πλέον την αμέριστη κρατική φροντίδα, ακολούθησε ανοδική πορεία: Διεύρυνση του σχήματος με νέους χορευτές, εμπλουτισμός ρεπερτορίου, μετάκληση χορογράφων από το εξωτερικό, εδραίωση της σχολής χορού. Από αυτό το φυτώριο ταλέντων άρχισαν τη σταδιοδρομία τους πολλοί μεγάλοι σολίστ (Χοσεφίνα Μέντες, Αουρόρα Μπος, Ορλάντο Σαλγκάντο, Αμπάρο Μπρίτο) και αστέρια της νεότερης γενιάς. Για την υψηλή ποιότητα της καλλιτεχνικής του προσφοράς έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις. Το βασικότερο όμως είναι ότι το κλασικό μπαλέτο καλλιεργείται όχι μόνο στο επίπεδο των μεγάλων καλλιτεχνικών σχημάτων, αλλά κυρίως στο επίπεδο της παρεχόμενης καλλιτεχνικής παιδείας. Είναι πραγματικός άθλος το ότι σήμερα υπάρχει ένα δίκτυο εκατοντάδων σχολείων χορού, που προσφέρουν πλήρη και εντελώς δωρεάν εκπαίδευση σε παιδιά ηλικίας 9-18 χρόνων. Σε αρκετά απ’ αυτά τα σχολεία, συνεχίζει και σήμερα να διδάσκει ακόμα τακτικά παρά τα 87 της χρόνια η θρυλική Αλόνσο, η οποία για τη μεγάλη της προσφορά έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στη χώρα της και στο εξωτερικό, ενώ είναι Επίτιμη Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Αβάνας και του Ανωτάτου Ινστιτούτου Τεχνών της Κούβας.

Στη φλογισμένη Σιέρα Μαέστρα σχέδιο για το …μπαλέτο
«Ζιζέλ» από το Εθνικό Μπαλέτο Κούβας (στην επάνω φωτογραφία ο Joel Carreno)

Η μεγάλη κυρία του κουβανέζικου μπαλέτου, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα, μας έκανε την τιμή να μιλήσει στην εφημερίδα μας για το Μπαλέτο και την άνθηση που γνώρισε στην Κούβα μετά την Επανάσταση, αλλά και για τη ζωή, που «έχει πολλά να προσφέρει…».

— Ξεκινώντας θα θέλαμε τη γνώμη σας για το πώς βοήθησε η νίκη της Επανάστασης την ανάπτυξη του Μπαλέτου στην Κούβα;

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πούμε το εξής: Μαζί με ένα φίλο και δάσκαλο, τον Χούλιο Μαρτίνες Πάις, στείλαμε στη Σιέρα Μαέστρα, όπου ήταν οι αντάρτες με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο, ένα σχέδιο για το πώς θα έπρεπε να είναι η διδασκαλία του Μπαλέτου στην Κούβα.

— Δηλαδή, ουσιαστικά μιλάμε για την περίοδο πριν τη Νίκη της Επανάστασης.

