Ο βετεράνος ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής μιλάει για την έλλειψη παιδείας, τον Ρομπέρτο Τσούκο, τον εαυτό του και το θέατρο
Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 11 Iανoυαρίου 2009
Τη δεκαετία του ’70 η τότε ΥΕΝΕΔ πρόβαλλε κάθε Σάββατο βράδυ ταινίες του παλιού ελληνικού σινεμά. Οι μπόμπιρες της εποχής μάθαμε τους ηθοποιούς του ’50 και του ’60 μέσα από εκείνες τις ταινίες. Ενας από τους αγαπημένους πρωταγωνιστές ήταν και ο Γιάννης Βογιατζής, με τεράστια γκάμα ρόλων: Επίδοξος σύζυγος της Ρένας Βλαχοπούλου, λαϊκός μάγκας και φιλαράκι του Φαίδωνα Γεωργίτση, κακοπαθημένος σύζυγος της Κατερίνας Γιουλάκη ή χαζούλης – σοφός Μικές/Λαλάκης, ο Γιάννης Βογιατζής είχε πάντα τον τρόπο να είναι απολαυστικός.
Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω τον τρομερό συνδυασμό «ευνουχισμένου» συζύγου και εξαίσια σαρκαστικού ανδρός στην «Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» («η μόνη αφρικανική αρρώστια εδώ μέσα, μπαμπά, είστε εσείς!»), όμως δεν μπορείς να τον λησμονήσεις και για την εμφάνισή του στο «Ρομπέρτο Τσούκο», που παίζεται στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία της Εφης Θεοδώρου: ως έναν μοναχικό ηλικιωμένο, που βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα παρακμιακό μετρό, με τα τρένα σταματημένα, τις κυλιόμενες σκάλες να μη λειτουργούν και τις εξόδους φραγμένες. Μόνος με έναν νεαρό απέναντί του, έναν κατά συρροή δολοφόνο, τον οποίο προσπαθεί, μέσα από έναν αγωνιώδη μονόλογο, να προσεγγίσει.
Ο Γιάννης Βογιατζής του «Τσούκο» δεν έχει καμία σχέση με τον Γιάννη Βογιατζή που είχαμε μάθει μικροί – και όμως, είναι πάντα ο ίδιος, ένας αθόρυβος, ουσιαστικός εργάτης της υποκριτικής τέχνης, ο οποίος μας δέχθηκε στο σπίτι του και μας μίλησε για όλα. Ενας άνθρωπος 82 ετών, με πάθος και σπάνια ευγένεια.
— Ο ρόλος σας στον «Ρομπέρτο Τσούκο» δεν έχει σχέση με τους ρόλους που σας έχουμε συνηθίσει, ειδικά εμείς οι νεώτεροι…
— Πάνε δέκα χρόνια τώρα που έκανα στροφή στην καριέρα μου. Το οφείλω στον Γιάννη Χουβαρδά. Ηρθε στο θέατρο «Μουσούρη», με είδε και με κάλεσε να δουλέψω μαζί του στο «Αμόρε». Πρέπει να ήταν το 1997 ή το 1998. Του είπα, μα εγώ παίζω επιθεώρηση, βουλεβάρτο κ.τλ. Ξέρω τις δυνατότητές σου, μου απάντησε. Στο «Αμόρε», και μετά στο Εθνικό, έπαιξα Τσέχωφ, Σαίξπηρ κ.ά. Από τότε δεν έχω ξαναπαίξει επιθεώρηση, το απίστευτο είναι ότι στην ηλικία μου στέκομαι ακόμα καλά, πράγμα σπάνιο, και μπορώ να πω μάλιστα ότι τώρα θα μπορούσα να παίξω καλύτερα επιθεώρηση. Με άλλο κέφι πλέον. Δεν ξέρω, ίσως κάτι να είδε σε μένα ο Γιάννης ο Χουβαρδάς και να πήρε το ρίσκο. Μάλλον τού βγήκε, αλλά αυτό θα το κρίνει ο κόσμος. Πάντως, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν μου αρέσουν οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου ποιοτικό και εμπορικό θέατρο, πιστεύω ότι κάθε ηθοποιός εξυψώνει ή υποβιβάζει ένα έργο. Πάντως, στο «Αμόρε» γινόταν τρομακτική δουλειά. Για μένα προσωπικά, ήταν σα να φοιτούσα σε μεταπτυχιακό. Τώρα, αν το πήρα το δίπλωμα ή όχι, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα…
— Μιλήστε μας για το «Ρομπέρτο Τσούκο», όπου εμφανίζεστε τώρα.