Για να είμαστε πιο ακριβείς, πρέπει να πούμε ότι η ανάπτυξη του μπαλέτου ξεκίνησε μέσα στη διαδικασία της Επανάστασης. Στείλαμε στον Φιντέλ αυτό το σχέδιο και όταν πια η Επανάσταση νίκησε και ο αντάρτικος στρατός μπήκε στις πόλεις και την Αβάνα, ο ίδιος ο Φιντέλ κάποιες μέρες μετά εμφανίστηκε στο σπίτι μας και μου είπε: «Θα έχετε ό,τι χρειάζεστε για να δημιουργηθεί η σχολή και το χορευτικό σύνολο». Ετσι ξεκινήσαμε. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι στην Κούβα έχουμε μια από τις μεγαλύτερες σχολές χορού στον κόσμο. Μιλάμε για το Εθνικό Μπαλέτο Κούβας, που είναι ένα πολύ μεγάλο σύνολο, αλλά υπάρχουν και άλλα μικρότερα σύνολα στο Καμαγκουέι, στο Σαντιάγκο. Υπάρχει μια μεγάλη ανάπτυξη του μπαλέτου και του χορού γενικότερα. Και πρέπει να πούμε πως όλο αυτό το έργο οφείλεται στο γεγονός ότι είναι απόλυτα στηριγμένο στη βοήθεια του κράτους. Η διδασκαλία είναι απολύτως δωρεάν. Αυτό που χρειάζεται είναι οι χορευτές μας να έχουν ταλέντο. Κάθε χρόνο κάνουμε εξετάσεις και επιλέγουμε τους μαθητές από 9 χρόνων και πάνω. Αυτή είναι η διαδικασία για τους σπουδαστές οι οποίοι έχουν τα φυσικά προσόντα να ασχοληθούν ως επαγγελματίες με το μπαλέτο. Από εκεί και πέρα ξεκινούν σπουδές οκτώ χρόνων μπαλέτου, λαμβάνοντας ταυτόχρονα όλη τη βασική εκπαίδευση. Φυσικά, μιλάμε για απόλυτα δωρεάν παροχές για ό,τι χρειάζονται οι σπουδαστές μπαλέτου: Από τα βιβλία και τα υλικά μέχρι τις φόρμες, τις ενδυμασίες και τα παπούτσια του μπαλέτου. Και φυσικά το Εθνικό Μπαλέτο έχει όλες τις απαραίτητες υποδομές, θέατρο, χώρους εξάσκησης, καλλιτέχνες όλων των ειδικοτήτων, με την απόλυτη στήριξη του κράτους. Το μόνο που μας ενδιαφέρει εμάς που διοικούμε, που συμμετέχουμε σε αυτό το σύνολο, είναι να δουλεύουμε όσο καλύτερα γίνεται.

Πολιτιστική έκρηξη
Αλίσια Αλόνσο

— Θεωρείτε ότι η ανάπτυξη του Μπαλέτου στην Κούβα θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπήρχε ταυτόχρονα ανάπτυξη και σημαντικά βήματα στην Τέχνη συνολικά, αλλά και στην Καλλιτεχνική Παιδεία; Οπως είπαμε πριν, η εκπαίδευση είναι απολύτως δωρεάν. Για όλα τα είδη σχολείων και τις πιο εξειδικευμένες σχολές για επαγγελματίες. Αυτό που θέλουμε είναι όλοι να σπουδάζουν, γι’ αυτό υπάρχει τέτοια πληθώρα επιστημόνων, γιατρών, παιδαγωγών και έτσι δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικό ταλέντο που να μην το βρούμε. Γι’ αυτό και η Κούβα παράγει τόσους χορευτές μπαλέτου, καθώς επίσης καλλιτέχνες, εικαστικούς δημιουργούς, μουσικούς. Υπάρχει μια πολιτιστική έκρηξη σε όλους τους τομείς της Τέχνης, όπως και της Επιστήμης και όλοι έχουν την ευκαιρία, εφόσον έχουν τις ικανότητες, να διακριθούν.

— Αυτό πραγματικά είναι πολύ σημαντικό γιατί στον καπιταλιστικό κόσμο όλα ουσιαστικά εξαρτώνται από το πορτοφόλι των γονιών, γιατί ακόμα και να υπάρχει το ταλέντο αν δεν υπάρχουν τα μέσα, δεν μπορεί να εξελιχθεί.

Ετσι ήταν και στην Κούβα πριν τη Νίκη της Επανάστασης. Σήμερα όμως γνωρίζει μια τεράστια ανάπτυξη στον Πολιτισμό και τις Επιστήμες.

— Στη χώρα σας, όπως πληροφορούμαστε, υπάρχει και Μουσείο Χορού…

Υπάρχει πράγματι το Μουσείο Χορού. Ο σύζυγός μου Πέδρο Σιμόν είναι ο υπεύθυνος αυτού του ινστιτούτου, που έχει σχέση με το Εθνικό Μπαλέτο Κούβας και εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό «Η Κούβα του Μπαλέτου». Το Μουσείο ιδρύθηκε ως ίδρυμα που μπορεί να επισκέπτεται το κοινό το 1998, ωστόσο βασίζεται στην επίμονη δουλειά πολλών επιστημόνων και καλλιτεχνών που προηγήθηκαν. Εκθέτει όχι μόνο το θησαυρό της Κούβας, αλλά και ό,τι αξιόλογο έχει δημιουργηθεί σε διεθνές επίπεδο.