— Οπως το βλέπω εγώ, είναι ένα έργο που μοιάζει με έρευνα για τη σημερινή εποχή. Είναι κι ένα ρίσκο για όλους τους συντελεστές της παράστασης. Ο «Ρομπέρτο Τσούκο» είναι μια ανατομία της εποχής μας. Βρισκόμαστε όλοι σε κάποιο κλοιό, θέλουμε να κάνουμε το κάτι παραπάνω μα δεν τολμούμε. Μέσα από τον ρόλο μου, προσπαθώ να ερμηνεύσω τον φονιά Τσούκο.
— Τι ψάχνετε να βρείτε σε έναν φονιά σαν τον Τσούκο;
— Μα δεν είναι ένας τυχαίος δολοφόνος. Αν ήταν αυτό μόνο, θα είχαμε απλώς ένα έργο δράσης, ένα αστυνομικό θρίλερ. Μέσα από τους φόνους που διαπράττει ο Τσούκο κάτι μας λέει, κάτι εκφράζει. Είναι ένα ατόφιο δημιούργημα της κοινωνίας μας.
— Πολύ πρόσφατα είχαμε τη δολοφονία ενός νέου παιδιού. Πιστεύετε ότι το χέρι που τράβηξε τη σκανδάλη εκείνο το βράδυ, είναι και αυτό ένα δημιούργημα της κοινωνίας μας;
— Η δολοφονία ενός παιδιού με αφήνει πραγματικά άφωνο. Οποιος απλώνει χέρι στα παιδιά είναι καταδικαστέος… Μέσα από τον ρόλο μου προσπαθώ πάντως να προσεγγίσω την ανθρώπινη ψυχή συνολικά, το αδιέξοδο στις σχέσεις των ανθρώπων. Ολοι σήμερα έχουν ένα παράπονο, και δικαίως: η εποχή αυτή είναι άκαρδη.
— Γιατί το λέτε; Εχετε ζήσει σε πιο σκληρές εποχές.
— Οντως. Δεκατεσσάρων χρονών, μαζί με άλλα παιδιά, θέλαμε να πάρουμε μια βάρκα, να φύγουμε από την Κέρκυρα να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Στην Κατοχή όμως υπήρχε αγάπη μεταξύ μας, ένας κοινός αγώνας κατά των Γερμανών. Είχαμε τρυπήσει τα παντελονάκια μας και κρύβαμε προκηρύξεις κατά των κατακτητών, αγνοώντας τον κίνδυνο. Γι’ αυτό και κάπως κατανοώ τα παιδιά σήμερα. Εχουμε δείξει αναισθησία στα παιδιά. Δικαίως ανησυχούν. Τα παιδιά είναι ένα βήμα μπροστά από τους μεγαλύτερους. Οντως τα παιδιά σήμερα έχουν τα πάντα από υλική σκοπιά. Ομως υπάρχει βαθύτατη έλλειψη παιδείας. Η παιδεία είναι μια συνεχής μάχη με τον εαυτό σου. Εχουμε εγκαταλείψει τα παιδιά. Νιώθω ένοχος γι’ αυτό. Πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι. Μια κοινωνία για να πάει λίγο παραπέρα, πρέπει να αισθάνεται και λίγο ένοχη. Να ντρέπεται λίγο.
— Μιλάτε με αγάπη για τα παιδιά…
— Οι πρώτοι ρόλοι που έπαιξα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απομιμήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Και μ’ αγαπούν τα παιδιά και οι μητέρες. Ισως επειδή σκέφτομαι πάντα τη μητέρα μου. Την έχω χάσει εδώ και χρόνια, όμως τη σκέφτομαι κάθε μέρα. Δεν υπάρχει περίπτωση πριν βγω στη σκηνή να μην σκεφτώ τη μάνα μου. Η τελειότερη αγάπη είναι της μάνας προς το παιδί και ειδικά προς τον γιο της. Θυμάμαι, ο πατέρας μου έλεγε στη μητέρα μου: αν δεν ήξερα ότι είναι γιος μου, θα πίστευα ότι είναι εραστής σου…
— Ο Τσούκο όμως σκοτώνει τους γονείς του. Κι η Μήδεια τα παιδιά της…
— Εχετε δίκιο. Πώς πάει ο Τσούκο και σκοτώνει τη μάνα του; Κι έχουμε δει γυναίκες που σκοτώνουν τα παιδιά τους. Εχουμε δει γυναίκες που δίνουν τα πάντα για να αποκτήσουν ένα παιδί και από την άλλη, έχεις μανάδες που πάνε και σκοτώνουν τα παιδιά τους. Αυτή η αντινομία μέσα στους ανθρώπους σε τρελαίνει. Πώς να μην μου έρχονται αυτές οι σκέψεις όταν παίζω αυτόν τον ρόλο;
— Σας απασχολεί αυτός ο ρόλος.