Από τη συνέντευξη που έδωσε η Αλίσια Αλόνσο στον «Ρ»

— Μια άλλη σημαντική δραστηριότητα που διοργανώνεται στην Αβάνα είναι το Φεστιβάλ Χορού…

Πράγματι, το διοργανώνουμε κάθε δύο χρόνια. Φέτος πραγματοποιήσαμε το Διεθνές Φεστιβάλ του Μπαλέτου για δέκα ημέρες με συμμετοχή από όλες τις ηπείρους, γιορτάζοντας ταυτόχρονα τα 60 χρόνια του Εθνικού Μπαλέτου Κούβας. Και ήταν μια σπουδαία διοργάνωση.

— Η σοσιαλιστική Κούβα, από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής της, αντιμετωπίζει έναν απάνθρωπο αποκλεισμό από τις ΗΠΑ. Πώς αυτό το γεγονός επηρεάζει την ανάπτυξη του Πολιτισμού;

Μερικές φορές μας λείπουν ορισμένα υλικά, αλλά αυτό που θα λέγαμε και φαντάζει απίστευτο είναι ότι αυτή η αδικία συμβάλλει στην ενότητά μας. Και θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει κάτι που να ενώνει τους ανθρώπους όσο η αδικία.

«Αγαπώ πολύ τη ζωή…»

— Από την τόσο μεγάλη και σημαντική καριέρα σας, από το τεράστιο σε προσφορά έργο σας, ποιες είναι οι στιγμές εκείνες που θα ξεχωρίζατε, που σας έχουν σημαδέψει;

Είναι για μένα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάτι. Εχω ζήσει τόσα πολλά, (σ.σ. αστειευόμενη…) σκέφτομαι να ζήσω 200 χρόνια και είχα και έχω μια πολύ πλούσια ζωή. Ενθουσιάζομαι συνεχώς. Εχω τιμηθεί πολλές φορές, έχω δεχτεί βραβεία, η πατρίδα μου με έχει τιμήσει και όλα αυτά έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ τη ζωή. Την αγαπώ, είναι ένα θαυμάσιο αγαθό. Και ό,τι έχει ζωή, ό,τι έχει δικαίωμα στη ζωή με κινητοποιεί. Γι’ αυτό μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάτι.. Ημουν πάντα και είμαι και τώρα ένας τυχερός και ευτυχισμένος άνθρωπος. Εχω ζήσει και ζω πολύ μεγάλες στιγμές στη ζωή μου.

— Ποια είναι η συμβουλή που δίνετε στους μαθητές του μπαλέτου;

Αυτό που τους λέω είναι ότι πρέπει να το αγαπάνε. Γιατί το μπαλέτο είναι μια δύσκολη επιλογή. Απαιτεί αφοσίωση, θυσίες, όχι μόνο από την άποψη της φυσικής καταπόνησης, αλλά και από αυτή της απαραίτητης πνευματικής προεργασίας και προετοιμασίας. Δεν είναι μόνο η σωματική προπόνηση, αλλά και η ανάγκη σπουδών, μελέτης, η γνώση της ιστορίας της τέχνης, ώστε να ξέρει για το στιλ, για την εποχή που καλείται να αποδώσει με το χορό ο χορευτής. Δεν είναι μια κούκλα που απλά εκτελεί, αλλά μια ανθρώπινη ύπαρξη που προβάλλει μια ζωντανή τέχνη. Είναι ο συνδυασμός ενός αθλητή και ενός καλλιτέχνη.

— Εχετε δώσει τόσα πολλά στην τέχνη του μπαλέτου… Το μπαλέτο τι έχει δώσει σ’ εσάς;

Τι μου έχει δώσει το μπαλέτο; Μα, τι άλλο από το λόγο της ύπαρξής μου! Ευχαριστώ αυτή την τέχνη καθημερινά.

Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ – Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ, Ριζοσπάστης, 11/01/2009