— Ολη τη μέρα ζω για τη στιγμή που θα ανεβώ στη σκηνή. Οταν πάρω ένα ρόλο δεν κοιμάμαι μέχρι να τον μάθω – όχι τα λόγια, αλλά την ουσία του. Δεν μπορώ να πω ούτε μια λέξη αν δεν την έχω αισθανθεί πρώτα. Ολη μέρα δεν κάνω τίποτε άλλο παρά περιμένω τη στιγμή που θα ανεβώ στη σκηνή. Οι περισσότεροι ηθοποιοί βιάζονται να τελειώσουν με τη σκηνή. Κι εγώ έχω μια νευρικότητα, αλλά με το που βγαίνω στη σκηνή το απολαμβάνω. Θέλω να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο που με ζητάει σε αυτή την ηλικία να βγω στο θέατρο. Οφείλω κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κ. Θεοδώρου, που με βοήθησε πολύ στον «Τσούκο», όπως και όλους μας. Ειδικά τα νέα παιδιά με τα οποία παίζω είναι εξαιρετικά. Είναι τιμή μου που παίζω στο πλάι τους.
- «Με στήριξαν οι κριτικοί»
— Ηθοποιός θέλατε να γίνετε πάντα;
— Ναι, αλλά δεν με άφηνε ο πατέρας μου, που ήταν αρεοπαγίτης. Πήγαινα κρυφά στη δραματική σχολή, μόνο η μητέρα μου το ήξερε. Κάποια στιγμή, συνάντησαν τον πατέρα μου στο δρόμο και του λένε, βρε Κώστα, υπάρχουν δύο Γιάννηδες Βογιατζήδες, ηθοποιός και τραγουδιστής, έχεις συγγένεια μαζί τους; Και ο πατέρας μου απάντησε: Ούτε με τον ένα με τον άλλο. Ο ένας ήταν γιος του και ο άλλος πρώτος ανιψιός του και βαφτισιμιός του, ο τραγουδιστής. Και είχε έναν ακόμα γιο, τον αδελφό μου το Γιώργο, που ήταν ζωγράφος. Η πρώτη μου δουλειά στην Αθήνα ήταν στην εφημερίδα «Εμπρός». Ημουν γενικών καθηκόντων. Εγραφα κάτι μικροειδήσεις για την κεντρική αγορά, τρυπούσα τις εφημερίδες που έρχονταν με επιστροφή, τέτοια. Ο Σπύρος ο Μελάς δούλευε εκεί, ήρθε και μ’ έπιασε μια μέρα και μου είπε: «Βρε παιδάκι μου, να σου δώσω μια συμβουλή: όταν γράφεις να είσαι εσύ και ο Θεός». Χρόνια μετά, διάβασα τα βιβλία του και είδα κάπου αυτή τη φράση. Παράξενος άνθρωπος ο Μελάς, αντιφατικός. Αλλος ως δημοσιογράφος, άλλος ως ιδιώτης.
— Και το ξεκίνημα, πώς έγινε;
— Ο Τάκης ο Χορν με έβαλε στο θέατρο. Πήγαινα συνεχώς στο Εθνικό για να βρω τον Χορν. Μια ευλογημένη μέρα έπεσα πάνω του. Του λέω: Κύριε Χορν, αν μου πείτε ότι κάνω, θα γίνω ηθοποιός, αν μου πείτε ότι δεν κάνω, εγώ πάλι θα γίνω ηθοποιός! Και μου λέει: Ε, τότε θα γίνεις ηθοποιός! Θήτευσα κοντά στον Ροντήρη, δούλεψα κοντά στον Κουν, έπαιξα στο «Μουσούρη». Θέλω όμως να γράψετε ότι έκανα καριέρα χάρη στους κριτικούς του θεάτρου. Με στήριξαν από την αρχή, απ’ όταν ήμουν άγνωστος. Μου έδωσαν μεγάλη δύναμη, κουράγιο και με γνώρισαν στο κοινό. Μην ξεχνάτε ότι εκείνη την εποχή έντεκα θέατρα υπήρχαν όλα κι όλα, πού να βρεις δουλειά; Ολοι έλεγαν, μα ποιος είναι αυτός για τον οποίο γράφει ο Αλκης Θρύλος ή ο Αιμίλιος Χουρμούζιος ή ο Νίτσος; Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, οι κριτικές ήταν μεγάλη υπόθεση. Υπόψη, δεν με ήξεραν ούτε τους ήξερα.
— Και το σινεμά πότε μπήκε στη ζωή σας;
— Το σινεμά μπήκε στη ζωή μου το 1957 με το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Εκανα ένα γιατρό. Ενα πλάνο ήταν όπου εξέταζα την Καρέζη. Δεν κοιμήθηκα την προηγούμενη νύχτα. Πριν από κάθε γύρισμα δεν κοιμόμουν. Ο Δαλιανίδης με έβαλε κάποια στιγμή να κάνω τον παρτενέρ της Βλαχοπούλου, κοντά στον Ηλιόπουλο. Στάθηκα τυχερός, έζησα με σπουδαίους ανθρώπους. Βγαίναμε να φάμε, εγώ, ο Νίκος ο Ρίζος και ο Κώστας Βουτσάς, με τις γυναίκες μας, μαζί με τον Τσιφόρο, τον Φίνο, τον Σακελλάριο – εμείς οι ηθοποιοί δεν βγάζαμε λέξη. Τι να πούμε; Οι ηθοποιοί συχνά κάνουμε τους έξυπνους, αλλά τότε μάθαινες από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μιλούσες, άκουγες μόνον.
- «Κάθε ερμηνεία είναι ένα βήμα παραπέρα»
«Θέλω να πω ότι αν είχα πολλά λεφτά, κάποιες ταινίες που έκανα και ήταν κουταμάρες, θα τις είχα καταστρέψει», λέει ο Γιάννης Βογιατζής και συνεχίζει: «Εκανα και σαχλαμάρες, τι να κάνουμε. Εμένα μου το συγχωρεί βέβαια ο κόσμος διότι με έχει δει σε όλα τα είδη του θεάτρου και σχεδόν σε όλους τους ρόλους.»
— Εχετε μείνει και ως ο Μικές με τον γάτο αγκαλιά…
— Ο Μικές είχε επιτυχία μόνο στο ραδιόφωνο, στο σινεμά δεν πήγε καλά. Ηταν αποτέλεσμα της συνεργασίας μου με τον Κώστα Πρετεντέρη. Μου λέει μια μέρα: Γιάννη, θέλω να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα. Εναν συγκεκριμένο τύπο νεαρού, ο οποίος να είναι κάτι μεταξύ σοφού και ηλιθίου. Να λέει πράγματα τα οποία όλοι σκεφτόμαστε αλλά δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε. Του λέω τότε, θυμάμαι που σαν παιδί στο Αλιβέρι της Ευβοίας, όπου υπηρετούσε ένα διάστημα ο πατέρας μου, οργανώνονταν βεγγέρες, κι εγώ, από υπερβολική ευγένεια, έλεγα στους επίσημους «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα» κ.λπ. Ο Πρετεντέρης το τσίμπησε και το έβαλε μέσα στον ρόλο. Πολλά τέτοια γίνονταν από συμπτώσεις.
— Ο κόσμος σήμερα σας χαιρετάει στον δρόμο;
— Συνέχεια, μέχρι που ντρέπομαι. Ο κόσμος με αγάπησε από το σινεμά αλλά μπορεί να με μάθει πολύ καλά από το θέατρο. Στο θέατρο, κάθε ερμηνεία είναι ένα βήμα παραπέρα. Η καλύτερή μου ερμηνεία είναι στην τελευταία παράσταση. Ο καλλιτέχνης να είναι σε συνεχή εγρήγορση – όχι δημόσιες σχέσεις, αυτά είναι σαχλαμάρες. Ακόμα πάω πρώτος στις πρόβες και τελευταίος φεύγω, διότι έτσι λυτρώνομαι εγώ. Δεν το κάνω για τους άλλους. Κάνω χάρη στον εαυτό μου. Δεν ζω παρά μέσα από το θέατρο. Κλέβω τον χρόνο. Εχω δυο ζωές, μία αυτή που έχω ως ιδιώτης και άλλη μία ως ηθοποιός. Αν πεθάνω στα 90 θα είναι σαν να έζησα 180 χρόνια!